ἐπιστομίζω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστομίζω Medium diacritics: ἐπιστομίζω Low diacritics: επιστομίζω Capitals: ΕΠΙΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: epistomízō Transliteration B: epistomizō Transliteration C: epistomizo Beta Code: e)pistomi/zw

English (LSJ)

Att. A fut. -ῐῶ D.7.33: (στόμα):—bridle, curb, ἵππον cj. in Ph.1.85; (δελφῖνας) Philostr. Im.2.18: metaph., curb, bridle, τοὺς ἐχθρούς Ar.Eq.845, cf. D.7.33, Aeschin.2.110, Ep.Tit.1.11; τὴν Ἰουδαίων νεωτεροποιίαν J.AJ17.10.1; silence a speaker, Philostr. VS2.30, cf. Ph.2.191; οἷον ἐ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Plu.2.967b:—Pass., ἐπεστομίσθη Pl.Grg. 482e.
II. of flute-players, ἐ. ἑαυτὸν φορβειᾷ καὶ αὐλοῖς put on the mouthpiece and flutes, Plu.2.713d; but ὁ αὐλὸς ἐ. Id.Alc.2: hence, gag, Luc.Merc. Cond.7.
III. throw on his face, τινά Id.Pr.Im.10, Cal.12.

German (Pape)

[Seite 985] 1) ein Pferd mit dem Gebiß bändigen u. lenken, übertr. Einen zum Schweigen bringen, ihm das Maul stopfen, τοὺς ἐχθρούς Ar. Equ. 845; τοὺς τὴν εἰρήνην ἐκκλείοντας Aesch. 2, 110; ἐπιστομιεῖν ἔφη τοὺς ἀντιλέγοντας Dem. 7, 33; ἐπεστομίσθη Plat. Gorg. 482 e; Sp., wie Luc. Iov. Trag. 35; N.T. – 2) Luc. pro imag. 10 μηδὲ ὑπὲρ τὸν πόδα ἔστω τὸ ὑπόδημα, μὴ καὶ ἐπιστομίσῃ με, machen, daß man aufs Gesicht fällt, od. hindern; vgl. calumn. 12. – 3) φορβειᾷ καὶ αὐλοῖς ἑαυτόν, den Mund damit versehen, Plut. Symp. 7, 8, 4.

French (Bailly abrégé)

I. fermer la bouche à, d'où
1 museler, brider;
2 voiler sa bouche avec la φορβειά ; obstruer en gén.
II. faire que qch tombe sur la bouche ou sur le nez de qqn.
Étymologie: ἐπί, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστομίζω:
1 досл. взнуздывать, перен. надевать на рот (φορβαίᾳ καὶ αὐλοῖς ἑαυτόν Plut.);
2 обуздывать, заставлять замолчать (τινά Arph., Aeschin., Dem., Luc.; τινὰ σοφίσματί τινι Plut.; τινί и ὑπό τινος ἐπιστομισθείς Plat., Plut.);
3 заставлять упасть ничком (τὸν τρέχοντα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (στόμα) χαλινῶ, δαμάζω (ἵππον), Φιλόστρ. 841· μεταφ., ἀποστομίζω, κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 845, πρβλ. Δημ. 85. 5. Αἰσχίν. 42. 29· οἷον ἐπ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἐπεστομίσθη Πλάτ. Γοργ. 482Ε· ― «ἐπιστομίσαι, τὸ ἐπισχεῖν λέγοντα» Πολυδ. Β΄, 102· «ἐπιστομίζων· φιμῶν, ἐλέγχων» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἐπὶ αὐλητῶν, βάλλω ἐπὶ τοῦ στόματός μου τὸ ἐπιστόμιον (τὴν φορβειάν), φορβειᾷ... ἐπιστομίσας ἑαυτόν, περὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 2. 713D· ― ἀλλά, ὁ αὐλὸς ἐπ. τὴν φωνήν, ἐμποδίζει τὴν φωνήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2· οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 7. ΙΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ κατὰ πρόσωπον, «ἐπίστομα», Λουκ. π. Εἰκόν. 10, π. Διαβολ. 12.

English (Strong)

from ἐπί and στόμα; to put something over the mouth, i.e. (figuratively) to silence: stop mouths.

English (Thayer)

(στόμα); properly, to bridle or stop up the mouth; metaphorically, to stop the mouth, reduce to silence: Plato, Gorgias, p. 482e.; Demosthenes 85,4; often in Plutarch, and Lucian.)

Greek Monolingual

και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) επίστομα
νεοελλ.
1. βάζω κάποιον επίστομααπίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα
2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα
3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τον εμποδίζω
αρχ.-μσν.
1. φιμώνω, τοποθετώ χαλινάρι
2. αποστομώνω, κλείνω το στόμα κάποιου
αρχ.
1. χαλιναγωγώ, τιθασεύω
2. (για αυλητή) τοποθετώ το επιστόμιο στο στόμα μου.

Greek Monotonic

ἐπιστομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (στόμα
I. χαλινώνω, δαμάζω άλογο· μεταφ., αποστομώνω, χαλιναγωγώ, συγκρατώ, τινά, σε Αριστοφ., Δημ.
II. βάζω στο στόμα μου το επιστόμιο του αυλού· λέγεται και για αυλό, εμποδίζω τη φωνή, σε Πλούτ.
III. ρίχνω κατά πρόσωπο, τινά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ στόμα
I. to curb in a horse: metaph. to curb, bridle, τινά Ar., Dem.
II. to put on the mouth-piece of a flute; and of a flute, to stop the voice, Plut.
III. to throw on his face, τινά Luc.

Chinese

原文音譯:™pistom⋯zw 誒披-士拖米索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-口(化)
字義溯源:將口堵住,堵住口,緘默;由(ἐπί)*=在⋯上)與(στόμα)*=口)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 堵住⋯口(1) 多1:11