τελευτάω

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελευτάω Medium diacritics: τελευτάω Low diacritics: τελευτάω Capitals: ΤΕΛΕΥΤΑΩ
Transliteration A: teleutáō Transliteration B: teleutaō Transliteration C: teleftao Beta Code: teleuta/w

English (LSJ)

fut.

   A -ήσω E.Tr.1029, etc.: pf. τετελεύτηκα Pl.Men.75e, al.:—Pass., fut. Med. τελευτήσομαι always in pass. sense, Il.13.100, Od.8.510, 9.511, E.Hipp.370 (lyr.): aor. ἐτελευτήθην Il.15.74:—bring to pass, accomplish, ὄφρα . . τελευτήσω τάδε ἔργα Il.8.9; τ. ἃ μενοινᾷς Od.2.275; ἐπὴν ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς 1.293, cf. 2.306; γάμον τ. 24.126; fulfil an oath or promise, wish or hope, τ. ἐέλδωρ 21.200; τ. ὅσ' ὑπέστης Il.13.375; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ 18.328, cf. Od.3.56,62; ὅρκια Call.Aet.3.1.29; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ bring about an evil day for one, Od.15.524; τ. πόνους Δαναοῖς Pi.P.1.54, cf. E.Ph.1581 (lyr.); οἷ τ. λόγον Id.Tr.1029; τὸ δ' ἔνθεν ποῖ τελευτῆσαί με χρή; to what end must I bring it? S.OC476; Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ E.Alc.979 (lyr.), etc.:—Pass., to be fulfilled, come to pass, happen, ll. cc. sub init.; πρίν γε τὸ Πηλεΐδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Il.15.74; πρὶν τελευτηθῇ φόνος E.Or.1218.    2 finish, σχεδίην . . ἐπηγκενίδεσσι Od.5.253; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον had sworn and completed (made binding) the oath, 2.378, etc.; ἡσύχιμον ἁμέραν τ. close a peaceful day, Pi.O.2.33; ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον (sc. τὸ δεῖπνον) Pl.Com.173.6 (hex.).    3 esp. τ. τὸν αἰῶνα finish life, i.e. die, Hdt.1.32, 9.17, etc.; τ. βίον A.Ag.929, S.Fr.646 codd. (sed leg. δρόμον), E.Hec.419, Pl.Prt.351b; ὑπ' ἄλλου τ. τὸν βίον, i.e. to be killed, Id.Lg.870e: also (after the analogy of παύομαι) c. gen., τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου make an end of life, X.Cyr.8.7.17; so λόγου τ. Th.3.59; ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη ib.104.    b freq. abs., end life, die, Hdt.1.66, 3.38, 40, al., Pl.R.614b, al.; πρὶν τελευτήσαντ' ἴδῃς before you see him dead, S.Fr.662; τ. μάχῃ A.Th.617; νούσῳ Hdt.1.161; γήραϊ Id.6.24; τ. ὑπό τινος die by another's hand or means, ib.92; δόλῳ ὑπό τινος Id.4.78; ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης Id.1.39; ὑπ' ἀλλαλοφόνοις χερσίν A.Th.930 (lyr.); ἐκ τῆς πληγῆς Pl.Lg.877b; of animals, Arist.PA667b11, PMich.Zen.67.25 (iii B.C.).    II intr. (as always in Prose, except in signf. 1.3a):    1 to be accomplished, λόγων κορυφαί Pi.O.7.68 (as v.l. for τελεύταθεν) ; ἐλπίδες E.Ba.908 (lyr.).    2 come to an end, A.Ag.635, etc.: esp. of Time, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους, Th.2.4, 32, etc.: of actions, events, etc., τ. ἡ ναυμαχία ἐς νύκτα Id.1.51, etc.    b with words indicating the kind of end or outcome, ἢν ὁ πόλεμος κατὰ νόον τ. Hdt. 9.45, cf. 7.47; εὖ τ. A.Supp.211; πτωχοὶ τ. end by being beggars, Pl. R.552c; οὕτως τ. Th.1.110, 138; τ. ἔς τι come to a certain end, issue in, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Hdt.3.125; τ. ἐς τὠυτὸ γράμμα end in the same letter, Id.1.139, cf. Th.2.51, 4.48, Pl.R.618a; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. Id.Tht.173b; ποῖ ( ἐς τί) τελευτᾶν (φασι); came to what end? A.Pers.735 (troch.), cf. Ch.528, Pl.Lg.630b; also τ. ἐπί τι Id.R.510d, Smp.211c.    3 die, v. supr. 1.3b.    4 the part. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, is used with Verbs like an Adv., to finish with, at the end, at last, as τελευτῶν ἔλεγε Hdt.3.75; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα there would have been a fray to finish with, S.Ant.261; τελευτῶν . . ἐξεβλήθη Ar.Eq.524 (anap.); τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον at last they got tired of mourning, Th.2.51, cf. 47; ἢν δέῃ τελευτῶντα τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Id.8.81; sts. with another part., τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην having at last become... Th.6.53, cf. Pl.Phdr.228b; πόλεις ἐπάγοντες καὶ τελευτῶντες Λακεδαιμονίους Lys.12.60.    5 of local limits and the like, μέχρι Σολόεντος ἄκρης, ἣ τελευτᾷ τῆς Λιβύης Hdt.2.32; τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς ib.148; τῇ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τ. Id.1.174, cf. 2.33, 4.39, IG12.900, Pl. Men.75e.

German (Pape)

[Seite 1086] wie τελέω, 1) vollenden, vallbringen, ins Werk setzen, eine begonnene Arbeit vollenden; Od. 5, 253 u. oft; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, als er geschworen, d. i. die Eidesformel gesprochen und den Schwur vollzogen, durch die herkömmlichen Gebräuche so vollzogen hatte, daß er nun gültig war, Il. 14, 280 Od. 2, 378 u. sonst; ein Gebet, einen Wunsch erfüllen, ὡς ἄρ' ἔπειτ' ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα, 3, 62; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ, Il. 18, 328; ἐέλδωρ, den Wunsch gewähren, 21, 200; ein Versprechen, εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης, 13, 375; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ, Einem einen Unglückstag in Erfüllung gehen lassen, bereiten, Od. 15, 324; vgl. ἁσύχιμον ὰμέραν ὁπότε τελευτάσομεν, Pind. Ol. 2, 33; τελεύτασεν πόνους Δαναοῖς, P. 1, 54; ὃς τάδε τελευτᾷ, Eur. Phoen. 1575; ἵν' εἰδῇς, οἷ τελευτήσω λόγον, Troad. 1029. – Pass. vollendet werden, in Erfüllung gehen, Hom., bei dem auch τελευτήσομαι als fut. pass. gilt; ὃ οὐποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, Il. 13, 100; τῇπερ δὴ καὶ ἔπειτα τελευτήσεσθαι ἐμελλεν, Od. 8, 510; πρίν γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ, Il. 15, 74; τελευτήσεταί τι καινὸν δόμοις, Eur. Hipp. 370. – 2) bes. mit und ohne βίον = das Leben endigen, sterben, Her. oft u. Folgde; ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα, Aesch. Ag. 903; Eur. Hec. 1682 u. öfter; auch in Prosa, wie Plat. Prot. 351 b; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα, Her. 1, 32. 9, 17. 27; auffallender τελευτᾶν τοῦ βίου, Xen. Cyr. 8, 7, 17; mit τελευτᾶν λόγου Thuc. 3, 56 zu vergleichen, wie sonst παύομαι u. λήγω construirt ist; τελευτᾶν ὑπό τινος, durch Einen sterben, von ihm getödtet werden, Her. 1, 39. 4, 78; τελευτῆσαι μάχῃ, Aesch. Spt. 599; ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν, Plat. Apol. 28 c; ζῶντι ἢ τετελευτηκότι, Theaet. 142 a, u. öfter. – 3) intr., zu Ende gehen, τελευτῶντος τοῦ χρόνου, Plat. Polit. 273 d; ein Ende nehmen, endigen, τελεύτασαν λόγων κορυφαί, sie haben ihre Erfüllung erreicht, Pind. Ol. 7, 68; Tragg.: πῶς οὖν τελευτᾷ βασιλέων νείκη τάδε, Aesch. Suppl. 294; κείνου θέλοντος εὖ τελευτήσει τάδε, 208 u. öfter; αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν, d. i. diesen Ausgang hatte das Glück, Her. 3, 125; ἐς τὴν Αἴγυπτον τελευτᾷ ἡ ἀκτή, nach Aegypten hin endigt die Küste, 4, 39, vgl. 2, 39; auch übertr., τὸ κεφάλαιον ἐς τοῦτο τελευτᾷ, läuft darauf hinaus, Plat. Gorg. 453 a; vgl. ποῖ δὴ τελευτᾷ νῦν ἡμῖν οὗτοςπατήρ, Legg. I, 630 c; ἐκ τούτων ἀρχόμενοι τελευτῶσιν ἐπὶ τοῦτο, οὗ ἂν ἐπὶ σκέψιν ὁρμήσωσιν, Rep. VI, 501 d; u. so öfter im Ggstz von ἄρχομαι; Folgde, εἰς τί ποτ' ἐλπὶς ταῦτα τελευτῆσαι, Dem. 1, 14. – Das partic. praes. bei einem andern verb. finit. kann durch »endlich«, »zuletzt«, »am Ende« übersetzt werden, τελευτῶν εἶπε, zuletzt sagte er, er endigte seine Rede damit, vgl. Her. 3, 38; Thuc. 2, 51. 8, 81; Xen. An. 4, 5, 16. 6, 1, 8; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, es wären am Ende Schläge erfolgt, Soph. Ant. 261; τελευτῶν ἐπεσκόπει, Plat. Phaedr. 228 b; τελευτῶντες αὑτοῖς τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοξαν ἀμαθεῖς εἶναι, Theaet. 150 e, zuletzt schienen sie sich und Andern unverständig.

Greek (Liddell-Scott)

τελευτάω: Ἰων. -έω, μέλλ. -ήσω, κλπ. - Παθ., μέσ. μέλλ. τελευτήσομαι ἀεὶ ἐν παθ. σημασ., Ἰλ. Ν. 100, Ὀδ. Θ. 510., Ι. 511, Εὐρ. Ἱππ. 370 (Λυρ.)· ἀόρ. ἐτελευτήθην. Τελειώνω, ἐκτελῶ, Λατ. perficere, παρ’ Ὁμ., ὅστις μεταχειρίζεται αὐτὸ οὐ μόνον ἐπὶ τελειώσεως ἔργου ὅπερ ἤρξατό τις, τελευτῆσαι τάδε ἔργα Ἰλ. Θ. 9· τ. ἃ μενοινᾷς Ὀδ. Β. 275 ἐπὴν ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς Α. 293, πρβλ. Β. 306., Ε. 253· τ. γάμον Ω 126· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἐκπληρώσεως ὅρκου ἢ εὐχῆς, ἐπιθυμίας ἢ ἐλπίδος, ἐέλδωρ τ. Φ. 200, πρβλ. Ἰλ. Ο. 74· τ. ὅσ’ ὑπέστης Ν. 375· οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ Σ. 328· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκτελῶ ἀπειλήν, Ὀδ. Γ. 56, 62· ἀλλὰ τά γε Ζεὺς οἶδεν..., εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν ἦμαρ Ο. 524· οὕτω, τ. πόνους Δαναοῖς Πινδ. Π. Ι. 105, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1580· - οὕτω παρ’ Ἀττ., τ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1029· τὸ δ’ ἔνθεν ποῖ τελευτῆσαί με χρή; εἰς ποῖον τέλος πρέπει νὰ τὸ φέρω; Σοφ. Ο. Κ. 476· Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ Εὐρ. Ἄλκ. 979, κλπ. - Παθητ., ἐκπληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, γίνομαι, συμβαίνω, ὡς ἐν τοῖς ἐν ἀρχῇ μνημονευθεῖσι χωρίοις, πρίν γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Ἰλ. Ο. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1218. 2) φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, περαίνω, ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, ἀφοῦ δὲ ὤμοσε καὶ ἐτελείωσε τὸν ὅρκον, Ὀδ. Β. 378, κλπ.· τ. ἀσύμιχον ἀμέραν, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰρηνικὴν ἡμέραν, Πινδ. Ο. 2. 61 ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ’ ἐπὶ θύννον (ἐξυπακ. τὸ δεῖπνον) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 6. 3) μάλιστα, τ. τὸν αἰῶνα, τελειώνω τὴν ζωήν, ἀποθνήσκω, Ἡρόδ. 1. 32., 7. 17, κλπ.· τ. βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 929, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Εὐρ. Ἑκ. 419, Πλάτ.· τ. τὸν βίον ὑπό τινος, δηλ. φονεύομαι..., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - ὡσαύτως, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ παύομαι, μετὰ γεν., ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω Ξεν. Κύρ. 8. 7, 17· οὕτω, λόγου τ. Θουκ. 3. 59· ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη αὐτόθι 104. β) συχνάκις καὶ ἄνευ τοῦ βίον, τελειώνω τὴν ζωήν, ἀποθνήσκω, Ἡρόδ. 1. 66., 3. 38, 40, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., κλπ.· πρὶν τελευτήσαντ’ ἴδῃς, πρὶν ἴδῃς αὐτὸν νεκρόν, Σοφ. Ἀποσπ. 583b· τ. μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 617, πρβλ. 931· νούσῳ Ἡρόδ. 1. 161, κλπ.· γήραῖ ὁ αὐτ. 6. 24, κλπ.· - ὡσαύτως ὡς τὸ θνήσκω, τ. ὑπό τινος, ἀποθνήσκω διὰ χειρὸς ἢ ἐνεργείας ἄλλου, ὁ αὐτ. 1. 39., 4. 78., 6. 92· δόλῳ ὑπό τινος ὁ αὐτ. 4. 78· ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης ὁ αὐτ. 1. 39· ὑπ’ ἀλληλοφόνοις χερσὶν Αἰσχύλ. Θήβ. 930· ἐκ τῆς πληγῆς Πλάτ. Νόμ. 877Β, ΙΙ. ἀμεταβ. (ὡς ἀεὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημ. Ι. 3). 1) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, τ. ὄψις τοῦ ὀνείρου Ἡρόδ. 7. 47. 2) φθάνω εἰς τέλος, τελειώνω, Λατ. finire, Πινδ. Ο. 7. 125, Αἰσχύλ. Ἀγ. 635, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ χρόνου, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους Θουκ. 2. 4, 32, κλπ.· ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., τ. ἡ ναυμαχία ἐς νύκτα ὁ αὐτ. 1. 51, κλπ.· ἢν ὁ πόλεμος κατὰ νόον τ. Ἡρόδ. 9. 45· εὖ τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 211· οὕτως τ. Θουκ. 1. 110, 138, κλπ. β) μετ’ ἐμπροθ. προσδιορ., τ. ἔς τι, φθάνω εἴς τι τέλος, καταλήγω εἴς τι, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Ἡρόδ. 3. 125· τ. ἐς τωὐτὸ γράμμα, καταλήγω εἰς τὸ αὐτὸ γράμμα, στοιχεῖον, ὁ αὐτ. 1. 139, πρβλ. 2. 33., 4. 39, Θουκ. 2. 51., 4. 48, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173Β· ποῖ (= ἐς τί) τελευτᾶ; εἰς τί καταλήγει; ποῖον εἶναι τὸ τέλος του; Αἰσχύλ. Πέρσ. 735, πρβλ. Χο. 528, Πλάτ. Νόμ. 630C· ὡσαύτως, τ. ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 510D, Συμπ. 211C· πρός τι Πολ. 552C· ἔν τινι Εὐρ. Βάκχ. 908. 3) ἀποθνήσκω, ἴδε ἀνωτ. Ι. 3. β. 4) ἡ μετοχ. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, ἦν ἐν χρήσει μετὰ ῥημάτων ὡς Ἐπίρρ. = ἐπὶ τέλους, ἐν τέλει, οἷον τελευτῶν ἔλεγε Ἡρόδ. 3. 75· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, καὶ θὰ ἐτελείωνε τὸ πρᾶγμα εἰς συμπλοκήν, Σοφ. Ἀντ. 261· τελευτῶν ἐξεβλήθη Ἀριστοφ. Ἱππ. 524· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον, ἐπὶ τέλους ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51., πρβλ. 47· ἢν δέῃ τελευτῶντα καὶ τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Θουκ. 8. 81· συχν. παρὰ Πλάτ., κλπ.· ἐνίοτε μάλιστα καὶ μετ’ ἄλλης μετοχῆς, τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην... Θουκ. 6. 23· τελευτῶν δήσας, ἐπὶ τέλους δέσας αὐτόν, Λυσί. 142, 13, πρβλ. 125. 35. 5) ἐπὶ τοπικῶν ὁρίων καὶ τῶν τοιούτων, ᾗ τ. τὰ τῆς Λιβύης Ἡρόδ. 2. 148· τῇ ἡ Κνιδία ἐς τὴν ἤπειρον τ. ὁ αὐτ., 1. 174, πρβλ. 4. 39. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 546, 560 κἑξ., 870 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐτελεύτων, f. τελευτήσω, ao. ἐτελεύτησα, pf. τετελεύτηκα, pqp. ἐτετελευτήκειν;
Pass. ao. ἐτελευτήθην, f. et pf. inus.
I. tr. 1 finir, achever : ὅρκον IL achever de prononcer un serment ; τὸν βίον HDT, τὸν αἰῶνα HDT terminer la vie, mourir ; avec un gén. : λόγου τελευτᾶν THC terminer, conclure un discours ; ἐτελεύτα τοῦ ἐπαῖνου ἐς τάδε τὰ ἔπη THC il termina son éloge par ces vers;
2 réaliser, exécuter, accomplir : τ. τάδε ἔργα IL achever cette œuvre ; γάμον OD conclure un mariage ; τ. τινι κακὸν ἦμαρ OD terminer la vie, faire mourir ; εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα OD accorder cela aux suppliants ; εἰ πάντα τελευτήσεις ἃ ὑπέστης IL si tu accomplis tout ce à quoi tu t’es engagé ; Pass. être accompli, survenir, arriver ; s’accomplir, se réaliser;
II. intr. finir, avoir une fin, prendre fin :
1 en parl. du temps finir son cours;
2 en parl. d’actions, de situations finir, s’achever, achever son cours, aboutir : εὖ τ. ESCHL bien finir ; οὕτως ἐτελεύτησε THC les affaires eurent une telle issue ; τελευτᾶν ἐπί τι, πρός τι aboutir à qch ; en parl. d’un songe s’accomplir;
3 en parl. de pers. mourir, périr, être tué : νούσῳ τ. HDT mourir d’une maladie ; τ. γήραϊ HDT mourir de caducité, dans un grand âge ; τ. μάχῃ ESCHL trouver la mort dans un combat ; τ. ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης HDT périr par un tranchant de fer;
4 cesser de parler : καλῶς τελευτᾷς SOPH tu parles bien, la conclusion de ton discours est bonne ; ἐς τὴν ἐτελεύτων καταλέγων τὰς πόλις HDT avec laquelle je terminai dans l’énumération des villes, càd que je nommai en dernier lieu dans l’énumération des villes;
5 en parl. des pers. ou des situations, on emploie le part. τελευτῶν, ῶσα, ῶν adv. au sens de « à la fin, enfin, en dernier lieu » : τελευτῶν ἔλεγε HDT à la fin il dit ; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα SOPH et l’on aurait fini par en venir aux coups;
6 en parl. de lieux, de pays, de fleuves se terminer, prendre fin, cesser : τῆς δὲ γωνίης τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς HDT au coin formé par l’angle du labyrinthe confine une pyramide ; de même en parl. de mots τελευτᾶν ἐς γράμμα HDT se terminer par une lettre.
Étymologie: τελευτή.

English (Autenrieth)

ipf. τελεύτᾶ, fut. τελευτήσω, aor. τελεύτησα, mid. fut. τελευτήσεσθαι, pass. aor. inf. τελευτηθῆναι: complete, bring to pass, fulfil; νοήματα, ἐέλδωρ, Il. 18.328, Od. 21.200; ὅρκον, in due and solemn form, Il. 14.280; pass. and fut. mid., be fulfilled, come to pass, Il. 15.74, Od. 2.171, Od. 8.510.