τηλαυγής

From LSJ
Revision as of 07:45, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλαυγής Medium diacritics: τηλαυγής Low diacritics: τηλαυγής Capitals: ΤΗΛΑΥΓΗΣ
Transliteration A: tēlaugḗs Transliteration B: tēlaugēs Transliteration C: tilavgis Beta Code: thlaugh/s

English (LSJ)

τηλαυγές, (τῆλε, αὐγή)
A far-shining, far-beaming, πρόσωπον, of the sun, h.Hom.31.13; εἵματα, of the moon, ib.32.8; φάος, φέγγος, Pi.P.3.75 (Comp.), N.3.64; ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας, Ar.Av.1092 (lyr.), 1711; στέφανοι Pi.P.2.6; πρόσωπον θέμεν τηλαυγές to make it beam from afar, Id.O.6.4: metaph., τηλαυγὴς νοῦς = luminous meaning, D.H.Th. 30; σαφεῖς καὶ τ. αἰτίαι Jul.Or.5.174d; λέξεις ἐπὶ τὸ τηλαυγέστερον ἀχθεῖσαι Erot.Prooem.
II of distant objects, far-seen, conspicuous, σκοπιή Thgn.550; κορυφά Pi.Pae.7.12; φᾶρος B.16.5; ὄχθος S.Tr. 524 (lyr.); of leprosy, LXX Le.13.4, al.
III far-seeing, αἴσθησις, ψυχή, Hp.Ep.17,22 (Comp.). Adv. τηλαυγῶς = clearly, distinctly, τηλαυγέστερον ὁρᾶν to see more clearly, D.S.1.50, cf. Str.17.1.30, Ph.1.540, Ev.Marc.8.25.—Poet. word, used in late Prose: δηλαυγῶς seems to be a different word.

German (Pape)

[Seite 1105] ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου πρόσωπον τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; φέγγος, N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον φάος, P. 3, 75; ὄχθος, Soph. Tr. 521; ἀκτίς, Ar. Av. 1092; ἀκτίνων σέλας, 1709; sp. D., δαλός, Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille au loin ou de loin.
Étymologie: τῆλε, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

τηλαυγής:
1 далеко бросающий свой свет (πρόσωπον, sc. τοῦ Ἡλίου HH);
2 светлый, сияющий, лучезарный (φάος Pind.; ἀκτίνων σέλας Arph.);
3 далеко видный, ясный (ὄχθος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

τηλαυγής: -ές, (τῆλε, αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ μακρόθεν, ἀκτινοβολῶν, τ. πρόσωπον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, αὐτόθι 32. 8· φάος, φέγγος Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, ἤτοι τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ ἐπίσημον» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. νοῦς, πεφωτισμένος, διαυγής, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, μακρόθεν λάμπων, μακρόθεν φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· ὄχθος Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. τηλεφανής. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, βλέπω εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, λίαν λαμπρὸν» Σουΐδ.

English (Slater)

τηλαυγής far shining ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.4) ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν (P. 3.75) τηλαυγέσιν στεφάνοις (P. 2.6) τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν (N. 3.64) τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν (Pae. 7.12)

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που φέγγει σε μεγάλη απόσταση, αυτός που ακτινοβολεί, μακριά, που εκπέμπει το φως του από μακριά (α. «τηλαυγής φάρος» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον φάος», Πίνδ.
γ. «πρόσωπον τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. Ομ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. καθαρός, σαφής, καταφανής (α. «σαφεῖς καὶ τηλαυγεῖς αἰτίαι», Iουλ.
β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῦς οὕτως ἄν ἦν», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται από μακριά, περίβλεπτος («ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκοπιῆς», Θέογν.)
2. αυτός που βλέπει κάτι από μακριά, που αισθάνεται κάτι από μακριά (α. «αἴσθησις τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.
β. «ψυχή τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)
3. φρ. «τηλαυγής λευκή» — στιλπνό στίγμα στο δέρμα ως σύμπτωμα της λέπρας (ΚΔ).
επίρρ...
τηλαυγῶς ΜΑ
καθαρά, με διαύγεια (α. «ἐὰν εἴπωμεν βασιλεύς, οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.
β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῦθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκαυγής).

Greek Monotonic

τηλαυγής: -ές (τῆλε, αὐγή
I. αυτός που λάμπει από μακριά, που ακτινοβολεί, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.
II. λέγεται για μακρινά πράγματα, αυτός που φαίνεται από μακριά, που λάμπει από μακριά, σε Θέογν., Σοφ.
III. επίρρ. τηλαυγῶς, σαφώς, φανερά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

τηλ-αυγής, ές τῆλε, αὐγή
I. far-shining, far-beaming, Hhymn., Ar.
II. of distant objects, far-seen, conspicuous, Theogn., Soph.
III. adv. -γῶς, clearly, distinctly, NTest.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού λάμπει ἀπό μακριά). Ἀπό τό ἐπίρρ. τῆλε (=μακριά) + αὐγή (=φῶς). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ἐπίρρ. τῆλε.