ἀπήμαντος

From LSJ
Revision as of 16:21, 26 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Greek: αβλαβής, άθικτος" to "Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήμαντος Medium diacritics: ἀπήμαντος Low diacritics: απήμαντος Capitals: ΑΠΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: apḗmantos Transliteration B: apēmantos Transliteration C: apimantos Beta Code: a)ph/mantos

English (LSJ)

ἀπήμαντον,
A unharmed, unhurt, Od.19.282, cf. Hes.Th.955; ἀπήμαντος βίοτος a life free from misery, Pi.O.8.87; ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, A.Ag.378 (lyr.).
II Act., unharming, σθένος Id.Supp. 576(lyr.); of snakes, Nic.Th.492. Adv. ἀπημάντως Tz.ad Lyc.886.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. sano y salvo, carente de daño ναίει ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα Hes.Th.955, cf. Fr.229.7, πέμπειν τέ μιν ... ἀπήμαντον Od.19.282, ἡμᾶς δὲ πάντας διετήρησεν ὁ θεὸς ἀπημάντους καὶ ἀβλαβεῖς IStratonikeia 10.18 (Panamara I a.C.), ἀποκαταστῆσαι τούτους ἀπημάντους LXX 2Ma.12.25
de abstr. de la vida humana sin penas, libre de daño ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87, ἀπήμαντον † δ' οὐδέν ἐστιν ἐν αὐτοῖς† (sc. τοῖς ἀνθρώποις) Simon.21.3, ἔστω δ' ἀπήμαντον = haya buena fortuna A.A.379
de un árbol sano ἐλαία Lindos 2.498 (III/IV d.C.).
2 que no daña σθένος A.Supp.576, πνεῦμα LXX Sap.7.22
inofensivo de culebras, Nic.Th.492.
3 adv. ἀπημάντως = inofensivamente, sin sufrir daño τὴν θάλασσαν ἀπημάντως ὡς διὰ γῆς πορεύεσθαι Tz.ad Lyc.886.

German (Pape)

[Seite 290] unversehrt, unbeschädigt, Od. 19, 282; βίοτος Pind. Ol. 8, 87; σθένος Aesch. Suppl. 571; vgl. Ag. 368.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sain et sauf;
2 inoffensif.
Étymologie: , πημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπήμαντος:
1 невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);
2 беспечальный, безмятежный (βίοτος Pind.);
3 целебный, благотворный (σθένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήμαντος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην ἢ κακόν τι, πέμπειν τέ μιν.. αὐτοὶ οἴκαδ’ ἀπήμαντον Ὀδ. Τ. 282· ἀπήμαντος βίοτος, βίος ἄνευ παθημάτων, «ζωὴ χωρὶς βάσανα» Πινδ. Ο. 8 ἐν τέλ.: ― ἔστω δ’ ἀπήμαντον, ἔστω ἄνευ πημάτων ἄνευ παθημάτων, Αἰσχ. Ἀγ. 378. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, σθένος ὁ αὐτ. Ἱκ. 576· ἐπὶ προσώπων, Νικ. Θ. 492. ― Ἐπίρρ. ἀπημάντως Τζέτζ. σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 886.

English (Autenrieth)

(πημαίνω): unharmed, Od. 19.282†.

English (Slater)

ᾰπήμαντος free from pain ἀπήμαντον ἄγων βίοτον (O. 8.87)

Greek Monolingual

ἀπήμαντος κ. ἀπήματος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά ή ζημιά
αρχ.
αυτός που δεν προξενεί κανένα κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημαίνω < πήμα «συμφορά, δυστυχία»].

Greek Monotonic

ἀπήμαντος: -ον (πημαίνω), αβλαβής, απείραχτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἔστω δ' ἀπήμαντον, να είσαι χωρίς παθήματα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πημαίνω
unharmed, unhurt, Od.: ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, Aesch.

Léxico de magia

-ον indemne, carente de daño o carente de dolor de la divinidad ἧκε <μοι>, κύριε, ἀμώμητος καὶ ἀπήμαντος ven a mí, señor, carente de defectos y de dolor P XIII 89 ἧκε μοι, κύριε, ... ἱλαρός, ἀπήμαντος ven a mí, señor, propicio, tú que careces de dolor P XIII 608 P XIII 604 de personas διατήρησόν με καὶ τὸν παῖδα τοῦτον ἀπημάντους guárdanos a mí y a este muchacho indemnes P V 45

Translations

invulnerable

Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume