κραυγή

From LSJ
Revision as of 14:29, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγή Medium diacritics: κραυγή Low diacritics: κραυγή Capitals: ΚΡΑΥΓΗ
Transliteration A: kraugḗ Transliteration B: kraugē Transliteration C: kravgi Beta Code: kraugh/

English (LSJ)

ἡ, crying, screaming, shouting, τίς ἥδε κ.; Telecl.35; κραυγὴν θεῖναι, στῆσαι, E.Or.1510, 1529; ποιεῖν X.Cyr.3.1.4; κραυγῇ χρῆσθαι Th.2.4; κ. γίγνεται Lys.13.71; rarely of a shout of joy, PPetr.3p.334 (iii B. C.), Ev.Luc.1.42: in plural, Aeschin.1.34, Vett.Val.2.35; κραυγὴ Καλλιόπης, as an instance of bad taste, cited from.Dionys.Eleg. (7) by Arist.Rh.1405a33.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cri : κραυγὴν ποιεῖν XÉN pousser un cri ; clameur.
Étymologie: R. Κραγ, crier ; cf. κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραυγή -ῆς, ἡ schreeuw, gegil.

German (Pape)

ἡ (vgl. κράζω), das Geschrei; κραυγὴν ἔθηκας, στῆσαι, Eur. Or. 150, 1529; ποιεῖν, schreien, Xen. Cyr. 3.1.2; κραυγὴν καὶ θόρυβον ἐποίουν Dem. 54.5; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κραυγή: дор. κραυγάкрик Dem. etc.: κραυγὴν ποιεῖν Xen., στῆσαι или τιθέναι Eur. поднимать крик.

English (Strong)

from κράζω; an outcry (in notification, tumult or grief): clamour, cry(-ing).

English (Thayer)

κραυγῆς, ἡ (cf. κραζο; on its classical use see Schmidt, Syn. i., chapter 3 § 4; from Euripides down). The Sept. for זְעָקָה, צְעָקָה, שַׁוְעָה, תְּרוּעָה, etc.; a crying, outcry, clamor: T WH Tr text; R G in Revelation 21:4.

Greek Monolingual

η (AM κραυγή)
1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ.
γ. «ζητεῖν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους ἀπελαύνειν ἀπὸ τοῦ βήματος ταῖς κραυγαῖς», Αισχίν.)
2. (για σκύλο) γάβγισμα
3. (για κόρακα) κρωγμός
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) παιδική ασθένεια
2. φρ. α. «κραυγὴ Καλλιόπης» — λέγεται ως παράδειγμα ακαλαισθησίας
β. «κραυγὴν τίθημι» ή «κραυγὴν ἵστημι» ή «κραυγὴν ποιῶ» ή «κραυγῆ χρῶμαι» — κραυγάζω, βάζω τις φωνές, βγάζω κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο σχηματισμός της λ. οφείλεται σε ονοματοποιία, οπότε ανάγεται πιθ. σε παρεκτεταμένο τ. kraug- (< ΙΕ ρίζα ker- «ηχομίμηση βραχνών κραυγών πτηνών») και συνδέεται με κόραξ, κορώνη, κράζω και με λ. γερμανικές και βαλτοσλαβικές, πρβλ. αρχ. νορβ. hraukr «κραυγός», γοτθ. hrūk «φωνή του κόκορα», λιθουαν. kraukiu «κρώζω», ρωσ. kruk «κόρακας», αρχ. ινδ. krośati «κραυγάζω». Το θέμα της λ. κραυγ- εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κραῡγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι.
ΠΑΡ. κραυγάζω
αρχ.
κραύγαζος, κραυγανώμαι, κραυγάρης, κραυγίας, κραυγός, κραυγόν
αρχ.-μσν.
κραύγασος
μσν.
κραυγμός].

Greek Monotonic

κραυγή: ἡ (κράζω), κραυγή, φωνή, τσίριγμα, ουρλιαχτό, Λατ. clamor, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγή: ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, κράζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν, Λατ. clamor, τίς ἥδε κραυγή; Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· κραυγὴν στῆσαι, θεῖναι Εὐρ. Ὀρ. 1510, 1529· ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 4· κ. γίγνεται Λυσ. 136. 24· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχίν. 5. 27· κραυγὴ Καλλιόπης (ἀντὶ ποίησις) ὡς παράδειγμα ἐλλείψεως καλαισθησίας, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διονυσ. τοῦ Χαλκοῦ ὑπὸ Ἀριστ. ἐν τῇ Ρητ. 3. 2, 11.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cry, loud crying (Att.).
Derivatives: κραυγίας ἵππος, ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόφου ταρασσόμενος H. and κραυγός δρυοκολάπτου εἶδος H. Denomin. κραυγάζω cry, crack (unknown poet ap. Pl. R. 607b, D., hell.) with κραυγασμός crying (Diph.), -αστής cryer (AB), -άστρια f. (H.), -αστικός crying (Procl., sch.). Also κραύγασος cryer (Gloss.; Schwyzer 516, Chantraine Formation 435) with Κραυγασίδης (Batr.), κραύγαζος (Ptol.). - Other formation κραυγανάομαι in κραυγανώμενον (Hdt. 1, 111; v.l. -γόμενον; cf. Schwyzer 770); uncertain sch. Call. Aet. Fr. 1, 20. - Further the PN Κραῦγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι (Bechtel Hist. Personennamen 496).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [571] *krau-k- cry
Etymology: With κραυγ-ή, which as nomen actionis could point to a primary verb, agree in Germanic and Balto-Slavic several forms. With κραυγός OWNo. hraukr searaven could be directly equated (Fick KZ 43, 144; rejected by Falk-Torp Wb. s. raage II). Besides with ablauting ū Goth. hrūk acc. sg. crowing and hrūkjan to crow (would be Gr. *κρυγέω; [not to κορύγης κῆρυξ. Δωριεῖς H.; s.v. κῆρυξ]; Fick l.c.). Final tenuis is seen in Lith. kraukiù, kraũkti screech, Slav., e.g. Russ. kruk raven (IE *krauk-os). Note further, with palatal final, Skt. króśati = Av. xraosaiti screem, cry. - As in comparable κράζω, κρώζω, κραυγή is based on an old soundimitation. Pok. 571, Vasmer Russ. et. Wb. s. kruk, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. hruk, W.-Hofmann s. cornīx.

Middle Liddell

κραυγή, ἡ, κράζω
a crying, screaming, shrieking, shouting, Lat. clamor, Eur., Xen.

Frisk Etymology German

κραυγή: {kraugḗ}
Grammar: f.
Meaning: Geschrei, lautes Rufen (att. usw.).
Derivative: Davon κραυγίας· ἵππος, ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόφου ταρασσόμενος H. und κραυγός· δρυοκολάπτου εἶδος H. Denominativum κραυγάζω schreien, krächzen, kreischen (unbek. Dichter bei Pl. R. 607b, D., hell. u. sp.) mit κραυγασμός Geschrei (Diph.), *αστής Schreier (AB), -άστρια f. (H.), -αστικός schreiend (Prokl., Sch.). Auch κραύγασος Schreier (Gloss.; Schwyzer 516, Chantraine Formation 435) mit Κραυγασίδης (Batr.), κραύγαζος (Ptol.). — Andere Bildung κραυγανάομαι in κραυγανώμενον (Hdt. 1, 111; v.l. -γόμενον; vgl. Schwyzer 770); unsicher Sch. Kall. Aet. Fr. 1, 20. — Dazu die PN Κραῦγις, Κραυξίδας, Κραυγαλίδαι (Bechtel Hist. Personennamen 496).
Etymology: Zu κραυγή, das als Nomen actionis ein verschollenes primäres Verb voraussetzt, bieten sich aus dem Germanischen und Baltoslavischen mehrere Verwandte. Mit κραυγός könnte awno. hraukr Seerabe sogar direkt gleichgesetzt werden (Fick KZ 43, 144; von Falk-Torp Wb. s. raage II abgelehnt). Daneben mit ablautendem ū got. hrūk Akk. sg. das Krähen und hrūkjan krähen (wäre gr. *κρυγέω; in κορύγης· κῆρυξ. Δωριεῖς H. enthalten?; Fick a.a.O.). Auslautende Tenuis liegt vor u. a. in lit. kraukiù, kraũkti krächzen, slav., z.B. russ. kruk Rabe (idg. *qrauqos). Zu bemerken außerdem, mit palatalem Auslaut, aind. króśati = aw. xraosaiti kreischen, schreien. — Wie in den sinnverwandten κράζω, κρώζω liegt auch in κραυγή eine alte Lautnachahmung vor. WP. 1, 417, Pok. 571, Vasmer Russ. et. Wb. s. kruk, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. hruk, W.-Hofmann s. cornīx; überall mit weiteren Formen und Lit.
Page 2,10-11

Chinese

原文音譯:kraug» 克老給
詞類次數:名詞(6)
原文字根:呼喊
字義溯源:喧嚷,呼喊,喊著說,嚷鬧,哭號,哀哭,聲;源自(κράζω)*=哇哇叫)
出現次數:總共(6);太(1);路(1);徒(1);弗(1);來(1);啓(1)
譯字彙編
1) 哀哭(1) 來5:7;
2) 哭號(1) 啓21:4;
3) 嚷鬧(1) 弗4:31;
4) 喧嚷(1) 徒23:9;
5) 聲(1) 路1:42;
6) 喊著說(1) 太25:6

English (Woodhouse)

outcry, shout

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἠχοποιημένο ρῆμα κράζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

clamor, shout, outcry, 2.4.2, 7.44.4, 7.71.5.