τίτλος

From LSJ
Revision as of 21:30, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίτλος Medium diacritics: τίτλος Low diacritics: τίτλος Capitals: ΤΙΤΛΟΣ
Transliteration A: títlos Transliteration B: titlos Transliteration C: titlos Beta Code: ti/tlos

English (LSJ)

ὁ, Lat.
A titulus, title, inscription, Ev.Jo.19.20, IG22.1121.26,41 (iv A.D.), al., Lyd.Mag.1.19: also the stone bearing the inscription, IG12(7).259.10 (Amorgos, iii A.D.), Supp.Epigr.6.305, al. (Lycaonia), Hsch.: also fem., ἀνεστήσαμεν τὴν τ. ταύτην Supp.Epigr.6.370 (ibid., iv A.D.), cf. 284 (ibid.).
2 tattoo-mark, Sch.Hermog. in Rh.7(1).676 W.
II title, section, Just.Nov.29.4.

Russian (Dvoretsky)

τίτλος: ὁ (лат. titulus) надпись T.

Greek (Liddell-Scott)

τίτλος: ὁ, τὸ Λατ. titulus, ἐπιγραφή, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 803. 24, 39, κ. ἀλλ.· «τίτλος· πτυχίον ἐπίγραμμα ἔχον» Ἡσύχ.· καὶ τίτλον, τό, Συλλ. Ἐπιγρ. 8621, 10., 8783· - ὅθεν τιτλόω, = στίζω, στιγματίζω, Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 1, 676, Μαλαλ. 245.

English (Strong)

of Latin origin; a titulus or "title" (placard): title.

English (Thayer)

τιτλου, ὁ, a Latin word, a title; an inscription, giving the accusation or crime for which a criminal suffered: Sueton. Calig c. 32 praecedente titulo qui causam poenae indicaret; again, Domit c. 10 canibus objecit cunt hoe titulo: impie locutus parmularius.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α
νεοελλ.-μσν.
λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα
νεοελλ.
1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης, οργανισμού, εταιρείας
2. χαρακτηρισμός, τιμητική διάκριση που αποκτά κανείς ύστερα από σπουδές ή μετά από μεγάλη επίδοση σε έναν τομέα δραστηριότητας (α. «ακαδημαϊκός τίτλος» β. «κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή»)
3. αξίωμα, βαθμός, οφίκιο, τιμητική προσηγορία (α. «του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορος τιμής ένεκεν» β. «έχει τον τίτλο του επίτιμου προέδρου» γ. «φέρει τον τίτλο του δούκα»)
4. το γραπτό μέρος στην αρχή μιας κινηματογραφικής ταινίας στο οποίο δηλώνονται η ονομασία και οι συντελεστές της
5. (νομ.-οικον.) α) έγγραφο που αποτελεί αποδεικτικό μέσο ενός δικαιώματος (α. «τίτλος ιδιοκτησίας» β. «είχε πλαστούς τίτλους»)
β) (ειδικά) έγγραφο παραστατικό δικαιώματος συμμετοχής σε εταιρεία ή σε ομολογιακό δάνειο, χρεώγραφο, μετοχή, ομολογία (α. «ονομαστικός τίτλος» β. ανώνυμοι τίτλοι»)
6. χημ. αριθμητικό δεδομένο που αντιστοιχεί στη σύσταση ενός διαλύματος
7. (μεταλλ.) ο λόγος του βάρους του πολύτιμου μετάλλου, που περιέχεται σε ένα κράμα, προς το συνολικό βάρος του κράματος
8. στον πληθ. οι τίτλοι
η μετάφραση τών διαλόγων σε ξενόγλωσση κινηματογραφική ταινία
9. φρ. α) «τίτλος κυριότητας»
(νομ.) νομικό γεγονός που με το σύνολο τών νόμιμων προϋποθέσεών του επιφέρει κτήση κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος
β) «νόμιμος τίτλος»
(νομ.) τίτλος κυριότητας που, ενώ συγκεντρώνει όλους τους εξωτερικούς όρους και τύπους που απαιτεί ο νόμος για τον τρόπο της συγκεκριμένης μεταβίβασης της κυριότητας, εν τούτοις, λόγω κάποιου εσωτερικού ελαττώματος σε έναν ή περισσότερους από τους όρους αυτούς, δεν επέρχεται η σκοπούμενη μεταβίβαση
γ) «νομιζόμενος τίτλος»
(νομ.) νόμιμος τίτλος κτήσης κυριότητας τον οποίο ο κάτοχός του πιστεύει καλόπιστα ως έγκυρο, ενώ ο τίτλος πάσχει από έλλειψη μιας εξωτερικής προϋπόθεσης από αυτές που απαιτούνται κατά νόμο για την ύπαρξή του
δ) «ανώνυμοι τίτλοι»
(νομ.) έγγραφα τα οποία ενσωματώνουν δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κομιστή
ε) «τίτλοι ευγενείας»
(νομ.) νομικά κατοχυρωμένες ονομασίες, με τις οποίες διακρίνεται το θετικό κοινωνικό καθεστώς ορισμένου φυσικού προσώπου-δικαιούχου του τίτλου λόγω καταγωγής, αγχιστείας, απονομής ή και ειδικής διαδοχής («φέρει τον τίτλο του κόμη»)
στ) «πιστωτικοί τίτλοι»
(νομ.) αξιόγραφα στα οποία, εκτός από την ενσωμάτωση του δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως είναι η αρχή της γραμματοπαγείας και η αρχή της αυτονομίας
ζ) «χρηματιστηριακός τίτλος» — τα διάφορα χρεώγραφα τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριο
μσν.
σημείωμα, γράμμα
μσν.-αρχ.
1. επιγραφή, πινακίδα («ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾱτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ», ΚΔ)
2. κεφάλαιο βιβλίου
αρχ.
1. στήλη, λίθινο ανάθημα που φέρει επιγραφή («ἀνεστήσαμεν τὴν τίτλον ταύτην», επιγρ.)
2. στίγμα του σώματος
3. (κατά τον Ησύχ.) «πτυχίον ἐπίγραμμα ἔχον».
[ΕΤΥΜΟΛ. λατ. titulus «επίγραμμα, επιγραφή»].

Greek Monotonic

τίτλος: ὁ, το Λατ. titulus, επιγραφή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

τίτλος, ὁ,
the Lat. titulus, a title, inscription, NTest.

Chinese

原文音譯:t⋯tloj 提特羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:名號
字義溯源:名號,標題,題字,墓誌銘
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 名號(1) 約19:20;
2) 一個名號(1) 約19:19

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιγραφή). Ἀπό τό λατινικό titulus.

French (New Testament)

ου (ὁ) titre, inscription
[lat. titulus]