ἀνανταγώνιστος
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἀνανταγώνιστον,
A without a struggle, Th.4.92; ἀνανταγώνιστος εὔνοια unchallenged, i.e. unalloyed goodwill, Id.2.45; ἀνανταγώνιστον γέρας ἔλαχεν without having to strive for it, Ph. 1.646. Adv. ἀνανταγωνίστως = without contest Plu.2.1128b.
II irresistible, Ph.1.454, al., Plu.Phoc.14; ἐρώτημα Polem.Call.50.
III without a rival, incomparable, Ph.2.6, al.
Spanish (DGE)
-ον
I al que nadie se enfrenta ἀνανταγώνιστοι ... οὐκ ἀπίασιν no se marcharán sin que se les presente batalla Th.4.92
•no disputado γέρας Ph.1.646.
II 1indiscutible, sin rival εὔνοια Th.2.45
•incomparable ἀρετή Ph.2.6.
2 irresistible σθένος Plb.Fr.44, ἄμαχος ... καὶ ἀνανταγώνιστος Plu.Phoc.14, ἐρώτημα Polem.Call.50, δύναμις D.C.40.13, ἐρύματα Procop.Aed.6.7.10, ἰσχύς Sud.s.u. Ἀντίπατρος.
III adv. ἀνανταγωνίστως = indiscutiblemente ἵνα τυγχάνωσιν αὐτῆς (δόξης) ἀ. Plu.2.1128b.
German (Pape)
[Seite 199] ohne Gegner, εὔνοια, ein durch keine Eifersucht geschmälertes Wohlwollen, Thuc. 2, 45; σθένος, unbesiegt, Pol. frg.; auch der keinen Widerstand leisten kann, Plut. Phoc. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans combat ; ἀνανταγώνιστος εὔνοια THC bienveillance qui ne provoque pas de contradiction;
2 irrésistible.
Étymologie: ἀ, ἀνταγωνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναντᾰγώνιστος:
1 не имеющий противников, не встречающий сопротивления (ἀκίνδυνος καὶ ἀ. Plut.): ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τιμᾶσθαι Thuc. быть предметом единодушного почитания;
2 неодолимый (σθένος Polyb.);
3 неспособный к сопротивлению (ἄμαχος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναντᾰγώνιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνταγωνιστοῦ, ἄνευ ἀγῶνος, Θουκ. 4. 92· ἀναντ. εὔνοια, ἀδιαφιλονείκητος, ἀμιγής, ὁ αὐτ. 2. 45: ― Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 1128B. ΙΙ. πρὸς ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ ἀνταγωνισθῇ, ὁ αὐτ. Φωκ. 14, κτλ.: ― «ἀκαταμάχητος» (Σουΐδ.), «ἀήττητος» (Ἡσύχ.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνανταγώνιστος, -ον)
αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος
αρχ.
1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα
2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος
3. αμιγής, αγνός.
Greek Monotonic
ἀναντᾰγώνιστος: -ον (ἀγωνίζομαι),
I. αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, ακαταμάχητος, σε Θουκ.· ασυναγώνιστος, αδιαφιλονίκητος, στον ίδ.· επίρρ. -τως.
II. ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί κάποιος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
I. without a rival, without a struggle, Thuc.: uncontested, unalloyed, Thuc.:—adv. -τως.
II. irresistible, Plut.
Lexicon Thucydideum
cui nemo se in certamine opponit, whom no one opposes in contest, 4.92.7, [vulgo commonly ἀναγώνιστοι]
cui nullus obstat aemulus, whom no rival withstands, 2.45.1.
Translations
irresistible
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig
incomparable
Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: onvergelijkbaar; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: incomparable; German: unvergleichlich; Greek: ασύγκριτος; Ancient Greek: ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: incomparabile; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: incomparável; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: несравнимый, несравненный, бесподобный; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: incomparable, inigualable; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний
unparalleled
Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: ongeëvenaard; English: beyond compare, incomparable, matchless, peerless, unequalled, unparalleled, unparallelled, unrivaled, unrivalled; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: sans égal, incomparable; Greek: άκρως χαρισματικός, άλλος τέτοιος δεν υπάρχει, αμίμητος, ανεπανάληπτος, άνευ προηγουμένου, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, άπαικτος, άπαιχτος, απαραλλήλιστος, απαράμιλλης αξίας, απαράμιλλος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος, άφταστος, άψογος, δεν επιδέχεται σύγκριση, δεν έχει όμοιό της, δεν έχει όμοιό του, δεν παίζεται, δεν συγκρίνεται με κανέναν, δεν συγκρίνεται με τίποτα, δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν, δεν υπάρχει σύγκριση, ένα και μοναδικό, ένας και μοναδικός, εξαιρετικός, και ο πρώτος, καλύτερος με διαφορά, μακράν καλύτερος, με διαφορά ο καλύτερος, μία και μοναδική, μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, πολύ μπροστά, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, σαφώς καλύτερος, σκίζει, ύπατος, υπερέχων, χωρίς όμοιό της, χωρίς όμοιό του, χωρίς προηγούμενο, χωρίς ταίρι; Ottoman Turkish: اشسز; Polish: bezprzykładny; Portuguese: ímpar; Russian: беспримерный, бесподобный, беспрецедентный; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: sin par, sin parangón, señero; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail