προσδέω
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
(A),
A bind on or to, πρὸς ὕπερον τὸ ξύλον Hp.Fract.13; αὐλίσκον πρὸς κύστιν Id.Nat.Puer.17; χρυσαῖς σειραῖς τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ξόανον τῇ βάσει D.S.17.41:—Med., σιδήριον ὀξὺ -δησάμενος πρὸς τὸν δάκτυλον Hp.Morb.2.28:—Pass., ἥμισυ ἀσκοῦ οἱ προσδέδεται Hdt.6.119; κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας Aen.Tact.22.14: metaph., ἡδονῇ π. J.AJ5.2.7.
2 c. acc. only, attach, τοὺς κάλους Hdt.2.36; ἐπ' ἄκρῳ μυρσίνην Id.4.195.
(B),
A need besides, c. gen. rei, λύπης τι προσδεῖς; E.HF90; [τόπους] ποτιδέοντας βοαθείας SIG569.7 (Halasarna, iii B.C.); to be deficient in, ἐὰν δέ του προσδέῃ τόδε τὸ ψήφισμα τῶν περὶ τὸν ἀπόστολον IG22.1629.264, cf. Supp.Epigr.3.674.18(Rhodes, ii B.C., ποτι-).
2 mostly impers. προσδεῖ, there is still need of, c. gen. rei, ὡς ἐκκαυμάτων μή μοι μεταξὺ προσδεήσειεν S.Fr.225; ναυτικὸν οὗπερ ὑμῖν μάλιστα προσδεῖ Th.3.13, cf. 1.68, X.An.5.6.1, IG22.204.66; εἴ τινος ἔτι π. τῇ συγκράσει Pl.Phlb.64b; προσδεῖν ἔφη πρὸς τὸν μισθόν that there was wanting something to make it up, Lys.19.22; τὸ ἐπίλοιπον, οὗ προσέδει εἰς τὰς εἴκοσι μνᾶς D.59.31: c. inf., οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι Pl.Smp.205a; distinguished from ἐνδεῖ, D.1.19.
II more freq. in Med. προσδέομαι, Dor. ποτιδεύομαι Theoc.5.63: fut. -δεήσομαι: aor. -εδεήθην:—to be in want of, stand in need of besides, τινος Th.1.102, 2.41, Lys.19.21, X.HG7.4.2; ἔτι ταῦτα μαντείας -δεῖται; Aeschin.1.76, cf. Pl.Phlb.63c, etc.: with neut. Adj., ἢν… τι προσδέωμαι if I be at all in want, X.Cyr.1.3.17: with inf. added, τοῦ ἱεροῦ προεστάναι οὐδὲν π. Id.HG7.4.35; desire much, τινος Id.An.5.9.24.
2 rarely impers., Pl.Demod.384b, Alc.2.138b, X.Ages.1.5, IG22.380.11.
3 beg or ask of another, τί τινος Hdt.6.35; οὐδὲν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο (i.e. οὐδὲν τούτων ἃ…) Id.8.144, cf. 3.75: rarely in this sense c. gen. rei, γυναικὸς οὐ προσδεόμεθά σευ τῆς ἐξέσιος Id.5.40: c. gen. pers. et inf., Id.1.36, 8.40; προσδέονται Ἀθηναίων συμπράττειν IG22.1.46: without gen., π. λύσαντας… ἀποπλέειν Hdt.6.41: abs., προσδεηθήσεται LXX Si.13.3 (s.v.l.).
4 permit, ὁ καιρὸς οὐδεμιᾶς ὑπερβολῆς προσδεῖται PPetr.2p.119 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 755] (s. δέω), dazu anbinden, zubinden; προσδέδεται Her. 6, 119; Sp., wie Luc. Asin. 38; Plut. Pericl. 28.
French (Bailly abrégé)
1lier ou attacher à : τί τινι, τι ἐπί τινι attacher une chose à une autre.
Étymologie: πρός, δέω¹.
2seul. prés. ind. 2ᵉ sg.
I. avoir encore besoin de, gén. ; d'ord. • impers. προσδεῖ, besoin est : τινί τινος besoin est à qqn de qch;
II. Moy. προσδέομαι (f. ποροσδεήσομαι, ao. προσεδεήθην, etc.);
1 avoir encore besoin : τινος de qch ; τινος εἴς τι d'une ch. en vue d'une autre ; τι avoir besoin de qqe autre ch;
2 demander ou solliciter encore : τινός τι ou τινός τινος qch de qqn ; τινος avec l'inf. : qqn de faire qch ; avec une prop. inf. : prier encore ou en outre que, etc.
III. Pass. • impers. προσδεῖται besoin est.
Étymologie: πρός, δέω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-δέω [πρός, 1. δέω] vastbinden:. πρὸς ὕπερον π. vastbinden aan een stamper Hp. Fract. 13; ἐπ’ ἄκρῳ μυρσίνην π. een mirtetak aan het eind (van een stok) vastbinden Hdt. 4.195.3.
προσ-δέω [πρός, 2. δέω] praes. contr.; Dor. med. ποτιδεύομαι act. verder nodig hebben, met gen.:; λύπης τι προσδεῖς; heb je nog meer verdriet nodig? Eur. HF 90; meestal onpers. προσδεῖ er is nog nodig, het ontbreekt nog aan, met gen. v. zaak en dat. v. pers.: διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει dan zou u als onwetenden nog informatie nodig hebben Thuc. 1.68.3; οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι het is verder niet meer nodig te vragen Plat. Smp. 205a. med. ook nog nodig hebben; met gen..; ὅτι οὐδὲν προσδέονται αὐτῶν ἔτι dat zij hen verder niet meer nodig hadden Thuc. 1.102.3; met acc. n..; ἢν δέ τι... προσδέωμαι als ik nog iets nodig heb Xen. Cyr. 1.3.17; met inf..; προεστάναι οὐδὲν προσδεῖσθαι dat het helemaal niet nodig was de leiding te hebben Xen. Hell. 7.4.35; onpers. er is nog nodig:. πολλῆς προμηθείας γε προσδεῖσθαι ὅπως... dat er nog grote voorzichtigheid nodig is om... Plat. Alc.2. 138b. vragen: met gen. v. pers. en acc. v. zaak; οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο wij zullen niets doen van wat hij ons vroeg (τῶν = τούτων τά (ἅ) de dingen die (attractie)) Hdt. 3.75.1; met gen. v. pers. en inf..; προσδεόμεθά σευ τὸν παῖδα... συμπέμψαι ἡμῖν wij vragen u uw zoon met ons mee te laten gaan Hdt. 1.36.2; met gen. v. pers. en gen. v. zaak. γυναικὸς... οὐ προσδεόμεθά σεο τῆς ἐξέσιος wij vragen niet van u dat u de vrouw wegstuurt Hdt. 5.40.
Russian (Dvoretsky)
προσδέω:
I δέω I] привязывать, прикреплять (τοὺς κρίκους τῶν ἱστίων Her.; τὸ ξόανον τῇ βάσει Diod.).
II преимущ. med. προσδέομαι δέω II]
1 еще нуждаться, иметь потребность: λύπης τί προσδεῖς; Eur. какого горя еще тебе нужно?; ἀκούσατε ὧν προσδεῖν δοκεῖ μοι Xen. послушайте, что еще, по-моему, нужно; ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν impers. Xen. у нас не хватает людей; διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει Thuc. надо бы поучиться тем, кто (этого) не знает; οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι Plat. не к чему больше спрашивать; ὀλίγα μὲν ἦλθον ἔχοντες χρήματα, πολλῶν δὲ προσεδεήθησαν Lys. они взяли с собой немного денег, а нужно было им еще много;
2 еще желать, стремиться (προσδεῖσθαι τῆς ἀρχῆς Xen.);
3 просить, требовать (τί τινος Her. etc., реже τινός τινος Her.): τὰ οἱ Δόλογκοι προσεδέοντο αὐτοῦ Her. то, о чем просили его долонки.
Greek (Liddell-Scott)
προσδέω: (Α), μέλλ. -δήσω, δένω πλησίον ἢ εἴς τι, τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ξόανον τῇ βάσει Διόδ. 17. 41· τι πρός τι Ἱππ. Ἀγμ. 760· ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄, ὁ αὐτ. ― Παθ., ἥμισυ ἀσκοῦ οἱ προσδέδεται Ἡρόδ. 6. 119· ἡδονῇ πρ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 7. 2) μετὰ μόνης αἰτ., δένω πρός τι, προσδένω, τοὺς κάλους Ἡρόδ. 2. 36· ἐπ’ ἄκρῳ μυρσίνην ὁ αὐτ. 4. 195.
Greek Monolingual
(I)
ΜΑ
δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δέω «δένω»].
(II)
Α
1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῖς ἢ φιλεῖς οὕτω φάος;», Ευρ.
β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν προσδέονται αὐτῶν ἔτι», Θουκ.)
2. ενεργ. είμαι ελλιπής ως προς κάτι
3. (συν. απρόσ. στην ενεργ. φωνή και σπαν. στη μέσ.) προσδεῖ, προσδεῖται
υπάρχει ακόμη ανάγκη κάποιου («ὑμῖν... ὑπομνήσεως μόνον, παρακλήσεως δ' οὐ προσδεῖ», Πολ.)
4. μέσ. προσδέομαι
α) επιθυμώ πολύ
β) ζητώ παρακλητικά κάτι από κάποιον («ὅτι οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῖνος ἡμέων προσεδέετο», Ηρόδ.)
γ) επιτρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δέω «στερούμαι, έχω έλλειψη»].
Greek Monotonic
προσδέω: (Α), μέλ. -δήσω, δένω πλησίον ή συνδέω, επισυνάπτω, σε Ηρόδ.
• προσδέω: (Β), μέλ. -δεήσω,
1. έχω ανάγκη επιπλέον, με γεν., σε Ευρ.
2. απρόσ., προσδεῖ, υπάρχει ακόμα έλλειψη από, με γεν. πράγμ., σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· με απαρ., ἔτι προσδεῖ ἐρέσθαι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
1 [δέω1] fut. -δήσω,
to bind on or to attach, Hdt.
2 [δέω2] fut. -δεήσω,
A. act.
1. to need besides, c. gen., Eur.
2. impers. προσδεῖ there is still need of, c. gen. rei, Thuc., Xen., etc.; c. inf., ἔτι προσδεῖ ἐρέσθαι Plat.
B. dep. προσ-δέομαι. doric ποτι-δεύομαι fut. -δεήσομαι aor. -εδεήθην
I. to be in want of, stand in need of, require besides, τινος Thuc., etc.; ἢν τι προσδέωμαι if I be at all in want, Xen.: c. inf. to desire also to do a thing, Xen.
2. rarely impers. = προσδεῖ, Xen.
II. to beg or ask of another, τί τινος Hdt.: —c. acc. pers. et inf. to intreat one to do, Hdt.; c. gen. pers. et inf. to beg of one to do, Hdt.