εὐκταῖος
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
α, ον, (εὔχομαι) Att. Adj. (used chiefly by Trag., cf. ἀραῖος):
1 of prayer or for prayer, votive, Ἄιδου… εὐκταίαν χάριν A.Ag. 1387; τρίτην Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λίβα Id.Fr.55; εὐχαί Ar.Av. 1060; ἐπῳδαί Pl.Lg.906b; εὐ. [νύμφα] devoted, E.IT213 (lyr.); πανηγύρεις εὐκταῖαι, Lat. ludi votivi, D.C.58.12: εὐκταῖα, τά, votive offerings, vows, prayers, A.Supp.631 (lyr.), S.Tr.239.
2 epithet of gods, invoked in special prayer or invoked by special prayer, πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινύν, πατρόθεν εὐκταία φάτις, of the curse invoked by Oedipus, A.Th.723, 841 (both lyr.); Θέμις εὐκταία E.Med.169 (anap.); τοῖσι δυστυχοῦσιν εὐκταία θεός Id.Or.214.
3 generally, prayed for, desired, ἠώς, λιμένες, AP6.242 (Crin.), 9.41 (Theon); γάμος γὰρ… εὐκταῖον κακόν Men.Mon.102, cf. Epicur.Sent.Vat.35; desirable, f.l. for εὐκτέον in Pl.Lg.687e: Sup., τήβεννος (of the latus clavus), AJA18.323 (Sardes, i B.C.); ἴασις Gal. 7.738, cf. Luc.Tyr.17. Adv. εὐκταίως = with vows of good augury, by acclamations, εὐκταίως ἔχειν Sch.Pi.P.5.159; εὐκταίως δέχεσθαί τινα J.BJ7.2.1.
German (Pape)
[Seite 1076] gewünscht, wünschenswert, und gesluchtsluchenswert; πατρόθεν εὐκταία φάτις, des Vaters Fluch, Aesch. Spt. 823, wie πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινύν 705; Ἅιδου εὐκταία χάρις Ag. 1360, erflehte Gunst; εὐκταῖα, Wünsche, Gelübde, Aesch. Suppl. 626, wie Soph. Tr. 238; ἐπιβοᾶται Θέμιν εὐκταίαν Eur. Med. 169, wie τοῖς δυστυχοῦσιν εὐκταία θεός (Λήθη), angefleht, u. so auch sp. D.; νύμφα, geweiht, gelobt, Eur. I. T. 213; πανηγύρεις, ludi votivi der Römer, D. Hal. u. A. – Übh. wünschenswert, bei Plat. Legg. III, 687 e, v.l. für εὐκτέον; häufig bei Plut. u. Luc., ὅπερ εὐκταιότατον αὐτῷ Tyrann. 17. – Auch akt., wünschend, betend, Aesch. frg. 46; εὐχαί, flehende Bitten, Ar. Av. 1060; ἐπῳδαί Plat. Legg. X, 906 b. – Adv. εὐκταίως, Schol. Pind. P. 5, 155; K. S.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. 1 souhaitable, désirable;
2 consacré ou offert par un vœu, votif ; τὰ εὐκταῖα vœux, offrandes pour un vœu, ex-voto;
3 appelé ou invoqué par des vœux ; qui veille sur la sainteté des vœux (Thémis);
II. qui forme un vœu, qui adresse une prière, votif ; en mauv. part εὐκταία φάτις ESCHL parole d'imprécation;
Sp. εὐκταιότατος.
Étymologie: εὐκτός.
Russian (Dvoretsky)
εὐκταῖος:
1 желательный, желанный, вожделенный (τὸ καθόλου ἀγαθόν Plut.; ἠώς, λιμήν Anth.; οὐ τοῦτο εὐκταῖον Plat.);
2 культ. торжественно провозглашенный (по обету), сопровождаемый обетами (εὐχαί Arph.): εὐκταία χάρις Aesch. исполнение заветного желания; πατρόθεν εὐκταία φάτις Aesch. отцовское проклятие;
3 призываемый в молитвах (θεός, Θέμις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκταῖος: -α, -ον, (εὔχομαι) Ἀττ. - Ἐπίρρ. (ἐν χρήσει μάλιστα παρὰ Τραγ., πρβλ. ἀραῖος): 1) ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς εὐχήν, ἀναθηματικός, Ἅιδου... εὐκταίαν χάριν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1387· τρίτην Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λίβα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· εὐχαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1060· ἐπῳδαὶ Πλάτ. Νόμ. 906Β· εὐκτ. νύμφα, ἀφωσιωμένη, καθιερωμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 213· πανηγύρεις εὐκτ., Λατ. ludi votivi, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κ.: - εὐκταῖα, τά, ἀφιερώματα προσφερόμενα συμφώνως πρὸς γινομένην εὐχὴν («τάξιμον»), εὐχαί, προσευχαί, Αἰσχύλ. Ἱκ. 631, Σοφ. Τρ. 239. 2) ἐπίθ. τῶν θεῶν, οὓς ἐπικαλεῖταί τις ἰδίως, πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινύν, «ἣν ἐπηύξατο Οἰδίπους τελέσας τὰς ἀρὰς» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 724· πατρόθεν εὐκταία φάτις αὐτόθι 841· Θέμις εὐκταία Εὐρ. Μήδ. 169· τοῖσιν δυστυχοῦσιν εὐκταῖα θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 214. 3) καθόλου, ὃν ἐπιθυμεῖ τις, ἠώς, λιμὴν Ἀνθ. Πλ. 6. 203., 9. 41· γάμος γὰρ... εὐκταῖον κακὸν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 102· ἐπιθυμητός, Πλάτ. Νομ. 687Ε (διάφ. γραφ. εὐκτέον), Λουκ. Τύρανν. 17. ― Ἐπίρρ. εὐκταίως, κατ᾿ εὐχήν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 5. 155.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ εὐκταῖος, -α, ον)
1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῖον κακόν», Μέν.)
2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου... εὐκταίαν χάριν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε ευχή, αυτός που γίνεται για ευχή («εὐκταῖαι ἐπῳδαί», Πλάτ.)
2. (για λατρεία) αφιερωμένος, καθιερωμένος
3. αυτός που τελείται κατ' ευχήν («πανηγύρεις εὐκταῖαι», Δίων Κάσσ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐκταῖα
α) τα αναθήματα, τα αφιερώματα, τα «ταξίματα»
β) οι ευχές, οι δεήσεις
5. (ως επίθετο θεών) αυτός τον οποίο επικαλείται κάποιος («Θέμις εὐκταία», Ευρ.).
επίρρ...
εὐκταίως (ΑΜ)
με τρόπο ευκταίο, κατ' ευχήν («εὐκταίως δέχεσθαί τινα», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκτός (< εύχομαι) + κατάλ. -αιος (πρβλ. -φευκτός > φευκταίος)].
Greek Monotonic
εὐκταῖος: -α, -ον (εὔχομαι),·
1. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει σε προσευχή, αναθηματικός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· αφοσιωμένος, σε Ευρ.· εὐκταῖα, τά, αναθηματικές προσφορές, αφιερώματα, τάματα, προσευχές, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. λέγεται για τους θεούς, αυτούς που επικαλείται κάποιος μέσω προσευχής, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. επιθυμητός, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐκταῖος, η, ον εὔχομαι
1. of or for prayer, votive, Aesch., Ar.: devoted, Eur.:— εὐκταῖα, τά, votive offerings, vows, prayers, Aesch., Soph.
2. of gods, invoked by prayer, Aesch., Eur.
3. prayed for, Anth.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ποθητός). Ἀπό το εὔχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
votive
Bulgarian: в изпълнение на обет; Czech: slíbený, votivní; Dutch: votief, een gelofte voorstellend, geschonken wegens een gelofte; Finnish: votiivi-; French: votif; Georgian: დაპირებისამებრი; Ancient Greek: ἀναθέσιμος, ἀναθεματικός, εὐκταῖος; Hungarian: fogadalmi; Italian: votivo; Malayalam: നേർച്ച; Polish: wotywny; Russian: клятвенный; Spanish: votivo