μέτρησις

From LSJ
Revision as of 13:55, 18 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτρησις Medium diacritics: μέτρησις Low diacritics: μέτρησις Capitals: ΜΕΤΡΗΣΙΣ
Transliteration A: métrēsis Transliteration B: metrēsis Transliteration C: metrisis Beta Code: me/trhsis

English (LSJ)

μετρήσεως, ἡ,
A measurement, χώρης Hdt.4.99, cf. X.Mem.4.7.2, Pl.Plt. 285a, etc.: pl., Id.Lg.819c.
2 measuring out, dole of corn, SIG976.58 (Samos, ii B. C.); delivery in kind, PAmh.2.87.21 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, das Messen, Maaß; Plat. Polit. 285 a, u. im plur., Legg. VII, 819 c; Xen. Mem. 4, 7, 2; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

μετρήσεως (ἡ) :
action de mesurer, mesurage.
Étymologie: μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

μέτρησις: εωμετρήσεως ς ἡ тж. pl. измерение, обмер (sc. τῆς χώρης Her.; αἱ μετρήσεις ὅσα ἔχει μήκη καὶ πλάτη καὶ βάθη Plat.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ μέτρησις) μετρώ
η πράξη του μετρώ, ο καθορισμός του μεγέθους ή ποσού ενός πράγματος ως προς ορισμένη μετρική μονάδα, αλλ. καταμέτρηση, μέτρημα, μετρημός
νεοελλ.
1. μτφ. υπολογισμός, περίσκεψη
2. φρ. α) «μέτρηση μεγέθους»
i) μαθημ. αριθμητικός λόγος ενός μεγέθους προς άλλο ομοειδές μέγεθος, το οποίο λαμβάνεται ως μονάδα
ii) (μετεωρ.) η εύρεση του λόγου ενός μεγέθους προς την ομοειδή του μονάδα μέτρησης
β) «γεωδαιτική μέτρηση» — μέτρηση η οποία γίνεται με σκοπό τον προσδιορισμό της έκτασης και της μορφής ενός τμήματος της επιφάνειας της Γης
γ) «απόλυτη μέτρηση» — μέτρηση κατά την οποία η τιμή του προς μέτρηση μεγέθους εξάγεται από μαθηματικό τύπο ο οποίος εκφράζει τη φυσική σχέση του μεγέθους αυτού προς άλλα γνωστά ή μετρημένα μεγέθη
δ) «θεωρία μετρήσεων»
μαθημ. η μελέτη της διαδικασίας αντιστοίχισης αριθμών με αντικείμενα και με εμπειρικά φαινόμενα
ε) «πρότυπη μέτρηση»
τεχνολ. μέτρηση ενός φυσικού μεγέθους, λ.χ. μήκους, χρόνου, βάρους κ.λπ., η οποία γίνεται με επίσημα προσδιορισμένες προδιαγραφές τόσο ως προς την ακολουθούμενη μέθοδο όσο και ως προς τις χρησιμοποιούμενες μονάδες αναφοράς της μέτρησης
στ) «σταθμός μέτρησης»
τεχνολ. θέση ή χώρος όπου είναι εγκατεστημένα κατάλληλα όργανα μέτρησης
αρχ.
1. παροχή τροφής, σιτηρέσιο
2. πληρωμή σε είδος.

Greek (Liddell-Scott)

μέτρησις: ἡ, τὸ μετρεῖν, Ἡρόδ. 4. 99, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 2, Πλάτ., κτλ., πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 819C.

Greek Monotonic

μέτρησις: ἡ, μέτρημα, υπολογισμός, εκτίμηση, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

μέτρησις, ιος, ἡ, [from μετρέω
measuring, measurement, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

measurement, act of measuring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

measurement

Armenian: չափում; Belarusian: вымярэнне; Bulgarian: мерене, измерване; Catalan: mesurament; Crimean Tatar: ölçev, ölçeme; Czech: měření; Dutch: meting; Esperanto: mezurado; Finnish: mittaus, mittaaminen, määrittely, arviointi; French: mesure; Georgian: გაზომვა; German: Messung; Greek: καταμέτρηση, μέτρηση, επιμέτρηση; Ancient Greek: μέτρησις; Hebrew: מְדִידָה; Hungarian: mérés, megmérés; Italian: misurazione, misura; Japanese: 測定; Kazakh: өлшем; Korean: 측정(測定); Macedonian: мерење; Malay: sukatan; Maori: inenga; Norwegian: måling; Polish: pomiar; Portuguese: medida, medição, mensuração, medição; Romanian: măsurare, măsurătoare; Russian: измерение, обмер; Scottish Gaelic: tomhas; Sinhalese: මැනීම; Slovak: meranie; Spanish: medida, medición, medidas, mediciones; Swahili: kipimo; Swedish: mätning; Tagalog: sukat; Turkish: ölçüm; Ukrainian: вимі́рювання