διασκορπίζω

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκορπίζω Medium diacritics: διασκορπίζω Low diacritics: διασκορπίζω Capitals: ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ
Transliteration A: diaskorpízō Transliteration B: diaskorpizō Transliteration C: diaskorpizo Beta Code: diaskorpi/zw

English (LSJ)

scatter abroad, LXX Ge.49.7(v.l.), al.:—Pass., Ev.Jo.11.52, Plb.1.47.5, BGU1049.7 (iv A. D.); squander, οὐσίαν Ev.Luc.15.13; confound, ib.1.51; winnow, συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας Ev.Matt.25.24.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar, esparcir ὦ οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες ... τὰ πρόβατα LXX Ie.23.1, τοὺς μὲν διεσκόρπισεν, οὓς δὲ ἀπέκτεινε Ael.VH 13.46
diseminar, disgregar εἴωθε γὰρ τὸ ἐπίχρισμα διασκορπίζειν τὸ συρρυέν Seuer. en Aët.7.87
abs. θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας que cosechas donde no sembraste y recoges donde no esparciste, Eu.Matt.25.24.
2 dilapidar διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως (el hijo pródigo) dilapidó su hacienda viviendo licenciosamente, Eu.Luc.15.13, τὸ δημόσιον PHamb.230.26 (VI d.C.)
en buen sent. repartir, distribuir τὰ ἴδια χρήματα como obra de beneficencia, Pall.H.Laus.61.6.
3 desbaratar, arruinar, destruir διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν desbarató a los soberbios en los proyectos de sus corazones, Eu.Luc.1.51, ὁ θεὸς ... διασκορπίζει αὐτούς (τοὺς δαιμονιώδεις λογισμούς) Nil.M.79.257C
en v. med. mismo sent. τὸ ... ἀσύστατον τοῦ ἐκείνων δόγματος Gr.Nyss.M.46.109A.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse, esparcirse de plu. y colect. τὸ δὲ τῶν Βοιωτῶν ἔθνος ... διεσκορπίσθη κατὰ πόλεις Plb.27.2.10, ὑπό τε τοῦ κλύδωνος ... τὸ ῥιπτούμενον ... διασκορπίζεσθαι Plb.1.47.4, διεσκορπίσθησαν ἐν πάσῃ τῇ γῇ LXX Si.48.15, διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί σου LXX Nu.10.34, cf. Eus.M.23.176A, τὰ τέκνα τοῦ θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα Eu.Io.11.52, τοὺς Ἰσραηλίτας ... διασκορπιζομένους ὑπ' αὐτῶν εἰς τὰ ὄρη I.AI 8.404, τῶν ἵππων <διὰ τοῦ σκότους> ... διασκορπισθέντων Ps.Callisth.2.39B (p.199), διεσκορπ(ισμένοι) φοί(νικες) PIand.142.2.22 (II d.C.), cf. BGU 1049.7 (IV d.C.)
de singulares dispersarse, disiparse (ἡ ψυχή) τοῖς διαλογισμοῖς ... διασκορπισμένη Mac.Aeg.Serm.B 29.1.11, διασκορπίζεται γὰρ ἡ ἀτμὶς ὑπὸ τῆς τοῦ ἀνέμου βιαίας κινήσεως Olymp.in Mete.88.1.

German (Pape)

[Seite 602] aus einander werfen, zerstreuen; Pol. 1, 47; N.T.; vgl. Ael. V. H. 13, 46.

French (Bailly abrégé)

dissiper, disperser;
NT: dilapider.
Étymologie: διά, σκορπίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκορπίζω van zaken verstrooien, abs. strooien:; συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας oogstend van plaatsen waar u niet heeft gestrooid NT Mt. 25.24; van een vermogen verkwisten. van personen uiteendrijven:. πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν allen die hem volgden werden uiteengedreven NT Act. Ap. 5.37.

Russian (Dvoretsky)

διασκορπίζω:
1 разбрасывать, рассеивать (παρωθεῖσθαι καὶ διασκορπίζεσθαι Polyb.; διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα NT);
2 расточать, растрачивать, проматывать (τὴν οὐσίαν NT).

Greek (Liddell-Scott)

διασκορπίζω: σκορπίζω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Ἑβδ. (Δαν. ιαʹ, 24), Κ. Δ., Πολύβ. 1. 47, 5, κτλ.

English (Strong)

from διά and σκορπίζω; to dissipate, i.e. (genitive case) to rout or separate; specially, to winnow; figuratively, to squander: disperse, scatter (abroad), strew, waste.

English (Thayer)

1st aorist διεσκόρπισα; passive, perfect participle διεσκορπισμενος; 1st aorist διεσκορπίσθην; 1future διεσκορπισθήσομαι; often in the Sept., more rarely in Greek writings from Polybius 1,47, 4; 27,2, 10 on (cf. Lob. ad Phryn., p. 218; (Winer's Grammar, 25)); to scatter abroad, disperse: συνάγω); of the enemy, Josephus, Antiquities 8,15, 4; Aelian v. h. 13,46 (1,6) ὁ δράκων τούς μέν διεσκόρπισε, τούς δέ ἀπέκτεινε). Of a flock of sheep: to squander, waste: διασπείρω in Sophocles El. 1291). like the Hebrew זָרָה (the Sept. Ald.), etc.) of grain, to scatter, i. e. to winnow (i. e., to throw the grain a considerable distance, or up into the air, that it may be separated from the chaff; opposed to συνάγω, to gather the wheat, freed from the chaff, into the granary (cf. BB. DD. under the word Agriculture>)): Matthew 25:24,26.

Greek Monolingual

(AM διασκορπίζω)
1. σκορπίζω εδώ κι εκεί, διασπείρω
2. κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω
αρχ.
1. προκαλώ ταραχή ή σύγχυση σε κάποιον
2. σπέρνω ή λιχνίζω.

Greek Monotonic

διασκορπίζω: μέλ. -σω, διασπείρω τριγύρω ή μακριά, διασκορπίζω (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. σω
to scatter abroad, NTest.

Chinese

原文音譯:diaskorp⋯zw 笛阿-士可而披索
詞類次數:動詞(9)
原文字根:經過-散播 相當於: (פּוּץ‎ / פָּצַץ‎)
字義溯源:浪費,散播,揚去糠皮,四散,趕散,分散;由(διά)*=通過)與(σκορπίζω)=分散)組成;而 (σκορπίζω)出自(σκορπίος)*=蠍子,散播毒液)
出現次數:總共(9);太(3);可(1);路(3);約(1);徒(1)
譯字彙編
1) 浪費(2) 路15:13; 路16:1;
2) 散的(2) 太25:24; 太25:26;
3) 分散了(2) 太26:31; 可14:27;
4) 四散了(1) 徒5:37;
5) 他趕散(1) 路1:51;
6) 四散(1) 約11:52