ὑβριστής

From LSJ
Revision as of 06:36, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβριστής Medium diacritics: ὑβριστής Low diacritics: υβριστής Capitals: ΥΒΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hybristḗs Transliteration B: hybristēs Transliteration C: yvristis Beta Code: u(bristh/s

English (LSJ)

ὑβριστοῦ, ὁ,
A violent, wanton, licentious, insolent man, ὑβριστῇσι.. τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.633; ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι ἠὲ φιλόξεινοι Od.6.120,9.175, 13.201; of the suitors (cf. ὕβρις 1.1), ὑβρισταὶ καὶ ἀτάσθαλοι 24.282; στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων Thgn.775; Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑβρισταί Hdt.1.89; ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταί Id.2.32; στρατὸν θηρῶν ὑβριστήν, of the Centaurs, S.Tr.1096: also in Prose, And.4.14, Lys.24.15, Ep.Rom.1.30, etc.; in a milder sense, sarcastic, Pl.Prt. 355c.
2 esp., opp. σώφρων, lustful, lewd, Ar.Nu.1068 (anap.), X.Cyr.3.1.21, etc.; ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑβριστής Aeschin.1.17; ὑβριστὴς πενίης insolent towards... AP9.172b (Pall.).
3 of animals, wanton, restive, unruly, ταῦροι E.Ba. 743; ἵπποι X.Cyr.7.5.62, cf. Pl.Phdr.254c.
4 of natural forces, ὑβριστὴς Τυφάων Hes.Th.307; Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον A.Pr. 717.
5 of things, ὑβριστὴς οἶνος διὰ νεότητα Ael.Ep.8; μέλι Ἀττικὸν ποιεῖ ὑβριστὴν [τὸν πλακοῦντα] makes it proud, Archestr.Fr.62.18; νάρθηκας ὑβριστής, of the Bacchae, E.Ba.113 (lyr.).—Cf. ὕβριστος fin.

German (Pape)

[Seite 1169] ὁ, der Gewalttätige, Übermütige, Frevelhafte; Hom. bezeichnet die Troer Il. 13, 633 als ὑβρισταί, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι, u. vrbdt ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἠὲ φιλόξεινοι, Od. 6, 120. 9, 175; καὶ ἀτάσθαλοι ἄνδρες, 24, 282; auch ἄνεμος ὑβριστής, Hes. Th. 307; Aesch. Suppl. 30; μὴ ἐν θανοῦσιν ὑβριστὴς γένῃ, Soph. Ai. 107 1; Eur. öfter, Ar. u. in Prosa. – Übh. der Ausgelassene, Unbändige, Her. 1, 89. 7, 32; auch von den Tieren, ταῦρος, ἵππος, Eur. Bacch. 743, Xen. Cyr. 7, 5, 62, Plat. Phaedr. 254 e; καὶ ἄδικοι, Legg. I, 630 b; Gegensatz von σώφρων, der über das rechte Maaß, bes. in der Befriedigung seiner Leidenschaften hinausgeht, Ar. Nubb. 1068; ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑβριστής, Aesch. 1, 17; vgl. noch Xen. Cyr. 6, 1, 45 u. Lys. 24, 15 ff. S. auch ὑβριστός.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
violent, fougueux, impétueux, emporté;
NT: arrogant, insolent.
Étymologie: ὑβρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑβριστής: οῦ adj. m
1 разнузданный, наглый, дерзкий (ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι Hom.; ὑ. καὶ βίαιος Lys.): ὑ. εἴς τινα Aeschin. и ὑ. τινος Anth. дерзостный по отношению к кому-л.;
2 буйный, строптивый, горячий (ταῦροι Eur.; ἵππος Xen.);
3 бурливый, стремительный, бешеный (ἄνεμος Hes.; ποταμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑβριστής: -οῦ, ὁ, (ὑβρίζω) ἄνθρωπος βίαιος, θρασύς, αὐθάδης, ἀναιδής, ὑβρισταί... τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Ἰλ. Ν. 633· ἐπὶ τῶν μνηστήρων (πρβλ. ὕβρις), ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι ἠὲ φιλόξεινοι Ὀδ. Ζ. 120, Ι. 175, Ν. 201· ὑβρ. καὶ ἀτάσθαλοι Ω. 281· στρατὸν ὑβριστὴν Μήηδων Θέογν. 775· Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑβρ. Ἡρόδ. 1. 89· ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταὶ ὁ αὐτ. 2. 32· στρατὸν θηρῶν ὑβριστήν, ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1096, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 41, Λυσί. 169. 32, κτλ. 2) μάλιστα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σώφρων, ἀκόλαστος, ἀσελγής, Ἀριστοφ. Νεφ. 1068, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 21, κλπ.· ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑβρ. Αἰσχίν. 3. 24· ὑβρ. πενίης, αὐθάδης πρός..., Ἀνθ. Π. 9. 172. 3) ἐπὶ ζῴων, ὁρμητικός, ἀτίθασος, ἀκατάσχετος, ταῦροι Εὐρ. Βάκχ. 743· ἵππος Ξεν. Κύρ. 7. 5, 62, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 254C. 4) ἐπὶ φυσικῶν δυνάμεων, ὑβριστὴς ἄνεμος Ἡσ. Θεογ. 307· ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον Αἰσχύλ. Προμ. 723, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 189. 5) ἐπὶ πραγμάτων, οἶνος ὑβρ. διὰ τὴν νεότητα, μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Αἰλ. Ἐπιστ.· μέλι Ἀττικὸν ποιεῖ ὑβρ. [τὸν πλακοῦντα], καθιστᾷ αὐτὸν ἔξοχον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 101Ε· νάρθηκας ὑβρ., ἐπὶ τῶν Βακχευόντων, Εὐρ. Βάκχ. 113. - Πρβλ. ὕβριστος ἐν τέλει.

English (Autenrieth)

overbearing, insolent, wantonly violent person. (Od. and Il. 13.633.)

English (Strong)

from ὑβρίζω; an insulter, i.e. maltreater: despiteful, injurious.

English (Thayer)

ὑβριστοῦ, ὁ (ὑβρίζω), from Homer down, "an insolent Prayer of Manasseh, 'one who, uplifted with pride, either heaps insulting language upon others or does them some shameful act of wrong'" (Fritzsche, Ep. ad Romans, i., p. 86; (cf. Trench, Synonyms, § xxix.; Schmidt, chapter 177; Cope on Aristotle, rhet. 2,2, 5 (see ὕβρις))): 1 Timothy 1:13.

Greek Monolingual

ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, -ίστιδος, Α ὑβρίζω
νεοελλ.
πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος
μσν.-αρχ.
θρασύς, αναιδής ή βίαιος
αρχ.
1. ακόλαστος, ασελγής
2. (για ζώο) ατίθασος
3. (για φυσικά φαινόμενα) σφοδρός
4. σαρκαστικός, δηκτικός
5. το θηλ. (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.

Greek Monotonic

ὑβριστής: -οῦ, ὁ (ὑβρίζω),
1. βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, αυθάδης, αναιδής, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. αντίθ. προς το σώφρων, ακόλαστος, ασελγής, σε Αριστοφ., Ξεν.
3. λέγεται για ζώα, ορμητικός, ατίθασος, αχαλίνωτος, ανυπότακτος, σε Ευρ., Ξεν.
4. λέγεται για φυσικές δυνάμεις, ὑβριστὴς ἄνεμος, σε Ησίοδ.· ὑβριστὴς ποταμός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑβριστής, οῦ, ὁ, ὑβρίζω
1. a violent, overbearing person, a wanton, insolent man, Hom., Hdt., Attic
2. opp. to σώφρων, lustful, lewd, Ar., Xen.
3. of animals, wanton, restive, unruly, Eur., Xen.
4. of natural forces, ὑβριστὴς ἄνεμος Hes.; ὑβριστὴς ποταμός Aesch.

Chinese

原文音譯:Øbrist»j 虛不里士帖士
詞類次數:形容詞 名詞(2)
原文字根:迫害(者)
字義溯源:侮慢人的,殘忍的,粗野的,兇暴的人,侮慢者;源自(ὑβρίζω)=辱罵),而 (ὑβρίζω)出自(ὕβρις)=淩辱,侮辱), (ὕβρις)又出自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(2);羅(1);提前(1)
譯字彙編
1) 侮慢者(1) 提前1:13;
2) 侮慢人的(1) 羅1:30

English (Woodhouse)

insolent, restive, wanton, impudent impostor, insolent man, roué

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)