καταπλέκω

From LSJ
Revision as of 11:59, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλέκω Medium diacritics: καταπλέκω Low diacritics: καταπλέκω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: kataplékō Transliteration B: kataplekō Transliteration C: katapleko Beta Code: kataple/kw

English (LSJ)

A entwine, plait, (φλοῦν) φορμοῦ τρόπον κ. Hdt.3.98.
b in Anatomy, Pass., perhaps inosculate, anastomose, in aor. κατεπλάκην [ᾰ], Hp.Oss.18 (aor. part. Pass. καταπλεκεῖσι Hsch.); also, to be entwined, matted, Sor.1.88.
c twine round, τὰ εὐώνυμα μέρη Meno Iatr.16.16; compose, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.63.
2 metaph., implicate, κ. τινὰ προδοσίῃ Hdt.8.128 (as v.l.):—Pass., πόλεμος… καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ in the variety of its events, complicated, Arist. Po.1459a34; to be involved, ἐν τούτῳ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S.E.M. 2.71.
3 c. dat. pers., entangle, involve in contradictions, POxy. 1673.20 (ii A. D.), 903.35 (iv A. D.).
II finish twining: hence metaph., bring to an end, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν, Hdt.4.205, 8.83.

German (Pape)

[Seite 1370] verknüpfen, verflechten; ἔδοξε μὴ καταπλέξαι Τιμόξεινον προδοσίῃ, ihn in den Verdacht des Verraths verwickeln, Her. 8, 128; Ὅμηρος τὸν πόλεμον ποιῶν καταπεπλεγμένον τῇ ποικιλίᾳ Arist. poet. 23; ἐν τούτῳ καὶ ψεῦδος κατεπέπλεκτο S. Emp. adv. rhet. 71. – Übertr., fertig flechten, vollenden, endigen, εὖ τὴν ζόην Her. 4, 205, τὴν ῥῆσιν, die Rede schließen, 8, 83.

French (Bailly abrégé)

1 entortiller, enlacer, tresser ; fig. τινα προδοσίῃ HDT enlacer qqn dans une trahison;
2 achever une trame : κ. τὴν ζόην HDT, τὴν ῥῆσιν HDT achever la trame de sa vie, de son discours.
Étymologie: κατά, πλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πλέκω vlechten; overdr. afvlechten, ten einde brengen:; τὴν ζόην κατέπλεξε zij bracht haar leven ten einde Hdt. 4.205.1; compliceren:. καταπεπλεγμένον τῇ ποικιλίᾳ gecompliceerd door de verscheidenheid van gebeurtenissen Aristot. Poët. 1459a34.

Russian (Dvoretsky)

καταπλέκω:
1 сплетать: (οἱ Ἰνδοί), φλοῦν φορμοῦ τρόπον καταπλέξαντες, ὡς θώρηκα ἐνδύνουσι Her. индийцы, сплетя тростник наподобие рогожи, надевают его как броню;
2 перен. вплетать: (ὁ πόλεμος) καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ Arst. (Троянская) война, пестро переплетенная (разными событиями);
3 впутывать, вовлекать (τινὰ προδοσίῃ Her.);
4 приводить к концу, оканчивать (τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Her.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐντελῶς πλέκω, ἐμπλέκω, συμπλέκω, φλοῦν φορμοῦ τρόπον κ. Ἡρόδ. 3. 98. 2) μεταφ., περιπλέκω, ἐμπερδεύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ ὁ αὐτ. 8. 128.- Παθ., πόλεμος… καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ, περίπλοκος ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Ποιητ. 23. 5. ΙΙ. παύομαι πλέκων, ἑπομένως φέρω εἰς πέρας, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Ἡρόδ. 4, 205., 8, 83· πρβλ. διαπλέκω ΙΙ, πλέκω ΙΙ, 3.

Greek Monolingual

καταπλέκω (Α)
(επιτ. τ. του πλέκω)
1. πλέκω εντελώς, εμπλέκω, συμπλέκω
2. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω
3. (για φλέβες) περιπλέκομαι ή, κατ' άλλη ερμ., πλαταίνω
4. (με δοτ. πράγμ.) περιπλέκω κάποιον σε κάτι κακό ή δυσάρεστο, τον μπερδεύω κάπου
5. παρεμβάλλομαι, έχω παρεισφρήσει κάπου
6. (με δοτ. προσ.) φέρνω κάποιον σε αντιφάσεις, μπερδεύω
7. τελειώνω την πλοκή, το πλέξιμο, τη σύνθεση
8. συνεκδ. περατώνω, τερματίζω, τελειώνω
9. (στον παθ. αόρ.) κατεπλάκην
αναστομώθηκα
10. (η μτχ. του παθ. παρακμ.) καταπεπλεγμένος, -η, -ον
περιπεπλεγμένος, περίπλοκοςπόλεμος καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλία» — πόλεμος περίπλοκος στην ποικιλία τών γεγονότων, Αριστοτ.).

Greek Monotonic

καταπλέκω: μέλ. -ξω,
I. 1. εμπλέκω, συμπλέκω, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., εμπλέκω, μπερδεύω, ενοχοποιώ, αναμειγνύω, κ. τινὰ προδοσίᾳ, στον ίδ.
II. σταματώ να πλέκω· μεταφ., φέρω εις πέρας, τελειώνω, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to entwine, plait, Hdt.
2. metaph. to implicate, κ. τινὰ προδοσίᾳ Hdt.
II. to finish twining: metaph. to bring to an end, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Hdt.