ἄκαρπος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἄκαρπον,
A without fruit, barren, E.Fr.898.8, Pl.Ti. 91c; ἄκαρπον ξύλον, = ἀκακία, LXX Is.41.19: c. gen., λίμνη ἄ. ἰχθύων Paus. 5.7.3.
2 metaph., fruitless, unprofitable, πόνος B.Fr.7.5; λόγοι Pl.Phdr.277a; τὰ ἄ. Arist.EN1125a11. Adv. ἀκάρπως S.OT254.
II Act., making barren, A.Eu.942, cf. Max. Tyr.5.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἄγαρπος PMasp.6ue.52
I 1estéril, improductivo, sin fruto, ἄρουρα E.HF 369, πέδον E.Fr.898.8, cf. Pl.Ti.91c, Λιβύη Plb.12.3.2, I.BI 4.452, Herm.Sim.9.19.2, cf. PMasp.6ue.52, 313.40, PLond.1631.2.3
•de plantas sin fruto comestible de la acacia, Sm.Is.41.19, πτελέα ξύλον ἄ. Herm.Sim.2.3, cf. Poll.1.234
•del hombre ἄκαρπον ποιέουσι τὸν ἄνθρωπον Hp.Loc.Hom.3
•c. gen. λίμνη ἄ. ἰχθύων Paus.5.7.5
•neutr. como adv. οὐδ' ἐς ἄκαρπον ... ὠδῖνας ἀνέτλην no sin fruto ... soporté los dolores del parto, Sardis 104.3 (IV/III a.C.).
2 fig. improductivo, estéril, infructuoso, inútil πόνος B.Fr.11.7, λόγοι Pl.Phdr.277a, D.C.40.54.4, ἔργα Ep.Eph.5.11, Plu.2.41e
•subst. τὰ καλὰ καὶ ἄ. cosas bellas e inútiles Arist.EN 1125a11.
II que esteriliza νόσος A.Eu.942, cf. Max.Tyr.34.4.
III adv. ἀκάρπως = sin fruto γῆς ὧδ' ἀκάρπως ... ἐφθαρμένης S.OT 254.
German (Pape)
[Seite 68] 1) unfruchtbar, von Gewächsen u. vom Erd-boden, häufig Theophr. λίμνη ἄκ. ἰχθύων Paus. 5, 7, 3; λόγοι Plat. Phaedr. 277 a; oft übertr., Plut. – Adv. Soph. O. R. 254. – 2) Aesch. Eum. 902 νόσος ἄκ., unfruchtbar machend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne donne pas de fruits, stérile;
2 qui rend stérile;
NT: inutile.
Étymologie: ἀ, καρπός.
Russian (Dvoretsky)
ἄκαρπος:
1 бесплодный (πέδον Eur.; ὑστέραι Plat.; ὕλη Plut.; перен. λόγοι Plat.: λαλεά, ἀρετή, πρᾶγμα Plut.);
2 опустошительный, губительный (νόσος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαρπος: -ον, = ἄφορος, ἄγονος, Εὐρ. Ἀποσπ. 890. 8, Πλάτ. Τίμ. 91C· μ. γεν., λίμνη ἄκ. ἰχθύων, Παυσ. 5. 7. 3. 2) μεταφ., ἄκαρπος, ἀνωφελής· πόνος, Βακχυλ. 19· λόγοι, Πλάτ. Φαῖδρ. 277Α· τὰ ἄκ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 33: - ἐπίρρ. ἀκάρπως, Σοφ. Ο. Τ. 254· πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 942, μηδ’ ἄκαρπος αἰανὴς ἐφερπέτω νόσος, καταστρεπτικὴ τῶν καρπῶν.
English (Abbott-Smith)
ἄ-καρπος, -ον, [in LXX: Je 2:6 (צַלְמָוֶת), Wi 15:4, IV Mac 16:7;]
unfruitful, barren: fig., Mt 13:22, Mk 4:19, I Co 14:14, Eph 5:11, Tit 3:14, II Pe 1:8, Ju 12. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and καρπός; barren (literally or figuratively): without fruit, unfruitful.
English (Thayer)
(καρπός) (from Aeschylus down), without fruit, barren;
1. properly: δένδρα, not yielding what it ought to yield, (A. V. unfruitful): pernicious, Wisdom of Solomon 1:11).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκαρπος, -ον)
1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος
«άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι»
2. ο άτεκνος, ο στείρος
«άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c)
3. ανώφελος, άσκοπος
«άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7, 5)
4. αυτός που προκαλεί ακαρπία, αφορία, ο καταστρεπτικός
«οι δρίμες είναι άκαρπες μέρες», «σορόκος... άκαρπος» (με βλαβερή επίδραση στα σπαρτά), «μηδ' ἄκαρπος αἰανὴς ἐφερπέτω νόσος» (Αισχύλ. Ευμ. 943).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρπός.
ΠΑΡ. ακαρπία αρχ. ἀκαρπῶ
νεοελλ.
ακαρπίζω, ακαρπίτης].
Greek Monotonic
ἄκαρπος: -ον,
I. 1. άγονος, άφορος, στείρος, σε Ευρ.
2. μεταφ., άκαρπος, ανωφελής, στον ίδ.· επίρρ. ἀκάρπως, σε Σοφ.
II. Ενεργ., φθοροποιός, καταστρεπτικός για τους καρπούς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. without fruit, barren, Eur.
2. metaph. fruitless, unprofitable, Eur.:—adv. ἀκάρπως, Soph.
II. act. making barren, blasting, Aesch.
Chinese
原文音譯:¥karpoj 阿-卡而坡士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:不-(有)果實(的)
字義溯源:不生產的,不結果實的,沒有果子的,沒有果效,不結實,不結果;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καρπός)*=果實)組成。這字常把植物實在不結果實的事例,來隱喻一些人事物
出現次數:總共(7);太(1);可(1);林前(1);弗(1);多(1);彼後(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 沒有果子的(1) 猶1:12;
2) 不⋯果子(1) 彼後1:8;
3) 不結果子(1) 多3:14;
4) 不結果(1) 弗5:11;
5) 不出果實(1) 可4:19;
6) 沒有果效(1) 林前14:14;
7) 不結實(1) 太13:22
English (Woodhouse)
Translations
fruitless
Arabic: عَقِيم; Armenian: ամուլ, ստերջ, զուր; Azerbaijani: barsız, faydasız, xeyirsiz; Bulgarian: безплоден, безполезен; Catalan: infructuós; Chinese Mandarin: 枉然; Dutch: vruchteloos, vergeefs; Esperanto: senfrukta, sterila, vana; Estonian: viljatu; Finnish: hyödytön, turha; French: vain; Georgian: უნაყოფო; German: fruchtlos, unfruchtbar, ergebnislos, resultatlos, unerquicklich, unersprießlich; Greek: άκαρπος, άκαρπη, άκαρπο, ατελέσφορος, ατελέσφορη, ατελέσφορο; Ancient Greek: ἄκαρπος, ἀργός, ἐτώσιος, κενός, ἅλιος, μάταιος, ἀνωφελής, ἀνόνητος; Hindi: असफल, निष्फल, विफल; Italian: infruttuoso, infruttuosa, casso, cassa; Japanese: 不毛; Korean: 헛되다; Latin: cassus, cassa, cassum; Lithuanian: tùščias, tuščià; Macedonian: бесплоден; Middle English: fruytles; Norwegian Bokmål: verdiløs, verdilaus; Nynorsk: verdilaus; Persian: بیثمر; Plautdietsch: fruchtlooss; Polish: bezowocny, próżny, bezpłodny; Portuguese: infrutífero, infrutífera; Romanian: nefructuos, neproductiv, zadarnic, zadarnică; Russian: бесплодный, бесполезный, тщетный; Sanskrit: विफल, मोघ; Scottish Gaelic: mì-tharbhach; Serbo-Croatian: bèsplodan, бѐсплодан; Spanish: infructuoso, estéril; Swedish: fruktlös; Telugu: నిష్ఫలము, విఫలము; Thai: หมัน