πιέζω
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
impf. ἐπίεζον, Ep.
A πίεζον Od.12.174, etc.: fut. πιέσω Diph.18.3; Ep. πιέσσω Nonn.D.4.146: aor. ἐπίεσα Hp.Fract.6, Hdt.9.63, Th.2.52, etc. (but subj. πιέξῃς Hp.Fract.5, inf. πιέξαι IG42(1).123.116 (Epid., iv B.C.), part. πιέξας (v.l. πιάξας) Nic.Al.224): pf. πεπίεκα Demetr.Lac. Herc.1012.44 :—Pass., fut. πιεσθήσομαι Gal.11.317 (δια-), Heliod ap. Orib.10.18.15: aor. ἐπιέσθην Od.8.336, Sol.13.37, Hdt.4.11, etc.; ἐπιέχθην Hp.Fract.5, etc.: pf. πεπίεσμαι Arist.Mu.392b33, Procl.Hyp.5.49, cj. in Alciphr.3.55. etc.; πεπίεγμαι Hp.Fract.5.—From πῐεζέω we have πιεζέουσι v.l. in Id.Fract.31 : impf. πιέζευν v.l. in Od.12.174, 196; part. πιεζεῦντα Hp.Off.25, Fract.9, πιεζεῦσαν Herod.8.47 :—Pass., part. πιεζεύμενος Hdt.3.146, 6.108, 8.142 (always with v.l. -όμενος), Hp.Nat.Puer.21, πιεζούμενος Plb.3.74.2; imper. πιεζείσθω IG4.364.7 (Corinth, iv A.D.): impf. ἐπιεζοῦντο Plb.11.33.3; so in later Gr., as Plu. Thes.6, Alc.2, etc.; Dor., Aeol., and later Gr. πῐάζω Alcm.44, Alc.148: aor. 1 ἐπίᾰσα LXX Ca.2.15, Ev.Jo.8.20; ἐπίαξα Theoc.4.35, (ἀμφ-) Ep..6: Pass., fut. πιασθήσομαι LXX Si.23.21 : aor. ἐπιάσθην Apoc.19.20 : pf. πεπίασμαι POxy.812 (i B. C.), Dsc.1.15, Hippiatr.34 :—press tight, squeeze, χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα Il.16.510, cf. Hes.Op.497; ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Od.4.419; μ' ἐν δεσμοῖσι δέον μᾶλλόν τε πίεζον 12.196, cf. 164; π. τὰ χείλεα compress them, Hp.VM22; ῥύγχος εἰς ὄξος π. Axionic.8.5 ; π. τοὺς ὑπευθύνους squeezing them (like figs), to try if they are ripe, Ar.Eq.259 ; σφόδρα π. αὐτοῦ τὸν πόδα Pl. Phd.117e ; π. [τὴν δεξιὰν] ἐμπαθῶς Plb.31.24.9 : abs., X.Mem.3.10.13, Arist.Rh.1361b17 :—Pass., to be pressed tight, ἐν δεσμοῖς Od.8.336, cf. Hp.Fract.25, al.; of wrestlers, Plu.Alc.2; πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς are compressible, Arist.Mete.386b1. II press or weigh down, of a heavy weight, Σικελία αὐτοῦ π. στέρνα Pi.P.1.19, cf. Ar.Pax 1032 :—and in Pass., ὁ δ' ὦμος . . πιέζεται Id.Ra.30, cf. X.Cyr.7.5.11 : metaph., oppress, distress, π. τινὰ ἡ δαπάνη Hdt.5.35 ; λιμός A.Ch. 250 ; καὶ πρὸς π. χρημάτων ἀχηνία (Abresch for προσπιέζει) ib.301 ; συμφορὰ δ'ἑτέρους ἑτέρα π. E.Alc.894 (lyr.); αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ar. Nu.1120 ; π. ἡ ἀνάγκη ib.437, cf. Th.2.52 :—freq. in Pass., ὑπὸ νούσοισι Sol.13.37 ; ὑπὸ λιμοῦ Th.1.126 ; πολέμῳ Hdt.4.11, 6.34 ; τῇ νούσῳ Pherecyd. ap. D.L.1.122, cf. Th.7.47 ; ταῖς εἰσφοραῖς Lys.28.3; ταῖς συμφοραῖς X.Cyr.7.2.20; σπάνει σίτου Id.HG5.4.56, etc.: abs., Hdt.7.121, etc.; of a river, to be exhausted from the heat of the sun, Id.2.25. 2 press hard, of a victorious army, τοὺς ἐναντίους Id.9.63 :—Pass., τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ib.60; εἴ πῃ πιέζοιντο Th.1.49, cf. X.HG2.4.34 ; ὑπό τινων ib.7.1.43. 3 bear hardly upon, τινα Pl.Cra.409a; τῷ λόγῳ Plu.Alc.6; ὑπὸ τῶν ἐλέγχων πιέζεσθαι Phld.D.3.8; of a point in the argument, hold fast to, Pl.Lg.965d; press it, Plb.3.21.3, Demetr.Lac. l.c., etc.; lay stress on, Plu.2.31e: c. dat., insist upon, τοῖσι περιπάτοισι Hp.Insomn.88. b determine precisely, ἀποστήματα Procl.Hyp.5.19, cf. 49 (Pass.); π. δεῖ πῶς ἓν ἐκεῖνο καὶ ἕτερον Porph.Sent.36. 4 repress, stifle, ἐν θυμῷ χόλον Pi.O.6.37; τὸν τῦφον Plu.Alc.4. 5 outweigh, τἀγαθῷ τὸ δυστυχές E.Hipp.637, cf. Supp.249 (s. v.l.). III later, lay hold of, ταῦρον . . πιάξας τᾶς ὁπλᾶς by the hoof, Theoc.4.35; αὐτὸν τῆς χειρός Act.Ap.3.7, cf. Ev.Jo.7.30, etc.
German (Pape)
[Seite 613] dor. πιάζω, πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N. T., auch πιάσαι, ἐπιάσθη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχθην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – drücken, festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσθείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός, Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην λίαν πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευθύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ ἀνάγκη, 436; sp. D., σῶμα πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 (Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ ὄνομα φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσθαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσθῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πιέζω: παρατ. ἐπίεζον, Ἐπικ. πίεζον, Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. πιέσω, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· ― ἀόρ. ἐπίεσα Ἡρόδ., Ἀττ.· πιέξῃς παρ’ Ἱππ. 755Β, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ γράφει ἐπίεσα. ― Παθ., μέλλ. πιεσθήσομαι Ὀρειβάσ., Γαλην.· ἀόρ. ἐπιέσθην Ὀδ. Θ. 336, Σόλων 12. 37, Ἡρόδ., κλπ· ἐπιέχθην Ἱππ. 755Α, Β, κτλ.· πρκμ. πεπίεσμαι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 4, Ἱππ. 243, 44, κτλ.· ἀλλὰ πεπίεγμαι Ἱππ. 754G, Η, 755Α, κτλ. Ἐν τῇ Ὀδ. εὑρίσκομεν ὡσαύτως παρατ. πιέζευν ἀντὶ ἐπιέζουν, ἐκ ῥήμ. πιεζέω, Μ. 174, 196· καὶ παθ. μετοχ. πιεζεύμενος Ἡρόδ. 3. 146., 6. 108., 8. 142· ἐπιεζοῦντο Πολύβ. 11. 33, 3· καὶ ὁ τύπος ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἱππ.· ― ἀλλ’ οἱ τύποι ἐκ τοῦ πιεζέω φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστεροι, (Πλουτ. Θησ. 6, Ἀλκιβ. 2, κτλ.), καὶ ὅτι ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσήχθησαν εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῆς Ὀδ. καὶ τοῦ Ἡροδ., ἴδε Dind. de Dial. Hdt. σ. xxiii. ― Ἕτερος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Δωρ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἀττ. εἶναι πιάζω, Ἀλκμὰν 48, Ἀλκαῖ. 142: ― ἀόρ. α΄ ἐπίασα Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Β΄, 15), Καιν. Διαθ.· ἐπίαξα Θεόκρ. 4. 35, (ἀμφ-) Ἐπίγρ. 6· ― Παθ., μέλλ. πιασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐπιάσθην Ἀποκάλ. ιθ΄, 20 (ἴδε πιαίνω)· πρκμ. πεπίασμαι Ἱππιατρ. ― Πιέζω, πιέζω ἰσχυρῶς, δυνατά, χειρὶ ἑλῶν ἐπίεζε βραχίονα Ἰλ. Π. 510, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 495· ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Ὀδ. Δ. 419· μ’ ἐν δεσμοῖσι δέαν μᾶλλόν τε πίεζον Ὀδ. Μ. 196, πρβλ. 164· π. τὰ χείλεα, συμπιέζω αὐτά, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· ῥύγχος εἰς ὄξος πιέζων Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· πιέζω τοὺς ὑπευθύνους, τοὺς πιέζω, (ὡς πιέζω τὰ σῦκα, ὅπως ἴδω ἂν εἶναι ὥριμα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 259· σφόδρα π. αὐτοῦ τὸν πόδα Πλάτ. Φαίδων 117Ε· π. τὴν δεξιὰν ἐμπαθῶς Πολύβ. 32. 10, 9· ― ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 9· ― Παθ., πιέζομαι ἰσχυρῶς, δυνατά, Ὀδ. Θ. 336, Ἱππ. 767C, κτλ.· ἐπὶ παλαιστῶν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 2· πιέζεται ὅσα πόρους κενούς, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 14, πρβλ. πιεστός. ΙΙ. πιέζω, βαρύνω, «πλακώνω», Σικελία αὐτοῦ π. στέρνα Πινδ. Π. 1. 35, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1032· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ δ’ ὦμος... πιέζεται ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 30, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ― ἐντεῦθεν μεταφορ., καταθλίβω, στενοχωρῶ, βλάπτω, π. τινὰ ἡ δαπάνη Ἡρόδ. 5. 35· λιμὸς Αἰσχύλ. Χο. 250· καὶ πρὸς π. χρημάτων ἀχηνία (οὕτως ὁ Abresch ἀντὶ τοῦ προσπιέζει) αὐτόθι 301· π. ἡ τύχη Εὐρ. Ἱκέτ. 249, πρβλ. Ἀλκ. 894· αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ἀριστοφ. Νεφ. 1120· π. ἡ ἀνάγκη αὐτόθι 437, πρβλ. Θουκ. 2. 52· ― συχν. ἐν τῷ παθ., ὑπὸ νούσοισι Σόλων 12. 37· ὑπὸ λιμοῦ Θουκ. 1. 126· πολέμῳ Ἡρόδ. 4. 11., 6. 34· τῇ νούσῳ Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122· ταῖς εἰσφοραῖς Λυσ. 179. 32· ταῖς συμφοραῖς Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20· σπάνει σίτου ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56, κτλ.· ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 120, Ξεν., κτλ.· ἐπὶ ποταμοῦ, τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται (ὁ Νεῖλος δηλ.), πάσχει μεγάλως ἐκ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 2. 25. 2) Πιέζω ἰσχυρῶς, ἐπίκειμαι, ἐπὶ νικηφόρου στρατεύματος, Λατ. premo, urgeo, τοὺς ἐναντίους Ἡρόδ. 9. 63. ― Παθ., τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ὁ αὐτ. 9. 60· εἴ πη πιέζοιντο Θουκ. 1. 49· πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 34., 7. 1, 43, κτλ. 3) πιέζω ἐν λογικῷ ἐπιχειρήματι, στενοχωρῶ, τινὰ Πλουτ. Κρατ. 409Α· τῷ λόγῳ Πλουτ. Ἀλκιβ. 6· ― ὡσαύτως ἐπὶ μέρους τινὸς σπουδαίου ἐν τῇ συζητήσει, ἐπιμένω εἰς αὐτό, Πλάτ. Νόμ. 965D, Πολύβ. 3. 21, 3, κτλ. 4) καταπνίγω, ἀναχαιτίζω, χόλον ἐν θυμῷ Πινδ. Ο. 6. 61· τὸν τῦφον Πλουτ. Ἀλκ. 4 ΙΙΙ. μεταγεν., λαμβάνω, πιάνω, ταῦρον... πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, ἐκ τῆς ὁπλῆς, Θεόκρ. 4. 35· αὐτὸν τῆς χειρὸς Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 7, πρβλ. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. ζ΄, 30 κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. πιέσω, ao. ἐπίεσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπιέσθην, pf. πεπίεσμαι;
I. au propr.
1 serrer, presser, étreindre, acc. ; Pass. être pressé, être courbé, se courber sous le poids de qch;
2 serrer de près, acc.;
II. fig. 1 presser : τινα λιμῷ XÉN réduire qqn à la famine ; Pass. être pressé, accablé (par le malheur, la maladie, etc.) ; tomber dans le besoin, dans la misère;
2 pousser qqn au pied du mur, réfuter;
3 presser, insister sur, prendre particulièrement en considération, acc..
Étymologie: DELG skr. pidáyati « écraser, blesser » ; cf. lat. pinso ; cf. πτίσσω.
English (Autenrieth)
ipf. ἐπίεζον, πίεζε, pass. aor. part. πιεσθείς: squeeze, press, pinch; fig., ἐν δεσμοῖς, ‘load with fetters,’ Od. 12.164; pass., Od. 8.336.
English (Slater)
πῐέζω
a press upon Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.19)
b met.,
I suppress (feelings) ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37)
II affect, be a burden to τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (N. 1.53)
English (Strong)
another form for πιάζω; to pack: press down.
English (Thayer)
perfect passive participle πεπιεσμενος; from Homer down; to press, press together: Sept. once for דָּרַך, Micah 6:15.