ἄθυμος
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
ἄθυμον,
A fainthearted, spiritless, once in Hom., ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463; κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11; οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr. 927, cf. OT319; of nations, opp. ἔνθυμος, Arist.Pol.1327b28: Comp. ἀθυμότερος Men.405.2; ἄθυμος εἶναι πρός τι to have little heart for it, X.An.1.4.9. Adv. ἀθύμως, ἔχειν πρός τι Id.HG4.5.4, cf. Isoc.3.58; ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24; ἀθύμως πονεῖν to work without spirit, Id.Oec. 21.5; ὁδοὺς ἀθύμους τιθέντες discouraging their marches, A.Eu.770.
2 without anger or without passion, Pl.R. 411b, Lg.888a.
Spanish (DGE)
(ἄθῡμος) -ον
I 1desanimado, desalentado, decaído ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.OT 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.Lys.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.An.1.4.9, cf. Hp.Epid.3.17.2, Men.Fr.336.2, Philostr.Im.1.4.1.
2 pusilánime, sin valor guerrero κακὸς καὶ ἄθυμος Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr.927, cf. A.Th.616, Pl.R.456a, de pueblos asiáticos, Arist.Pol.1327b28.
II que acaba con el valor, desalentador ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.Eu.770.
III adv. ἀθύμως = desanimadamente, sin ánimos, ἀθύμως πρὸς τὸ δεῖπνον ἔχειν X.HG 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀθύμως διέκειτο Plb.4.81.8.
German (Pape)
[Seite 48] 1) mutlos, Od. 10, 463 (ἅπαξ εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmütig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem θυμοειδής entgegengesetzt, nicht zornmütig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθύμως διάγειν, mutlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmütig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
découragé, abattu, mal disposé.
Étymologie: ἀ, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυμος:
1 павший духом, пришедший в отчаяние, подавленный (ὡς ἄ. εἰσελήλυθας Soph.);
2 заставляющий пасть духом, наводящий уныние, страшный (ὁδοί Aesch.);
3 малодушный, робкий (ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι Hom.; κακὸς καὶ ἄ. Her.): ἄ. εἶναι πρός τι Xen. бояться чего-л.;
4 невозмутимый, бесстрастный (φύσις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄθῡμος: -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνθυμος, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. εἶναι πρός τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· οὕτως: ἀθύμως ἔχειν πρός τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, ἐργάζομαι ἄνευ προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) ἄνευ θυμοῦ, ἤτοι ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ εὐχάριστος, ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ στίχος εἶναι γνήσιος).
Greek Monotonic
ἄθῡμος: -ον
1. άτολμος, λιπόψυχος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἄθυμος εἶναι πρός τι, δεν έχω το σθένος, τη δύναμη, την ψυχή, την «καρδιά» για κάτι, σε Ξεν.· παρομοίως και επίρρ.· ἀθύμως ἔχειν πρός τι, στον ίδ.
2. χωρίς πάθη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
1. without heart, fainthearted, Od., Hdt., etc.; ἄθ. εἶναι πρός τι to have no heart for a thing, Xen.; so adv., ἀθύμως ἔχειν πρός τι Xen.
2. without passion, Plat.
English (Woodhouse)
dejected, despairing, despondent, melancholy
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν ἔχει θάρρος, λιπόψυχος). Ἀπό τό α στερητ. + θυμός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀθυμέω -ῶ (=δέν ἔχω θάρρος), ἀθυμία (=λιγοψυχία), ἀθυμητέον.
Translations
fainthearted
Bulgarian: страхлив, малодушен; nMandarin: 膽怯, 胆怯, 無勇氣的, 无勇气的, 无勇气的; Danish: frygtsom, forsagt; French: timoré; German: zaghaft, feige, mutlos, schüchtern, furchtsam; Gothic: 𐌲𐍂𐌹𐌽𐌳𐌰𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌹𐍃; Ancient Greek: ἄθυμος, ἄψυχος, δειλόψυχος, κακόσπλαγχνος, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, μόλθακος, ὀλιγόψυχος, φιλόψυχος; Hungarian: bátortalan; Japanese: 勇気のない; Kyrgyz: коркок, жүрөгү жок; Manx: faase-chreeagh; Maori: harotu, hōpīpī, hopī, tunutunu; Norwegian Bokmål: forknytt; Russian: малодушный, трусливый, робкий, боязливый, слабый духом; Spanish: pusilánime, medroso, apocado; Swedish: försagd, klenmodig, modlös, räddhågad, nedslagen, rädd, osäker; Turkish: ürkek
coward
Afrikaans: lafaard, papbroek; Albanian: frikacak; Arabic: جَبَان; Armenian: վախկոտ, ղզիկ; Azerbaijani: qorxaq; Bashkir: ҡурҡаҡ; Basque: koldar; Belarusian: баязлі́вец, баязлі́ўка, палахлі́вец, палахлі́ўка; Bulgarian: страхливец, страхливка; Catalan: covard; Cebuano: talawan; Chakma: 𑄛𑄘𑄢; Chamicuro: s̈hamle'c̈homa; nMandarin: 懦夫, 孬種, 孬种, 孱頭, 孱头, 膽小鬼, 胆小鬼; Chukchi: айыԓгыԓьын; Crimean Czech: zbabělec, zbabělkyně, bázlivec, posera; Danish: bangebuks, kujon, kryster; Dutch: lafaard, slapjanus, watje; Erzya: тандаль; Esperanto: malkuraĝulo, timemulo, timulo, poltrono; Estonian: argpüks; Faroese: bloyta, ræðuskítur, rædduskítur, bløka, ónytta; Finnish: pelkuri; French: couard, couarde, poltron, poltronne, froussard, froussarde, lâche; Galician: covarde, cagainas; Georgian: მშიშარა, მხდალი, ლაჩარი, ჯაბანი, ქვეშაჯვია; German: Feigling, Angsthase, Schisser, Schisserin, Hosenscheißer, Warmduscher; Greek: δειλός, δειλή, άνανδρος, κότα, φοβιτσιάρης, κιοτής, φοβητσιάρης; Ancient Greek: ἀβλεμής, ἀγεννής, ἀθέλιμνος, ἀθυμητής, ἄθυμος, αἰκέλιος, ἀκάρδιος, ἀνάλκιμος, ἄναλκις, ἄνανδρος, ἀνδρογύνης, ἄνευρος, ἀπομάλακος, ἀπότολμος, ἀσπιδαποβλής, ἄσπλαγχνος, ἄτολμος, ἀφάρυμος, ἀφιλοπόλεμος, ἄψυχος, βληχρός, γυναικίας, δεδείκελος, δειδήμων, δείλανδρος, δειλός, δειλόψυχος, δειμαλέος, ἐκπάλαιστος, ἐλεγχής, ἔνδειλος, κακόσπλαγχνος, λευκηπατίας, λυγρός, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, ὀλιγόψυχος, περίδειλος, ῥίψασπις, τρέστης, φιλόζωος, φιλόψυχος, φυγαίχμης, φυγόμαχος, φύξηλις; Haitian Creole: kapon; Hebrew: פַּחְדָן, פחדנית, מוּג לֵב; Hindi: कायर, डरपोक, बुज़दिल, बुजदिल; Hungarian: gyáva; Icelandic: bleyða; Ido: poltrono, deskurajozo; Ilocano: natakrot; Indonesian: pengecut; Irish: cladhaire; Italian: codardo, pusillanime, vigliacco, vile, coniglio; Ivatan: matahaw; Japanese: 臆病者, 怖がり, 怖がり屋, 腰抜け, 弱虫, 卑怯者; Kapampangan: bayugin, galgawu, mataloti; Kazakh: қорқақ; Khmer: អ្នកកំសាក, កំសាក; Korean: 겁쟁이, 비겁자(卑怯者), 겁꾸러기, 겁보, 겁부(怯夫); Kurdish Northern Kurdish: tirsok, newêrek, bêcesaret, bêkulek, tirsonek, tirsoke; Kyrgyz: коркок; Lao: ຄົນຕາຂາວ, ຄົນຂີ້ຢ້ານ; Latvian: gļēvulis, gļēvule; Lithuanian: bailys; Luxembourgish: Feigling; Macedonian: кукавица, страшливец; Malagasy: fananga; Malay: pengecut; Malayalam: ഭീരു; Manx: aggleydagh; Maori: tautauhea, tautauwhea, tautauā, whiore hume, hukehuke, hamo pango, poromataku; Maranao: talaw; Middle English: coward; Mongolian Cyrillic: аймхай хүн, хулчгар хүн; Norwegian Bokmål: feiging, reddhare; Nynorsk: feiging, reddhare; Occitan: coard; Old English: earg; Persian: ترسو, نامرد, بزدل; Plautdietsch: Schietstremp; Polish: tchórz, strachajło, bojaźliwiec; Portuguese: covarde; Romanian: laș, lașă; Russian: трус, трусиха, трусишка, ссыкун, бздун, ссыкло, бояка, боягуз, боягузка; Scottish Gaelic: cladhaire, gealtaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏кавица; Roman: kȕkavica; Shan: ၵူၼ်းၶီႈယၢၼ်ႈ; Shor: қортуқ; Slovak: zbabelec, zbabelkyňa, bojazlivec, ustrašenec; Slovene: strahopetnež, strahopetnica; Spanish: cobarde, gallina; Swahili: mwoga; Swedish: fegis, mes; Tagalog: duwag; Tajik: тарсу, тарсончак, номард, буздил; Tatar: куркак; Telugu: పిరికివాడు; Thai: คนขี้ขลาด, ขี้ขลาด; Turkish: korkak, ödlek, tabansız; Ukrainian: боягуз, боягузка, страхополох; Uyghur: قورقۇنچاق; Uzbek: qoʻrqoq; Vietnamese: người nhát gan, người nhút nhát; Volapük: dredöfan, hidredöfan, jidredöfan, dredajiedan, dredahijiedan, dredajijiedan; Welsh: cachadur, cachgi, cachwr, llwfrgi, llyfrgi, cilgi; West Frisian: fiich, leffert; Yiddish: פּחדן, פּחדנטע, טרוס