κόπτω

From LSJ
Revision as of 10:29, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπτω Medium diacritics: κόπτω Low diacritics: κόπτω Capitals: ΚΟΠΤΩ
Transliteration A: kóptō Transliteration B: koptō Transliteration C: kopto Beta Code: ko/ptw

English (LSJ)

Od.18.28, etc.: fut.

   A κόψω Hippon.83, Men.Pk.64, etc.: aor. ἔκοψα, Ep. κόψα Il.13.203: pf. κέκοφα (ἐκ-) X.HG6.5.37, (περι-) Lys.14.42, (συγ-) Pl.Tht.169b; Ep. part. κεκοπώς Il.13.60 (v.l. -φώς, -πών), Od.18.335:—Med., fut. κόψομαι LXX Ez.6.9: aor. ἐκοψάμην Hdt.4.166:—Pass., fut. κεκόψομαι (ἀπο-) Ar.Nu.1125, (ἐκ-) Id.Ra. 1223, (κατα-) X.An.1.5.16, κοπήσομαι LXX Je.8.2, Gal.13.759: aor. ἐκόπην A.Ag.1278, Ar.Ra.723, Th.8.13: pf. κέκομμαι A.Pers.683:— cut, strike,    1 smite, ο' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Od.18.335: c. dupl. acc., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον smote him on the cheek, Il.23.690.    2 smite with weapons, κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον Od.8.528; τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Hdt.6.113: metaph. in Pass., with play on words, αἰεὶ κόπτῃ ῥήμασι καὶ κοπίσιν AP11.335.    3 smite, slaughter an animal with an axe or mallet, κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός Il.17.521, cf. Od.14.425, X.An.2.1.6; in Trag., A.Ag.1278, Eu.635, E.El.838.    4 cut off, chop off, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Il.13.203; χεῖράς τ' ἠδὲ πόδας κόπτον Od.22.477; κ. [τὰ γέρρα] ταῖς μαχαίραις X.An.4.6.26; κ. δένδρα cut down or fell trees, Th.2.75, X. HG5.2.39,43; κ. τὴν χώραν lay it waste, ib.3.2.26, 4.6.5:—in Pass., of ships, to be shattered, disabled by the enemy, Th.4.14,8.13:—metaph., φρενῶν κεκομμένος A.Ag.479 (lyr.); τὸν ὕπνον ἁ φροντὶς κόπτοισα preventing, Theoc.21.28; [πνεῦμα] κοπτόμενον being suddenly stopped, arrested, Arist.Mete.367a10.    5 strike, beat a horse, to make him go faster, κόψε δ' Ὀδυσσεὺς τόξῳ Il.10.513; also σκηπανίῳ Γαιήοχος ἀμφοτέρω (sc. Αἴαντε) κεκοπὼς πλῆσεν μένεος 13.60.    6 hammer, forge, κόπτε δὲ δεσμούς 18.379, Od.8.274; later, stamp metal, i.e. coin money, κ. νόμισμα IG12(5).480.11 (Siphnos, Athenian Law), Xenoph.4, Hdt.3.56:—Med., coin oneself money, order to be coined, κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου νόμισμα Id.1.94, cf. 4.166:—Pass., of money, to be stamped or coined, [νομίσμασιν] μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ar.Ra.723, cf. 726.    7 knock or rap at, τὴν θύραν Id.Nu.132, Pl.1097, And. 1.41, X.HG5.4.7, Men.Epit.538, Phld.Vit.p.30 J., Plu.Alc.8, etc.; without θύραν, οὗτος, τί κόπτεις; Ar.Ec.976.    8 pound, bray in a mortar, κυπἐρου κεκομμένου Hdt.4.71; ἀσταφίδα κεκ. Alex.127.4; ἔλαιον κεκ., i.e. pure oil, LXX 3 Ki.5.11.    9 knock, dash about, τὸ ὕδωρ ὅταν κοπῇ Pl.Ti.60b; κόνις . . κοπτομένη . . ὑφ' ἅρμασι Hes. Sc.63; θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς Theoc.22.16.    10 of birds, peck, Arist.HA609b5; ὁ ἁλιάετος . . τὰ λιμναῖα κ. preys on the lagoon life, ib.593b24; σπειρὴν κ. peck at, Arat.449; of fish, gnaw, Arist.HA 620b17; of a snake, strike, Il.12.204:—Pass., of wood or seeds, to be worm-eaten, Thphr.HP3.18.5, 8.11.2.    b munch, masticate, dub. in Chionid.6.    11 ὁ ἵππος κ. τὸν ἀναβάτην jars his rider by his paces, X.Eq.1.4:—Pass., ib.8.7, Hp.Aër.21.    12 κ. ὄνους dress, prepare mill-stones for use, Alex.13; set, sharpen, Herod.6.84:—Med., AP 11.253 (Lucill.).    13 metaph., tire out, weary, μήθ' ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ' ἐμαυτὸν κ. D.Prooem.29, cf. Alciphr.2.3; λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν... ἢ μὴ κόπτε με Hegesipp.1.3, cf. Sosip.1.20; μὴ κόπτ' ἔμ', ἀλλὰ τὰ κρέα Alex.173.12; κ. τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.19; κ. τὰ ὦτα Poll.6.119; κ. ἐρωτήμασιν ἀκαίροις Plu.Phoc.7, cf. Moer.p.74 P.:—Pass., to be worn out, κοπτόμενοι ἀεὶ ταῖς στρατείαις D.2.16.    II Med. κόπτομαι, beat or strike oneself, beat one's breast or head through grief, κεφαλὴν δ' ὅ γε κόψατο χερσίν Il.22.33, cf. Hdt.2.121.δ (also Act. τί κόπτεις τὴν κεφαλήν; Men.Her.4); κόπτεσθαι μέτωπα Hdt.6.58 (with μαχαίρῃσι added 2.61): abs., Pl.Phd.60b, R.619c: pf. Pass., [πόλις] κέκοπται A.Pers. 683:—Act. c. acc. cogn., ἐκοψα κομμὸν Ἄριον Id.Ch.423 (lyr.).    2 κόπτεσθαί τινα mourn for any one, κόπτεσθ' Ἄδωνιν Ar.Lys.396, cf. Ev.Luc.8.52; but also ἐπί τινα Apoc.1.7, 18.9 (v.l. αὐτῇ). (Cf. Lith. kapóti, Lett. kapāt 'chop small', 'beat', 'stamp', Lat. capo 'capon', perh. σκέπαρνον.)

German (Pape)

[Seite 1484] perf. bei Hom. κεκοπώς, vgl. διακέκοφα, aor. ἐκόπην, s. κατακ., – 1) schlagen, hauen; ὅστις σ' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσιν δώματος ἐκπέμψῃσι Od. 18, 334; κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, er schlug ihn auf die Wange, Il. 23, 690; ποτὶ γαίῃ Od. 9, 289; δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους 8, 528, treffen. verwunden; auch übertr., ῥήμασι κόπτειν, mit Schmähreden verwunden; ῥήμασι καὶ κοπίσιν Ep. ad. 89 (XI, 335); erschlagen, schlachten, von Ochsen, ll. 17, 521, von Schweinen, Od. 14, 425, die auf den Kopf geschlagen werden; so κόπτοντες βοῦς καὶ ὄνους ἐπορίζοντο σῖτον Xen. An. 2, 1, 5; vgl. auch ἱκτῆρας ἐκθύει ξένους κόπτων Eur. Cycl. 371; ἐν δ' ἀτέρμονι κόπτει πεδήσασ' ἄνδρα δαιδάλῳ πέπλῳ Aesch. Eum. 605, vgl. Ag. 1251; – abhauen, χεῖρας καὶ πόδας, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς, Il. 13, 203 Od. 22, 477; κύπερος κεκομμένος Her. 4, 71; bes. Bäume umhauen, δένδρα Xen. Hell. 5, 2, 43, und daher ἐπορεύετο κόπτων καὶ κάων τὴν χώραν, 3, 2, 26, das Land verheerend, durch Umhauen der Bäume u. Anzünden des Getreides u. des Strauchwerks, wie der Häuser, und allein, τὴν χώραν κόπτων, 4, 6, 5; häufiger τέμνειν. – Aber σῖτος κόπτεται ist = das Getreide verdirbt, eigtl. wird von Würmern beschädigt, Theophr.; – schlagen, verwunden; κόψε γὰρ αὐτὸν κατὰ στῆθος, von einer Schlange, beißen, Il. 12, 204; τὰ μέτωπα κόπτονται μαχαίραις Her. 2, 61; von Vögeln, hacken, Arist. H. A. 9, 1; Arat. 448; von Fischen, anbeißen, Arist. H. A. 9, 37; – auch von Schiffen, die einen Stoß der feindlichen erhalten, κοπεῖσαι ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν Thuc. 8, 13, wie Plut. Alc. 27 sagt προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῦς καὶ συνετί. τρωσκε ἄνδρας. – Uebertr., Aesch. Ag. 479 φρενῶν κεκομμένος, wie sonst βεβλαμμένος, vom Wahnsinn. – Auch schlagen, um zum Laufen anzutreiben, wie Odysseus die Rosse mit dem Bogen schlägt, Il. 10, 513, u. Poseidon die beiden Aias ermuthigt, ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος 13, 60; – hämmern, schmieden, κόπτε δὲ δεσμούς, vom Hephästus, Il. 18, 379 Od. 8, 274 (vgl. ἐλαύνω). – Bes. auch = Geld schlagen, prägen, νόμισμα μολίβδου, Münze aus Blei, Her. 3, 56; καλλίστοις νομισμάτων καὶ μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσιν Ar. Ran. 721; Arist. Oec. 2, 20 und Sp.; auch med., = schlagen lassen, Her. 4, 166; und = act., Αἰγινῆται πρῶτον νόμισμα ἐκόψαντο, eigtl. für sich, Ael. V. H. 10, 12; – θύραν, an die Thür klopfen, pochen, wie der thut, der in das Haus hineingehen will, nach den Atticisten die eigtl. att, Form, hellenistisch κρούειν (w. m. s.); τίς ἔσθ' ὁ κόπτων τὴν θύραν; Ar. Plut. 1097; Xen. Hell. 5, 4, 7 u. A.; auch Sp., wie Plut. Alc. 8; auch πρὸς τὴν θύραν, Luc. Nigrin. 2; – zerstoßen, im Mörser, Her. 4, 71; κόνις κοπτομένη ὑφ' ἅρμασι Hes. sc. 62. – 2) im mildern Sinne, Einem lästig fallen, ihn bedrängen, quälen; οἱ κοπτόμενοι wird Dem. 2, 16 ταλαιπωρούμενοι erkl.; vgl. Hegesipp. bei Ath. VII, 290 b u. Sosipat. ib. IX, 378 b (v. 20); ermüden, obtundere, ἐρωτήμασιν ἀκαίροις Plut. Phoc. 7. – Aehnl. von Pferden, stoßen, durch Stoßen den Reiter ermüden, τὸν ἀναβάτην κόπτει ὁ ἵππος Xen. de re equ. 1, 4, vgl. 8, 7. – 3) Med. sich schlagen, κεφαλήν Il. 22, 33, wie Her. 2, 161, 4; bes. = sich die Brust schlagen, zum Zeichen der Trauer, dah. trauern, wehklagen, wie plangere; πόλις στένει, κέκοπται Aesch. Pers. 683, der auch ἔκοψε κομμὸν Ἄρειον verbindet in dieser Bdtg, Ch. 417; κόπτεσθ' Ἄδωνιν Ar. Lys. 397; κόπτεσθαι καὶ ὀδύρεσθαι τὴν αἵρεσιν Plat. Rep. X, 619 c; βοῶσάν τε καὶ κοπτομένην Phaed. 60 a; neben πενθεῖν, Luc. Sacrif. 15; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόπτω: μέλλ. κόψω: ἀόρ. ἔκοψα: πρκμ. κέκοφα (ἐν τοῖς συνθέτοις ἐκ-, περι-, συγ-), Ἐπικ. μετοχ. κεκοπὼς Ἰλ. Ν. 60, Ὀδ. Σ. 334. ― Μέσ. μέλλ. κόψομαι Ἑβδ., (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. σημασίας Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 651, 731): ἀόρ. ἐκοψάμην Ἡρόδ.· ― Παθ. μέλλ. κεκόψομαι (ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐκ, κατα-), κοπήσομαι (συγ-): ἀόρ. ἐκόπην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Ἀριστοφ., Θουκ.: πρκμ. κέκομμαι Αἰσχύλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΠ, πρβλ. πρκμ. κεκοπώς: ἀόρ. κοπῆναι, κοπίς, κοπή, κόπανον, ἴσως ὡσαύτως κωφός· ἀλλὰ ἡ λέξις σκέπαρνον, παραβαλλομένη πρὸς τοὺς Σλαυικοὺς τύπους skop-iti (castrare), κτλ., φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦν ΣΚΕΠ ἢ ΣΚΟΠ). Κόπτω, πλήττω, κτυπῶ, Λατ. caedo, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐφεξῆς κατὰ διαφόρους σχέσεις, 1) πλήττω, κτυπῶ, ἀμφὶ κάρα κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Ὀδ. Σ. 334· μετὰ διπλῆς αἰτ., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, τὸν ἔπληξε κατὰ τὴν παρειάν, Ἰλ. Ψ. 690. 2) πλήττω ἢ κτυπῶ δι’ ὅπλων, Λατ. ferire, κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον Ὀδ. Θ. 528, πρβλ. Ἰλ. Μ. 204· τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Ἡρόδ. 6. 113· μεταφορ., ῥήμασι κ. Ἀνθ. Π. 11. 335. 3) κτυπῶ ζῷον διὰ πελέκεως ἢ σφύρας ὅπως τὸ φονεύσω, κόψας ἐξόπισθεν κεράων βοὸς Ἰλ. Ρ. 521, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 425, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ἰδίως, ὁπόταν νοῆται ἡ ὑπὸ τοῦ κρεοπώλου σφαγή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Εὐμ. 635, Εὐρ. Ἠλ. 838. 4) ἀποκόπτω, ἐκκόπτω, κατακόπτω, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ἰλ. Ν. 203· χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κόπτον Ὀδ. Χ. 477· κ. τὰ γέρρα ταῖς μαχαίραις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 26· κ. δένδρα, κατακόπτω, κόπτων κρημνίζω, Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 39, 43· κ. τὴν χώραν, ὡς τὰ κείρειν, τέμνειν, κατακόπτω τὰ δένδρα αὐτῆς, δενδροτομῶ, ἐρημώνω, αὐτόθι 3. 2, 26., 4. 6, 5· ― ἐπὶ πλοίων, ἐν τῷ παθ. τύπῳ, συντρίβομαι, καθίσταμαι ἄχρηστον ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 4. 14., 8. 13· ― μεταφ., φρενῶν κεκομμένος, ὡς τὸ νόου βεβλαμμένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· ἁ φροντὶς κόπτοισα τὸν ὕπνον ἐμποδίζουσα, Θεόκρ. 21. 28· πνεῦμα κοπτόμενον, αἴφνης διακοπτόμενον, κρατηθέν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 16. 5) κτυπῶ ἵππον, ὅπως ἀναγκάσω αὐτὸν νὰ τρέχῃ ταχύτερα, κόπτε δ’ Ὀδυσσεὺς τόξῳ Ἰλ. Κ. 513· οὕτωςΠοσειδῶν παρορμᾷ τοὺς δύο Αἴαντας, σκηπανίῳ… ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος Ἰλ. Ν. 60. 6) κτυπῶ, σφυρηλατῶ, κόπτε δὲ δεσμοὺς Σ. 379, Ὀδ. Θ. 274 (ὡς τὸ ἐλαύνω ΙΙΙ. 1)· ― μετέπειτα ὡσαύτως, ἐπὶ μετάλλου, κόπτω νόμισμα, Λατ. percutere nummos, Ἡρόδ. 3. 56. ― Μέσ. βάλλω καὶ μοῦ κόπτουν νομίσματα, κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου νόμισμα ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 4. 166· παθ., ἐπὶ τῶν νομισμάτων, κόπτομαι, χαράττομαι, νομίσμασιν μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 723, πρβλ. 726· ― (ἐντεῦθεν κόμμα). 7) κτυπῶ, κρούω, τὴν θύραν, Λατ. pulsare, Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Πλ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 29, Λυσ. Ἀποσπ. 45, Ξεν., κτλ.· ἄνευ τοῦ θύραν, οὗτος, τί κόπτεις; Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· πρβλ. ψοφέω ΙΙ, ἀράσσω. 8) κόπτω εἰς μικρὰ τεμάχια, κατακόπτω, «λιανίζω», ἢ κοπανίζω ἐντὸς ἰγδίου, κυπέρου κεκομμένου Ἡρόδ. 4. 71· ἀσταφίδα κεκ. Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 4· πρβλ. κοπτός. 9) κτυπῶ ἐδῶ καὶ καὶ ἐκεῖ, τὸ ὕδωρ ὅταν κοπῇ Πλάτ. Τίμ. 60Β· κόνις… κοπτομένη… ὑφ’ ἅρμασι Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· θάλασσα κοπτομέμη πνοιαῖς Θεόκρ. 22. 16. 10) ἐπὶ πτηνῶν, κτυπῶ διὰ τοῦ ῥάμφους, διατρυπῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 19· ὁ ἁλιάετος… τὰ λιμναῖα κ., εὑρίσκει λείαν ἐν ταῖς λιμνοθαλάσσαις, ὁ αὐτ. 8, 3· ἐπὶ ἰχθύος, «τρώγω», κόπτω διὰ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. 9. 37, 2· ― ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ σίτου, κατατρώγομαι ὑπὸ σκωλήκων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 2. 11) σείω μεθ’ ὁρμῆς, βιαίως, ὁ ἵππος κ. τὸν ἀναβάτην, διὰ τῶν βημάτων του διασείει τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1, 4, πρβλ. 8, 7, Ἱππ. 292. 53. 12) μεταφ., καταπονῶ, κουράζω, Λατ. obtundo, μήθ’ ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ’ ἐμαυτὸν κ. Δημ. 1439. 17· λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν…, ἢ μὴ κόπτε με Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδ.» 1. 3· πρβλ. Σώσιπ. ἐν «Καταψ.» 1. 20· κ. τὴν ἀκρόασιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 19· κ. ἐρωτήμασι, ὡς τὸ Λατ. obtundere, Πλουτ. Φωκ. 7, πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 74· ― Παθ., φθείρομαι, κατατρύχομαι, κοπτόμενοι ἀεὶ ταῖς στρατείαις Δημ. 22. 22· ― (ὅθενκόπος). ΙΙ. Μέσ., κόπτομαι, κτυπῶ ἢ πλήττω ἐμαυτόν, τύπτω τὸ στῆθος ἢ τὴν κεφαλήν μου ἕνεκα θλίψεως, ὡς τὸ Λατ. plangere, κεφαλὴν δ’ ὅγε κόψατο χερσὶν Ἰλ. Χ. 33, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 121, 4· κόπτεσθαι μέτωπα ὁ αὐτ. 6. 58, πρβλ. 2. 61 (ἔνθα ὅμως προστίθεται μαχαίρῃσι), Πλάτ. Φαίδων 60Α, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., πόλις κέκοπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· ― ἐντεῦθεν, 2) κόπτεσθαί τινα, θρηνῶ διά τινα, Λατ. plangere aliquem, Εὐρ. Τρῳ. 623, Ἀριστοφ. Λυσ. 396, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 619C, κτλ.· ἴδε τύπτω ΙΙ· καὶ περὶ τοῦ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὅρα ἐν λέξ. κομμός.

French (Bailly abrégé)

f. κόψω, ao. ἔκοψα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐκόπην, pf. κέκομμαι;
I. 1 frapper à coups répétés ; frapper en gén. : τὴν θύραν AR à la porte ; κ. τινὰ παρήϊον IL frapper qqn à la joue ; particul. frapper avec une arme;
2 abattre en frappant : τινα ποτὶ γαίῃ OD frapper qqn contre terre ; βοῦς XÉN abattre des bœufs;
3 secouer, fatiguer par des secousses répétées ; fig. ἐρωτήμασι PLUT importuner ou harceler de questions;
II. couper, càd :
1 séparer en coupant : κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς IL séparer la tête du cou ; χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας OD couper les mains et les pieds ; δένδρα THC couper des arbres, les abattre ; χώραν XÉN dévaster un pays en coupant les arbres;
2 couper en menus morceaux : κύπερον HDT du souchet;
3 entamer, entailler : τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι HDT taillader le visage à coups d’épées ; en parl. d’animaux (oiseaux, serpents, poissons, vers, etc.) becqueter, mordre, ronger, etc. ; fig. endommager, avarier ; φρενῶν κεκομμένος ESCHL qui a l’esprit frappé, la raison atteinte;
4 frapper avec le marteau, forger : δεσμούς IL des liens ; νόμισμα HDT frapper une monnaie;
5 fig. rebattre, fatiguer, user par la fatigue : τινα, qqn ; Pass. être rebattu, fatigué : τινι, de qch;
Moy. κόπτομαι;
I. tr. frapper (une monnaie);
II. intr. 1 se frapper : κεφαλήν IL la tête (de chagrin, de désespoir, etc.);
2 abs. se frapper la poitrine en signe de deuil ; κόπτεσθαί τινα AR se frapper la poitrine au sujet de qqn, pleurer qqn.
Étymologie: R. Κοπ, frapper.

English (Autenrieth)

aor. κόψε, perf. part. κεκοπώς, mid. aor. κόψατο: knock, smite, hammer, Il. 18.379, Od. 8.274, mid., oneself or a part of oneself, Il. 22.33.

Spanish

cortar, machacar