ὑφαρπάζω

From LSJ
Revision as of 12:03, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαρπάζω Medium diacritics: ὑφαρπάζω Low diacritics: υφαρπάζω Capitals: ΥΦΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: hypharpázō Transliteration B: hypharpazō Transliteration C: yfarpazo Beta Code: u(farpa/zw

English (LSJ)

Ion. ὑπαρπάζω Hdt. (v. infr.):—
A snatch away from under, τὴν ἕδραν τινός X.Cyr.8.4.16.
2 take away underhand, filch, μᾶζαν Ar.Eq.56; Κύπριν Id.Th.205, Ec.722:—Med., οὐκ ἂν ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια ib.921 (lyr.); snap up the meaning of a sentence, Id.Nu.490.
3 ὑφαρπάζω τὸν ἐπίλοιπον λόγον = snatch away the rest of what one is going to say, cut it short, Hdt.5.50, 9.91: abs., ἔφη ὑφαρπάσας, interposing hastily, Pl.Euthd.300d.

French (Bailly abrégé)

1 enlever vivement de dessous, acc.;
2 ravir secrètement, soustraire, dérober : τι qch ; τὸν λόγον HDT prendre la parole au moment où un autre va la prendre, souffler la parole à qqn;
Moy. ὑφαρπάζομαι dérober pour soi, acc..
Étymologie: ὑπό, ἁρπάζω.

German (Pape)

(ἁρπάζω), darunter wegraffen, entreißen, heimlich wegnehmen; Κύπριν Ar. Th. 205, vgl. Eccl. 722; λόγον, Einem das Wort vor dem Munde wegnehmen, ihn nicht zu Worte kommen lassen, Her. 5.50, 9.91; das Wort an sich reißen, absol., Plat. Euthyd. 300c.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαρπάζω: ион. ὑπαρπάζω
1 (реже med.) досл. выхватывать снизу, перен. перехватывать: τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε Xen. он (уже) захватил твое место;
2 тайком похищать, присваивать: ὑ. Κύπριν Arph. похищать (чужие) ласки;
3 прерывать, перебивать Arph., Plat.: ὑπαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον, εἶπε Her. не дав окончить (собеседнику) речь, он сказал;
4 схватывать налету (σοφόν τι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαρπάζω: μέλλ. -άσομαι, μεταγεν. καὶ -άσω· Ἰων. ὑπαρπάζω. Ἁρπάζω τι ὑποκάτωθέν τινος, τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4. 16. 2) ἁρπάζω τι λαθραίως, Λατ. surripere, μᾶζαν... ὑφαρπάσας Ἀριστοφ. Ἱππ. 56· κλέπτειν ὑφαρπάζειν τε θήλειαν Κύπριν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 205. Ἐκκλ. 722. ― Μέσ., οὐκ ἂν ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια αὐτόθι 921· ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλωμεν σοφὸν περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 490. 3) ὑφαρπάζω τὸν λόγον, ἁρπάζω τὸν λόγον ἐκ τοῦ στόματός τινος, διακόπτω αὐτόν, δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ ὁμιλήσῃ, προλαβὼν λέγω ἐγώ, ὑπαρπάσας τὸν λόγον Ἡρόδ. 5. 50., 9. 91· οὕτως ἀπολ., ἔφη ὑφαρπάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 490.

Greek Monolingual

ὑφαρπάζω ΝΑ, και ιων. τ. ὑπαρπάζω Α ἁρπάζω
1. αρπάζω κάτι επιτήδεια και κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω
2. μτφ. αποσπώ ή επιτυγχάνω κάτι από κάποιον με έντεχνο τρόπο χωρίς να του δώσω χρόνο να αντιδράσει (α. «κατόρθωσε να υφαρπάσει τη συγκατάθεση του πατέρα της» β. «τὴν πρὶν Ἀλεξάνδρου ψῆφον ὑφαρπαμένη», Ανθ. Παλ.)
διακόπτω κάποιον και παίρνω εγώ τον λόγο (α. «υφαρπάζω τον λόγο» β. «ὁ δὲ ὑφαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αρπάζω κάτι που βρίσκεται κάτω από κάποιον («ἐπειδὴ καὶ τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε», Ξεν.)
2. μτφ. αποπλανώ, παρασύρω
3. μέσ. ὑφαρπάζομαι
μτφ. αρπάζω στη στιγμή, κατανοώ γρήγορα το νόημα μιας πρότασης.

Greek Monotonic

ὑφαρπάζω: Ιων. ὑπ-αρπάζω· μέλ. -άσομαι,
1. αρπάζω, αποσπώ κάτω από, σε Ξεν.
2. αποσπώ, αφαιρώ κρυφά, λαθραία, υποκλέπτω, Λατ. surripere, σε Αριστοφ.
3. ὑφαρπάζω λόγον, αρπάζω, κλέβω τον λόγο μέσα από το στόμα κάποιου την ώρα που πάει να τον ξεστομίσει, διακόπτω, δεν τον αφήνω να μιλήσει, σε Ηρόδ.· διακόπτω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ionic ὑπ-αρπάζω fut. -άσομαι
1. to snatch away from under, Xen.
2. to take away underhand, filch away, Lat. surripere, Ar.
3. ὑφ. λόγον to snatch away a word just when one is going to speak it, take the word out of one's mouth, Hdt.: to snap up, Ar.