βαρέω

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρέω Medium diacritics: βαρέω Low diacritics: βαρέω Capitals: ΒΑΡΕΩ
Transliteration A: baréō Transliteration B: bareō Transliteration C: vareo Beta Code: bare/w

English (LSJ)

Aeol. βορέω, v. infr., A fut. βαρήσω Luc.DMort.10.4: pf. βεβάρηκα D.C.78.17:—Pass., v. infr.:—weigh down, depress, βαρήσει ταῦτα τὸ πορθμεῖον Luc. l. c. (censured, Id.Sol.7); τὴν τῆς δίκης ῥοπὴν β. Procop.Arc.14; ὅταν τὰ πράγματα βαρῇ τοὺς ἀντιδίκους Hermog. Inv.2.7; ἵνα μὴ τὴν πόλιν βαρῶμεν IG14.830.15 (Puteoli), cf. POxy. 1159.2 (iii A. D.); τὸ ἔθνος ἐβάρει ταῖς εἰσφοραῖς J.BJ2.14.1, cf. D.C. l. c.:—Pass., κῆρ… βόρηται Sapph.Supp.25.17; β. διά τινα Diog. Oen.64, cf. POxy.525.3 (ii A. D.); β. τῷ ἐκφορίῳ PGiss.6.7 (ii A. D.): c. acc., to be indignant at, αὐτῶν τὴν εὐγένειαν Hdn.8.8.1; οὓς βαροῦνται M.Ant.8.44.
2 charge an account, POxy.126.8 (vi A. D.).
II intr. in Ep. pf. part. βεβαρηώς = weighed down, heavy, οῐνῳ βεβαρηότες Od.3.139, cf. 19.122:—later, pf. part. Pass. βεβαρημένος, μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος β. ηὗδεν Pl.Smp. 203b; οἴνῳ β. Ph.1.373; τοὺς ὀφθαλμοὺς β. ὑπ' οἴνου ib.377; ὠδίνεσσιν Theoc.17.61; ὕπνῳ AP 7.290 (Stat. Flacc.), Gp.13.1.8, Ev.Luc.9.32 (without ὕπνῳ Ev.Matt. 26.43); β. τὰ πρόσωπα πένθει Plu.Aem.34; τὰ σώματα πλησμονῇ β. Id.Mar.19; γυνὴ πολλοῖς ἔτεσι β. PTeb.327.25 (ii A. D.); οἷον βεβαρημένος as though pregnant, Plot.3.8.8:—Pass., pres. βαρέεται Hp. Morb.4.49: aor. ἐβαρήθην Parth.9.8: pf. βεβάρηται Placit.3.12.2.

Spanish (DGE)

(βᾰρέω)
• Morfología: [dud. pres. v. med. eol. βόρηται Sapph.96.17 (pero cf. βορέομαι); aor. inf. βαρέσαι POxy.126.8 (VI d.C.), βαρεθέναι POxy.1872.4 (V/VI d.C.); perf. part. βεβαρηότες Od.3.139, 19.122; palabra considerada de mal uso ático, Luc.Sol.7]
I intr.
1 estar cargado, sentirse pesado en ép. esp. en part. perf. act. οἴνῳ βεβαρηότες Od.l.c., cf. 19.122, Q.S.13.164, ὑπ' ἀκρήτῳ Q.S.13.28
tb. en v. med. c. ac. de rel. τὴν κεφαλὴν βαρεῖται siente la cabeza pesada Hp.Morb.4.49
en part. perf. pas., hablando del vino μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος βεβαρημένος ηὗδεν Pl.Smp.203b, ἀπ' οἴνου Ph.1.377
c. dat. οἴνῳ PCair.Isidor.75.9 (IV d.C.), ὕπνῳ AP 7.290 (Stat.Flacc.), Gp.13.1.8, Eu.Luc.9.32, cf. Q.S.3.660, 7.734
abs. ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι Eu.Matt.26.43.
2 en perf. en v. med. estar grávida βεβαρημένα ὠδίνεσσιν Theoc.17.61, cf. Plot.3.8.8.
3 pesar, ser pesado δεσμῶν ... βαρούντων Arr.Epict.1.9.14, πεύκη Q.S.9.456a, σῶμα Origenes Io.6.52 (p.161.18)
ser una carga τις λοιπὸν χρεία πλούτου ἀργοῦ ... ἀλλὰ μόνον βαρήσοντος; Porph.Abst.1.54
en v. med. pesar, cargar el peso κατὰ τοῦτο βεβάρηται carga el peso (la tierra) en ese sentido, Placit.3.12.2 (= Democr.196), πρὸς κακίαν Gr.Nyss.Or.Catech.6
económicamente ser gravoso ἵνα μὴ βαρήσω αὐτῷ ὀψωνίου para que no sea gravosa la manutención, POxy.1159.2 (III d.C.).
II tr.
1 esp. c. compl. de pers. hacer sentir el peso, cargar sobre βαροῦντες ... καὶ βαπτίζοντες ... νηχόμενον cargando y sumergiendo al nadador (para ahogarlo), I.AI 15.55, βαρήσει γὰρ τὸ πορθμεῖον συνεμπεσόντα Luc.DMort.20.4
en v. pas. ser presionado ζώναις, αἷς βαρηθεῖσα ... ἀπεπνίγη Parth.9.7
fig. apesarar, agobiar αὐτὸν ἐβάρει κόπος Charito 4.2.1, ἐβάρησά τινα Ign.Phil.6.3, τὰ πράγματα βαρεῖ τοὺς ἀντιδίκους Hermog.Inu.2.7, c. dat. ἵνα μὴ βαρήσεις ἀνθρώποις POxy.1677.8 (III d.C.), en v. med. mismo sent. οὗτοι οὓς βαροῦνται M.Ant.8.44, c. ac. de rel. ἐπίσταμαι ὅτι πολλὰ βαροῦμαί σε POxy.2728.8 (III/IV d.C.), αὐτῶν τὴν εὐγένειαν Hdn.8.8.1
en v. pas. βαροῦμαι = ser oprimido, ser agobiado, ser abrumado καθ' ἑκάστην ἡμέραν βαροῦμαι δι' αὐτόν POxy.525.3 (II d.C.), δι' ἡμᾶς Diog.Oen.123.3.9, καθ' ὑπερβολὴν ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν 2Ep.Cor.1.8, cf. 5.4, Eu.Luc.21.34, SIG 904 (Corinto IV d.C.), c. dat. agente ἐβαρεῖτο τῇ νόσῳ POxy.939.23 (IV d.C.), καμάτῳ ... βαρούμενος Hld.1.7.3, esp. en part. perf. πένθει βεβαρημένος Plu.Aem.34, ὑπ' ἀτλήτῳ ἄλγει Q.S.9.457, πολλοῖς ἔτεσι PTeb.327.25 (II d.C.), γήραϊ Q.S.2.341.
2 cargar esp. estibar τὸν ναυτικόν BGU 1674.9 (II d.C.)
lastrar αὐτὴν (τῆς δίκης ῥοπήν) βαρήσας Procop.Arc.14
en v. pas. ser lastrado βαρεῖται ... οὗτος λίθῳ μεμετρημένῳ de un arte de pesca, Ael.NA 1.2.
3 económicamente gravar, cargar de impuestos τὸ δημόσιον ἰσχυρῶς D.C.78.17.3, ἵνα μὴ τὴν πόλιν βαρῶμεν IG 14.830.15 (Puteoli II d.C.), τὸ πᾶν ἔθνος ... εἰσφοραῖς I.BI 2.273, en v. pas. βαρεθέναι τὸ πλοῖον ο<ἴ>νου εἰς τὸ τελόνιν POxy.1872.4 (V/VI d.C.), op. κουφίζω: βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄνομα poner el impuesto a mi nombre, POxy.126.8 (VI d.C.), en v. pas. PCair.Isidor.1.4 (III d.C.), μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία 1Ep.Tim.5.16, cf. 2Ep.Cor.5.4, βαροῦμαι τῷ ἐκφορίῳ PGiss.6.1.7 (II d.C.), cf. PAlex.Giss.26.4, IGBulg.4.2236.93 (Escaptopara III d.C.), ἵνα ... μηδὲ τὸν ἄρτον βεβαρημένον ἐσθίωσιν para que no coman un pan ganado tras pagar muchos impuestos Epiph.Const.Exp.Fid.23 (p.525.1).

German (Pape)

[Seite 433] 1) beschweren, βαρήσει Luc. D. Mort. 10, 4; Ios. u. a. Sp. Auch pass., τινά, Einen nicht leiden können, M. Ant. 8, 44. Die Atticisten tadeln den Gebrauch des Wortes für βαρύνω. Häufiger pass., βεβαρημένος, beschwert, βρομίᾳ, von Wein schwer, Ep. ad. 525 (VII, 290); öfter in Anth.; ohne Zusatz Plat. Conv. 203 b; ὠδίνεσσιν Theocr. 17, 61; ὕπνῳ Ep. ad. 285 (Plan. 98); N.T.; βεβαρημένοι τὰ πρόσωπα πένθει Plut. Aemil. 34; ἐς ὕπνον Anacr. 57, 18; Hom. οἴνῳ βεβαρηότες Odyss. 3, 139, βεβαρηότα φρένας οἴνῳ 19, 122.

French (Bailly abrégé)

βαρῶ :
impf. ἐβάρουν, f. βαρήσω, ao. ἐβάρησα, pf. βεβάρεκα;
Pass. ao. ἐβαρήθην, pf. βεβάρημαι;
1 tr. charger d'un poids lourd, alourdir;
2 intr. (au part. pf. épq. βεβαρηώς) être alourdi (par le vin).
Étymologie: βάρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρέω βάρος Aeol. praes. med.-pass. 3 sg. βόρηται, ep. ptc. perf. intrans. βεβαρηώς
1. act. met acc. zwaar maken, verzwaren, zwaar wegen op:. βαρήσει... τὸ πορθμεῖον (jouw weelde en trots) zullen de boot overbelasten Luc. 77.20.
2. pass. (overdr.) zwaar worden, bezwaard worden, bedrukt worden:; οἴνῳ βεβαρηότες zwaar van de wijn (d.w.z. dronken) Od. 3.139; πλησμονῇ βεβαρημένοι met een zwaar gevoel omdat ze vol zaten (met eten) Plut. Mar. 19.4; vaak psychisch. βεβαρημένα ὠδίνεσσιν gebukt onder pijnen Theocr. Id. 17.61; ἦσαν... αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι hun ogen waren zwaar NT Mt. 26.43; στενάζομεν βαρούμενοι wij zuchten bedrukt NT 2 Cor. 5.4; ὑπὲρ δύναμιν ἐβαρήθημεν we hebben het zwaar te verduren gehad, boven onze krachten NT 2 Cor. 1.8.

Russian (Dvoretsky)

βᾰρέω:
1 отягощать, обременять, перегружать (τὸ πορθμεῖον Luc.): βεβαρημενος (sc. οἴνῳ) Plat., Arst., Theocr., Anth. опьяненный; βεβαρημένος ὕπνῳ Anth. объятый сном;
2 тяготить, томить, удручать (βεβαρημένος ὠδινεσσιν Theocr.; βεβαρημένοι τὰ πρόσωπα πένθει Plut.);
3 pf. быть отягощенным, быть опьяненным (οἴνῳ βεβαρηώς Hom.).

Middle Liddell

βαρύς
I. to weigh down, depress, Luc.
II. intr. in epic perf. part. βεβαρηώς, weighed down, heavy, οἴνωι βεβαρηότες Od.: later in part. pass. βεβαρημένος, Theocr., Anth., etc.

English (Autenrieth)

see βαρύνω.

English (Abbott-Smith)

βαρέω, -ῶ (later form of βαρύνω, q.v.), [in LXX: Ex 7:14 (כָּבֵד),II Mac 13:9*;]
to depress, weigh down. In NT, in pass. only: Mt 26:43, Lk 9:32 21:34, II Co 1:8 5:4, I Ti 5:16.†

English (Strong)

from βαρύς; to weigh down (figuratively): burden, charge, heavy, press.

English (Thayer)

βάρω: to burden, weigh down, depress; in the N.T. found only in the passive, viz., present participle βαρούμενοι, imperative βαρείσθω; 1st aorist ἐβαρήθην; perfect participle βεβαρημενος; the better writings do not use the present; they use only the participles, βεβαρηως and βεβαρημενος; see Matth. § 227; Winer's Grammar, 83 (80); (Buttmann, 54 (47); Veitch, under the word). Used simply: to be weighed down, oppressed, with external evils and calamities, ὀφθαλμοί βεβαρημένοι, namely, ὕπνῳ, weighed down with sleep, L T Tr WH καταβαρυνόμενοι); ὕπνῳ added, ἐν (בְּ) κραιπάλῃ, βαρυνθῶσιν (see βαρύνω) (Homer, Odyssey 19,122 οἴνῳ βεβαρηοτες, Diodorus Siculus 4,38 τῇ νόσῳ); μή βαρείσθω let it not be burdened, namely, with their expense, ἐισφοραις, Dio Cassius, 46,32). (Compare: ἐπιβαρέω, καταβαρέω.)

Greek Monotonic

βαρέω: (βαρύς), μέλ. -ήσω, παρακ. βεβάρηκα,
I. έλκω ή πιέζω προς τα κάτω, σε Λουκ.
II. αμτβ. στην Επικ. μτχ. παρακ. βεβαρηώς, αυτός που ζυγίζει πολύ, βαρύς· οἴνῳ βεβαρηότες, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα ήταν σε χρήση η Παθ. μτχ. βεβαρημένος, σε Θεόκρ., Ανθ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

βαρέω: μέλλ. – ήσω, πρκμ. βεβάρηκα, κτλ.· πρβλ. ἐπιβαρέω· - έλκω ἢ πιέζω πρὸς τὰ κάτω, καταπιέζω, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ τοῦ βαρύνω· βαρήσει ταῦτα τὸ πορθμεῖον Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4· ἵνα μὴ τὴν πόλιν βαρῶμεν Συλλ. Ἐπιγρ. 5853, 15· τὸ ἔθνος ἐβάρει ταῖς εἰσφοραῖς Ἰώσηπ. ΙΙ. Ι. 2. 14, 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 78. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 34· - ἐν τῷ παθ. μ. αἰτ., ἀγανακτῶ ἐπί τινι, πρός τι, αὐτῶν τὴν εὐγένειαν Ἡρῳδιαν. 8. 8, 2· οὓς ἐβαροῦντο Μ. Ἀντων. 8. 44. ΙΙ. ἀμεταβ. κατὰ μετοχ. Ἐπι. πρκμ., βεβαρηώς, βεβαρημένος, βαρύς, οἴνῳ βεβαρηότες Ὀδ. Γ. 139., Τ. 122· - ἀντὶ τούτου παρὰ τοῖς μετέπειτα ἦτο ἐν χρήσει ἡ παθ. μετοχὴ βεβαρημένος, Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Συμπ. 203Β, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, Θεόκρ. 17. 61, Ἀνθ., κτλ., ὡσαύτως παθητ. ἐνεστ. βαρέεται Ἱππ. 7. 578 Littr é· ἀόρ. ἐβαρήθην Διον. Ἁλ. 1. 14· βεβάρηται Πλούτ. 2. 895F.

Chinese

原文音譯:baršw 巴雷哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:(成為)重 相當於: (כָּבֵד‎)
字義溯源:使負重荷,勞苦,累著,壓下,困倦,打;源自(βαρύς)=煩重的),而 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量)。這字多用作被動式,並且多用作隱喻方面;如:眼睛困倦,其原意為:眼睛負重荷
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(1);林後(2);提前(1)
譯字彙編
1) 困倦(2) 太26:43; 可14:40;
2) 累著(1) 提前5:16;
3) 勞苦(1) 林後5:4;
4) 壓(1) 林後1:8;
5) 打(1) 路9:32