ἀργία

From LSJ
Revision as of 12:34, 5 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἀκηδία, ἀμεριμνία" to "ἀκηδία, [ἀκηδίη]], ἀκήδεια, ἀμεριμνία")

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργία Medium diacritics: ἀργία Low diacritics: αργία Capitals: ΑΡΓΙΑ
Transliteration A: argía Transliteration B: argia Transliteration C: argia Beta Code: a)rgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A = ἀεργία, want of employment, πεσσοὺς κύβους τε, τερπνὸν ἀργίας ἄκος S.Fr.479.4; νεύρων καὶ ἄρθρων Hp.Mochl.23; τοῦ καλοῦ Hierocl.in CA19p.461M.; ψυχῆς ἀργίη Democr.212; idleness, laziness, E.HF592; νόμος περὶ τῆς ἀργίας against those who would not work, D.57.32; γραφὴ ἀργίας AB310, cf. Plu.Sol.17,31: in plural, Isoc. 7.44.
b quietism, E.Med.296.
2 in good sense, rest, leisure, τῶν οἰκείων ἔργων from... Pl.Lg.761a (pl.), LXX Wi.13.13, etc.
3 in plural, holidays, Arr.Epict.4.8.33, = feriae or justitium, App.BC1.56, PPetr.3: sg., of the Sabbath, LXX Is.1.14.
4 lapse of cultivation, Thphr. CP 4.5.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. jón. poét. ἀεργίη Od.24.251, Hes.Op.311; -είη Orph.Fr.286.75
1 inactividad, holgazanería, desocupación οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ' οὔ σε κομίζει Od.l.c., ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.l.c., τὰ δ' ἐν δόμοις δαπάναισι φροῦδα διαφύγονθ' ὑπ' ἀργίας E.HF 592, ἡ τῶν σωμάτων ἕξις οὐχ ὑπὸ ... ἀργίας διόλλυται Pl.Tht.153b, δι' ἀργίαν Pl.Sph.232b, τὰς ἀπορίας μὲν διὰ τὰς ἀργίας γιγνομένας Isoc.7.44, (γυνή) ἀργίην φιλέουσα Perict.p.143, φεύγειν ἀργίαν Plu.2.12d, τὰ στρατεύματα ὑπὸ ἀργίας ἐκλυόμενα D.C.76.11.1, cf. E.Hipp.381, Med.296, X.Mem.2.1.16, 2.6.1, Oec.1.19, Plb.29.5.2
νόμος περὶ τῆς ἀργίας ley contra el desempleo D.57.32, cf. Thphr.Fr.99, Plu.2.221c, Sol.17, Poll.8.42, AB 310
c. gen. subjet. inacción, inactividad ψυχῆς Democr.B 212, Arist.EN 1102b7, τῆς διανοίας Pl.Phdr.259a, τῶν σωμάτων Arist.Pol.1336a27, τῶν νεύρων καὶ ἄρθρων Hp.Mochl.23, τοῦ κώλου Aret.SD 1.15.4, χειρῶν LXX Ec.10.18, δώσεις ... λόγον τῆς σεαυτοῦ ἀργίας darás cuenta de tu holgazanería Basil.Ep.55.34.
2 ocio, descanso, interrupción del trabajo πεσσοὺς κύβους τε, τερπνὸν ἀργίας ἄκος; S.Fr.479, ἀργίας καὶ ῥαθυμίας D.61.37, cf. Plb.3.81.4, ἀργίαν καὶ τὴν ἀμέλειαν X.Mem.2.7.7, cf. Orph.l.c., Aristid.Quint.3.7, ἀργίας καὶ μαλακίας PIu.2.23f, ἀργίαν καὶ τρυφήν Philostr.VS 482, cf. Aristid.Quint.64.28, PSI 371.13 (III a.C.), PPetr.3.40.5.12 (III a.C.), Zach.Mit.Opif.M.85.1085A, PLond.1708.120 (VI d.C.)
c. gen. subjet. ἐν ἐπιμελείᾳ ἀργίας αὐτοῦ para ocupación de su ocio LXX Sap.13.13
c. gen. obj. abstención τῶν οἰκείων ἔργων Pl.Lg.761a, παντὸς χρήματος I.AI 18.319, τοῦ καλοῦ Hierocl.in CA 19.6, τῆς πονηρίας Basil.M.31.436B.
3 vacación, día festivo ἐπιζητοῦντα ... ὡς τὰ παιδία τὸν τρυγητὸν ἢ τὰς ἀργίας Arr.Epict.4.8.33, προύγραψαν ἡμερῶν ἀργίας πολλῶν App.BC 1.55, cf. 56, ἀργίαν αὐτοῖς δός Hierocl.Facet.47, ref. al descanso sabatino νηστείαν καὶ ἀργίαν ... καὶ τὰς ἑορτάς LXX Is.1.14, cf. I.AI.3.254, Cyr.Al.M.73.672B.
4 falta de cultivo de plantas διὰ ... ἀργίαν ἡ ἀπαγρίωσις Thphr.CP 4.5.6, cf. 5.7.1
de la tierra improductividad τὴν χώραν ... ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι ... ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ Orác. en Aeschin.3.108, cf. Plu.2.158d, c. gen. subjet. διὰ τὴν ἀργίαν τῆς χώρας Thphr.Fr.174.3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
oisiveté, repos ; en mauv. part inertie, paresse.
Étymologie: ἀργός².

German (Pape)

ἡ, = ἀεργία, Untätigkeit, Trägheit, Eur. Med. 296 und öfter; mit μαλακία vrbdn Plat. Rep. III.398e; ἡσυχία Theaet. 153b und sonst; δίκη ἀργίας Plut. Lyc. 24 bezieht sich auf νόμος ἀργίας Dem. 57.32.

Russian (Dvoretsky)

ἀργία:
1 бездействие, праздность, лень, Eur., Xen., Plat., Isocr., Dem., Arst., Plut.;
2 досуг, отдых Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργία: ἡ, = ἀεργία, ἔλλειψις ἐργασίας ἢ χρήσεως, ἀχρηστία, Σοφ. Ἀποσπ. 380, Ἱππ. Μοχλ. 854· ἀπραξία, ἀπραγμοσύνη, χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας Εὐρ. Μήδ. 297, Ἡρ. Μ. 592· νόμος ἀργίας, κατὰ τῶν φυγοπόνων, ἀργίας νόμος, ᾧ ἔνοχοι οἱ μὴ ἐργαζόμενοι Δημ. 1308. 19· γραφὴ ἀργίας Ἀριστ. Ἀποσπ. 381, πρβλ. Πλουτ. Σόλ. 17. 31· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 148D. 2) ἐπὶ καλῆς σημ., ἀνάπαυσις, σχολή, τῶν οἰκείων ἔργων Πλάτ. Νόμ. 761A· 3) κατὰ πληθ. πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Λατ. feriae, ἑορτάσιμοι ἡμέραι, διακοπαί, κτλ., ὡς τὰ παιδία τὸν τρυγητὸν ἢ τὰς ἀργίας, «τουτέστι τὰς τῶν μαθητῶν συνήθεις διακοπὰς» (σημ. Κοραῆ), Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 8, 33, Ἀππ. Ἐμφ. 1. 56.

Greek Monolingual

η (AM ἀργία) [[[αργός]] (II)]
1. παύση, ανάπαυση
2. τιμωρία, ιερωμένου με απαγόρευση να ιερουργεί
νεοελλ.
ημέρα αργίας, εορτάσιμη ημέρα, εορτή
αρχ.
1. το να μην εργάζεται κάποιος, έλλειψη εργασίας, απραξία (γνωμ., «ἀργία μήτηρ πάσης κακίας»)
2. οκνηρία, φυγοπονία
3. πληθ. αργίαι
εορτάσιμες ημέρες, διακοπές.

Greek Monotonic

ἀργία: ἡ, = ἀεργία·
1. αδράνεια, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία, σε Ευρ., Δημ.
2. με θετική σημασία, ανάπαυση, αναψυχή, ανάπαυλα· ἔργων, από τη δουλειά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

= ἀεργία
1. idleness, laziness, Eur., Dem.
2. in good sense, rest, leisure, ἔργων from work, Plat.

English (Woodhouse)

idleness, indolence, laziness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

laziness

Arabic: كَسَل; Egyptian Arabic: كسل; Armenian: ծուլություն; Aromanian: leani; Assamese: এলাহ; Bashkir: ялҡаулыҡ; Belarusian: лянота, гультайства; Bikol Central: kahugakan; Bulgarian: мързел, безделие; Catalan: peresa, mandra, accídia; Cebuano: tapol, katapol; Chichewa: ulesi; Chinese Mandarin: 惰性, 懒惰; Chukchi: ӄытԓиӄыԓ; Czech: lenost; Danish: dovenskab; Dutch: luiheid; Estonian: laiskus; Ewe: kuviawɔwɔ; Faroese: leti; Finnish: laiskuus; French: paresse, flemme; Galician: galloufa, nugalla, taina, cuxota, mandría, apaxo, doquería, larchaneiría, lacazaneiría; German: Faulheit, Trägheit; Greek: τεμπελιά; Ancient Greek: ἀκηδία, [ἀκηδίη]], ἀκήδεια, ἀμεριμνία, ἀπονία, ἀργία, ἀτονία, ἀφιλεργία, βλακεία, ἐπισυρμός, νώθεια, νωχελία, νωχελίη, ὀκνηρία, ὀλιγοπονία, ῥᾳδιουργία, ῥαθυμία, ῥᾳθυμία, ῥᾳθυμίη, σχολαιότης, χαλιφροσύνη; Gujarati: આળસ or; Haitian Creole: parès; Hebrew: עצלות; Hungarian: lustaság; Icelandic: leti; Ilocano: sadut; Indonesian: kemalasan; Irish: drogall; Italian: pigrizia; Japanese: 無精; Khmer: ការខ្ជិល; Korean: 게으름; Latin: pigritia; Macedonian: мрза; Maori: māngeretanga; Navajo: iłhóyééʼ; Northern Mansi: сав; Old English: slǣwþ; Pangasinan: ngiras; Polish: lenistwo; Portuguese: preguiça; Quechua: qilla; Romanian: lene; Russian: лень; Scottish Gaelic: leisg; Slovak: lenivosť; Spanish: pereza, desidia, fiaca, flojera, desgana; Swahili: uzembe; Swedish: lättja, lathet; Tagalog: katamaran, kamaymayan; Telugu: సోమరితనము; Thai: ความขี้เกียจ; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: tembellik; Ukrainian: лінощі, лінь; Umbundu: epepe; Vietnamese: sự lười biếng; Welsh: diogi