ἐπιπολή
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
ἡ, ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex (Euryalus), Th.6.96, etc.
2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.
II. elsewhere only in gen., ἐπιπολῆς, as adverb, on the top, Hdt.2.62, Arist.GA747a5, etc.; κάτω μὲν καὶ ἐ.... ἐν μέσῳ δέ.. X.Mem.3.1.7; λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77; τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb.47c, cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh.1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37; πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist.HA622b25, cf. Rh.1376b14.
2. as preposition, c. gen., on the top of, above, τῶν πυλέων Hdt.1.187, cf. Ar.Ec.1108, Pl.1207.
3. with other Preps., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201; ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5); δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc. ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.
German (Pape)
[Seite 972] ἡ, die Oberfläche, erst Sp., wie Strab. τὸ ἐν ἐπιπολῇ XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. p. 126 ff. – Sonst nur im gen. ἐπιπολῆς, adverbial, auf der Oberfläche, obenauf, Her. 2, 62; Xen. Oec. 19, 4 u. öfter; τὸ ἐπιπολῆς, Plat. Phil. 46 d; τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασθέντων 47 c; Folgde; – c. gen., oberhalb, Her. 1, 187; Thuc. 6, 96 (auch καθύπερθε ἐπ. ξύλων 4, 201); Ar. Plut. 1207. – Auch ἐξ ἐπιπολῆς, Arist. probl. 1, 43; Luc. Nigr. 35 u. a. Sp. – Deutlich, offenbar, ἰδεῖν Arist. H. A. 9, 38 rhet. 1, 25; διὰ μὲν ἀργίας καὶ τὰ παντελῶς ἐπιπολῆς δυσχείρωτά ἐστι Dem. 61, 37.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
surface ; gén. adv. • ἐπιπολῆς à la surface ; κατύπερθε ἐπιπολῆς gén. HDT en haut, à la surface de, etc.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπολή: ἡ поздн. поверхность (ср. ἐπιπολῆς).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπολή: ἡ, (ἐπιπέλομαι) ἐπιφάνεια, Ἀριστ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2. 7, Γαλην., κλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 126 κἑξ. ΙΙ. δόκιμοι συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τὴν λέξιν μόνον κατὰ γεν., ἐπιπολῆς, ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, εἰς τὸ ἄνω μέρος, ἐπιπολῆς δὲ ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον Ἡρόδ. 2. 62, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· κάτω μὲν καὶ ἐπιπολῆς..., ἐν μέσῳ δέ.., κάτω μὲν καὶ εἰς τὸ ἄνω μέρος... ἐν τῷ μέσῳ δέ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 1, 7· λίαν ἐπ. πεφυτευμένα ὁ αὐτ. Οἰκ. 19, 4· ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα, ἔχοντα τὸ παθὸν βλάβην σκέλος ἀνώτατα, ὑψηλότατα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837· τὸ ἐπ., ἡ ἐπιφάνεια, τοῦ σώματος τὸ ἐπ. τε καὶ ἐντὸς Πλάτ. Φίληβ. 46 D, πρβλ. 47C. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἐπάνω, ὑπεράνω, ὑπέρ, τῶν πυλέων Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1108, Πλ. 1207, καὶ ἴδε κάτω· IV. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιπολῆς· ἀνωτάτω, ἐπιπλέον». 3) μετ’ ἄλλων προθ., κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Ἡρόδ. 4. 201· ἐξ ἐπ. Διόδ. 5. 38, Λουκ. Νιγρ. 35, κλ. (ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17, ὁ Βεκκ. παραλείπει τὴν πρόθεσιν ἐξ, πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Προβλ. 1. 43)· δι’ ἐπ. Σέλευκ. Παρ’ Ἀθην. 598Α· οὕτως, ἐπιπολῇ = ἐπιπολῆς, Στράβων 570. ΙΙΙ. σαφῶς, φανερῶς, πᾶσίν ἐστιν ἐπιπολῆς ἰδεῖν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. IV. Ἐπιπολαί, χωρίον ὑπερκείμενον τῶν Συρακουσῶν, κατωφερὲς μὲν πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀπόκρημνον δὲ ἑκατέρωθεν, καὶ ὠνόμασται ὑπὸ τῶν Συρακοσίων διὰ τὸ ἐπιπολῆς τοῦ ἄλλου εἶναι Ἐπιπολαὶ Θουκ. 6. 96.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιπολή)
1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά
2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής
επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω
(α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής του κύματος», Παπαδιαμ.
β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.)
3. «ἐξ ἐπιπολῆς» ή «κατ’ ἐπιπολήν» — επιπόλαια, επιφανειακά
αρχ.
1. (για χωριστά πράγματα) η τοποθέτηση του ενός πάνω στο άλλο
2. (η γεν. ως επίρρ.) ἐπιπολῆς
α) προς τα πάνω, ψηλά («ἐπιπολῆς τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα», Ιπποκρ.)
β) υπεράνω («ἐπιπολῆς τοῦ σήματος», Αριστοφ.)
3. (με ουδ. άρθρο εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ, τὰ ἐπιπολῆς
προς την επιφάνεια, η επιφάνεια («τοῦ σώματος τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ τὰ ἐντός», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. επιπολή προήλθε υποχωρητικώς από γεν. επιπολής (πιθ. < επί πολής), η οποία απαντά στην Αρχαία ως επίρρημα «επιφανειακά, πάνω πάνω». Το β’ συνθετικό της λέξεως συνδέθηκε με τα πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι», πόλος, που ανάγονται σε ΙE kwel- «στρέφω, γυρίζω, κινούμαι, ολόγυρα» (πρβλ. έπιπλα). Η υποτεθείσα σχέση με τις λ. παλάμη, σουηδ. fala «πεδιάδα (χωρίς δέντρα)», αρχ. σλαβ. polje «αγρός, χωράφι» παραμένει αβέβαιη. Αξιοσημείωτο παράγωγο της λ. είναι το επίθ. επιπόλαιος (< επιπολή + -ιος), το οποίο από την αρχαία σημ. «αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια, ο φανερός» μετέπεσε στη γνωστή νεοελλ. σημ. «επιφανειακός στις κρίσεις του, άστατος, απερίσκεπτος».
Greek Monotonic
ἐπιπολή: ἡ (ἐπιπέλομαι)·
I. 1. επιφάνεια, κυρίως σε γεν. ἐπιπολῆς, ως επίρρ., στην επιφάνεια, στο επάνω μέρος, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ἐπιπολῆς επίσης ως πρόθ. με γεν., επάνω, στο επάνω μέρος, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
II. Ἐπιπολαί, αἱ, ύψωμα κοντά στις Συρακούσες με επίπεδη επιφάνεια, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπιπολή, ἡ, ἐπιπέλομαι
I. a surface: mostly in gen. ἐπιπολῆς as adv. on the surface, a-top, Hdt., Xen.
2. ἐπιπολῆς also as prep. c. gen. on the top of, above, Hdt., Ar.
II. Ἐπιπολαί, αἱ, an eminence near Syracuse, with a flat surface, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=ἐπιφάνεια). Ἀπό τό ἐπί + πέλομαι (=πλησιάζω). Δές γιά παράγωγα τοῦ ἐπιπολή στό ρῆμα ἐπιπολάζω.