ἐφικνέομαι
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
Ion. ἐπικνέομαι,
Afut. ἐφίξυμαι Xenoph.6.3: aor. 2 ἐφῑκόμην, Ep. ἐφῐκόμην Il.13.613: pf. ἐφῖγμαι D.25.101:
I reach at, aim at, c. gen., of two combatants, ἅμα δ' ἀλλήλων ἐφίκοντο Il.13.613; simply, reach or hit with a stick, εὐ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Pl.Hp.Ma.292a; ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Isoc.12.227; ἐφῖκται πάντων ἡ τούτου κακοπραγμοσύνη D.25.101, cf. Plu.2.267c, etc.; σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσε Antiph.55.20; τὰ βέλη ἐ. ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36.
2 reach, extend, ὅσον ὁ ἥλιος ἐ. Thphr.HP1. 7.1, etc.; ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐ. X.Cyr.5.5.8; ἐφικνέομαι ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ' ἑαυτοῦ φόβῳ to reach by the terror of his name over... ib.1.1.5; ἐφικνοῦμαι ἐς τὸ λεπτότατον to reach to the smallest matter, Luc.JConf.19; ὅπου μὴ ἐ. ἡ λεοντῆ, προσραπτέον . . τὴν ἀλωπεκῆν Plu.2.190e; c. part., ὡς οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Id.TG18; ἐ. βλέποντα μέχρι τινός D.Chr.62.1.
3 metaph., hit, touch the right points, ἐφικνέομαι ἐξαριθμούμενος Plb.1.57.3; τὰ ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Hdt.7.9.
4 reach, attain to, τῆς ἀρετῆς Isoc.1.5; ἀνδραγαθίας Aeschin.3.189; τοῦ τριηραρχεῖν D.20.28, cf. 122; τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν Id.19.65: c. inf., ἐφικνεῖσθαι τῷ λόγῳ διελθεῖν to be able to... Plu.2.338c, cf. Plb.1.4.11, Inscr.Prien.105.47 (i B. C.): abs., succeed in one's projects, App.Mith.102; of a poison, reach a vital part, take effect, ib.III.
II c. acc., to come upon, like ἐφικάνω, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pi.I.5(4).15: c. dupl. acc., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον to visit it with blows, Hdt.7.35.
III c. acc., befit, be suitable to (cf. ἱκνέομαι III), Hp.Fract.17.
German (Pape)
[Seite 1119] (s. ἱκνέομαι), hingelangen, hinkommen an ein Ziel, erreichen, treffen; ἅμα ἀλλήλων ἐφίκοντο, sie trafen Einer den Andern, Il. 13, 615; εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pind. I. 4, 17; εὖ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Plat. Hipp. mai. 292 a; übertr., καθ' ὅσον δυνατὸν ἐφικνεῖσθαι τῆς φύσεως αὐτοῦ, in der Darstellung erreichen, angemessen darstellen, Tim. 51 b; ähnl. νῦν οὐκ ἐφικνοῦμαι τοῦ μεγέθους αὐτῶν Isocr. 4, 187; περὶ πραγμάτων λέγειν ὧν οὐδ' ἂν εἷς ἀξίως ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο Dem. 14, 1, vgl. 19, 65; c. acc., ὃς τά τε ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἄριστα καὶ ἀληθέστατα, du stelltest das Uebrige sehr gut u. richtig dar, Her. 7, 9, wie auch wir sagen: du hast es gut getroffen; ähnl. Pol. ὁ γράφων ἐξαριθμούμενος οὐκ ἂν ἐφίκοιτο, 1, 57, 3. Auch τῆς ἀρετῆς, Isocr. 1, 5, wie τῆς ἀνδραγαθίας Aesch. 3, 189, die Tugend erreichen, eben so tugendhaft sein; so folgt bei Dem. 20, 28 auf οἱ μὲν ἐλάττω κεκτημένοι τῆς τριηραρχίας – οἱ δ' ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν, die das Vermögen erreichen zu einer Trierarchie, Trierarchen sein können; vgl. μετρίων εὐεργεσιῶν ἐφικέσθαι 20, 122, dem Staate Wohlthaten erzeigen können; Sp., πῶς ἐφικνοῦνται αἱ Μοῖραι τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν τοσούτων ἐς τὸ λεπτότατον, wie erstreckt sich die Sorge der Parzen so bis aufs Kleinste, Luc. Iup. conf. 19. – Im eigtl. Sinne τὰ βέλη ἐφικνεῖται πρὸς τὸν σκοπόν Luc. Nigr. 36; τοῖς ἐγχειριδίοις τῶν πολεμίων Plut.; von der Stimme, ὡς οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Tib. Gracch. 18; ἐφῖκτο πάντων, ist überall hingedrungen, Dem. 25, 101; – c. acc., τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι πληγάς, es sollten ihn 300 Peitschenhiebe treffen, Her. 7, 35. – Auch ἐφικέσθαι μὲν ἐπὶ τοσαύτην γῆν, über so viel Land hingekommen sein, reichen, Xen. Cyr. 1, 1, 5; ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται, so weit es reicht, 5, 5, 8; ähnlich ὅσον ὁ ἥλιος ἐφικνεῖται, so weit die Sonne kommt, die Sonnenwärme reicht, Theophr., der es auch von Pflanzen für "fortkommen, gedeihen" braucht, wie App. Mithr. 111 vom Gifte, es wirkt.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἐφίξομαι, ao.2 ἐφικόμην, pf. ἐφῖγμαι;
1 parvenir à, atteindre : ἅμα ἀλλήλων ἐφίκοντο IL ils s'atteignirent en même temps l'un l'autre ; ἐφ. πρὸς τὸν σκοπόν LUC atteindre le but ; fig. ἐφ. τῆς ἀρετῆς ISOCR parvenir à la vertu ; avec un inf., devenir propre à ; avec un double acc. : τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι HDT il ordonna de parcourir l'Hellespont en frappant la mer de trois cents coups de fouet;
2 s'étendre : ἐπὶ τοσαύτην γῆν XÉN sur une aussi vaste contrée.
Étymologie: ἐπί, ἱκνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφικνέομαι: ион. ἐπικνέομαι (aor. 2 ἐφικόμην)
1 доходить, достигать (τῆς ἀρετῆς Isocr.; τοῦ τριηραρχεῖν Dem.; τοῖς ἐγχειριδίοις τὼν πολεμίων Plut.; ἄχρι τινός и εἴς τινα NT): ἅμα ἀλλήλων ἐφίκοντο Hom. оба одновременно напали друг на друга; ἐφικέσθαι πάντων Dem. проникнуть всюду; οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Plut. его невозможно было услышать; ἐ. τινος τῷ νόμῳ Plut. получить что-л. на основании закона;
2 попадать (πρὸς τὸν σκοπόν Luc.);
3 задевать, касаться (τῷ λόγῳ τῶν κακῶν Dem.);
4 (в словах), улавливать, излагать, (ἄριστα καὶ ἀληθέστατά τι Her.; μάλιστα τῶν πραγμάτων ἐφικνούμενος λόγος Plut.);
5 поражать, ударять (ἐφικέσθαι τινός Plat.): τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι πληγάς Her. (Ксеркс) приказал нанести Геллеспонту триста ударов бичом;
6 простираться (ἐπὶ τοσαύτην γῆν Xen.): ἐφ᾽ ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται Xen. насколько простирается человеческая память; τῇ ἐπιμελείᾳ ἐ. τινος Luc. простирать свои заботы на что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφικνέομαι: Ἰων. ἐπικνέομαι: μέλλ. ἐφίξομαι: ἀόρ. ἐφῑκόμην: Ἀποθ. Ι. φθάνω τινά, σκοπεύω πρός τινα, μετὰ γεν. ἐπὶ δύο ἀντιπάλων μαχητῶν. ἅμα δ’ ἀλλήλων ἐφίκοντο, δηλ. κατ’ ἀλλήλων, Ἰλ. Ν. 613· ἁπλῶς φθάνω ἢ κτυπῶ διὰ ῥάβδου, εὖ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 292Α· τῶν ἄλλων ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Ἰσοκρ. 280Β, πρβλ. Δημ. 800. 70, Πλούτ. 2. 267C, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσε Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 20· τὰ βέλη ἐφ. ἄχρι πρὸς τὸν σκοπὸν Λουκ. Νιγρ. 36. 2) φθάνω ἢ ἐκτείνομαι, ὅσον ὁ ἥλιος ἐφ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἐφ’ ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 8· ἐδυνάσθη ἐφικέσθαι ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ’ ἑαυτοῦ φόβῳ, ἠδυνήθη νὰ ἐπεκτείνῃ τὸ κράτος αὐτοῦ ἐπὶ τοσαύτην ἔκτασιν χωρῶν δυνάμει τοῦ φόβου ὃν ἐνέπνεεν, αὐτόθι 1. 1, 5· ἐφ. ἐς τὸ λεπτότατον Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19· ὅπου μὴ ἐφ. ἡ λεοντῆ, προσραπτέον… τὴν ἀλωπεκῆν Πλούτ. 2. 190Ε· μετὰ μετοχ., ἐφ. φθεγγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 18· ἐφ. βλέποντα μέχρι τινὸς Δίων Χρυσ. 2. 321. 3) μεταφ., πλησιάζω, προσεγγίζω εἴς τι, περιγράφω, Λατ. rem acu tangere, ὅλως δὲ οὐδ’ ἂν εἷς ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο τῶν ἐκεῖ κακῶν Δημ. 361. 25· ἐφ. ἀριθμούμενος Πολύβ. 1. 57, 3: - οὕτω καὶ μετὰ προθ., ἐς τὰ ἄλλω λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Ἡρόδ. 7. 9. 4) φθάνω εἴς τι, γίνομαι κάτοχος αὐτοῦ, ὅσοι γὰρ τοῦ βίου ταύτην τὴν ὁδὸν ἐπορεύθησαν, οὗτοι μόνοι τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι γνησίως ἠδυνήθησαν Ἰσοκρ. 1. 5· ἀλλ’ ἐφικόμενος τῆς ἀνδραγαθίας Αἰσχίν. 81. 10· φθάνω εἰς βαθμὸν νά…, οἱ δὲ ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν Δημ. 465. 24, πρβλ. 494. 3· καὶ μετ’ ἀπαρ., οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν Πλούτ. 2. 338D, πρβλ. Πολύβ. 1. 4, 11: - ἀπολ., ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ μου, Ἀππ. Μιθρ. 102. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἐπέρχομαι, ὡς τὸ ἐφικάνω, εἴ σε μοῖρ’ ἐφίκοιτο Πινδ. Ι. 5(4). 17· μετὰ διπλ. αἰτ., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, κολάσαι αὐτὸν πληγαῖς, Ἡρόδ. 7. 35.
English (Autenrieth)
only aor. ἐφίκοντο (ἀλλήλων), fell upon each other, Il. 13.613†.
English (Slater)
ἐφικνέομαι come to c. acc. πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν (I. 5.15)
English (Strong)
from ἐπί and a cognate of ἥκω; to arrive upon, i.e. extend to: reach.
English (Thayer)
ἐφικνοῦμαι; 2nd aorist infinitive ἐφικέσθαι; (from Homer down); to come to: ἄχρι with the genitive of person to reach: εἰς τινα, 2 Corinthians 10:14.
Greek Monotonic
ἐφικνέομαι: Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφίξομαι, αόρ. βʹ ἐφῑκόμην, Ιων. ἐπ-, αποθ.:
I. 1. φθάνω κάποιον, σκοπεύω προς, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ.
2. εκτείνομαι ή φθάνω, ἐφ' ὅσον μνήμη ἐφ., σε Ξεν. κ.λπ.
3. μεταφ., πλησιάζω, προσεγγίζω, περιγράφω, Λατ. rem acu tagnere, τῷ λόγῳ ἐφ. τῶν ἐκεῖ κακῶν, σε Δημ.· ομοίως, ἐς τὰ ἄλλα ἐπίκεο, σε Ηρόδ.
4. φθάνω, γίνομαι κάτοχος, πλησιάζω, κατακτώ, ἀνδραγαθίας, σε Αισχίν. κ.λπ.
II. με αιτ., επέρχομαι, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο, σε Πίνδ.· με διπλή αιτ., ἐπικέσθαι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, τον πλήττω με συμφορές, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ionic ἐπ- fut. ἐφίξομαι aor 2 ἐφῑκόμην ionic ἐπ
I. Dep.:— to reach at, aim at, c. gen., Il., Plat., etc.
2. to reach or extend, ἐφ' ὅσον μνήμη ἐφ. Xen., etc.
3. metaph. to hit or touch the right points, Lat. rem acu tangere, τῷ λόγῳ ἐφ. τῶν ἐκεῖ κακῶν Dem.;—so, ἐς τὰ ἄλλα ἐπίκεο Hdt.
4. to reach, gain, attain to, ἀνδραγαθίας Aeschin., etc.
II. c. acc. to come upon, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pind.; dupl. acc., ἐπικέσθαι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον to visit it with blows, Hdt.
Chinese
原文音譯:™fiknšomai 誒弗-衣克尼哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-到達
字義溯源:臨到,觸及,搆到,搆;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἥκω)*=到達)組成。參讀 (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 搆(2) 林後10:13; 林後10:14