ἐπόπτης

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόπτης Medium diacritics: ἐπόπτης Low diacritics: επόπτης Capitals: ΕΠΟΠΤΗΣ
Transliteration A: epóptēs Transliteration B: epoptēs Transliteration C: epoptis Beta Code: e)po/pths

English (LSJ)

ἐπόπτου, ὁ, (ἐπόψομαι)
A overseer, watcher, especially of a god, Πυθῶνος Pi.N.9.5, cf. Epich.266; ὁ πάντων ἐ. θεός LXX Es.5.1; title of Poseidon, Paus.8.30.1; of the Sun, OGI666.25 (Egypt, i A. D.); δαίμονες ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων Ti.Locr. 105a; ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων D.4.25; ἐπόπτης γῆς καὶ θαλάσσης, of Pompey, JHS27.64 (Cyzicus); of Augustus, IGRom.4.309 (Pergam.); ἐπόπτης εἰρήνης, of a police magistrate, POxy.991 (iv A.D.).
2 simply, spectator, πόνων A.Pr.301.
3 inspector, Cod.Just.10.16.13 Intr.
II one admitted to the highest grade of the mysteries, IG12.6.51, Plu.Alc.22, etc., cf. ἐφόπται IG12(8).205.3 (Samothrace): c. gen., μυστηρίων ἐπόπτης Michel1141 (ibid.); τινος PMag.Lond.121.572: metaph., ἐπόπτης τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος 2 Ep.Pet.1.16.

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, der Etwas ansieht, beschaut, Zuschauer, Aufseher; Πυθῶνος ἐπόπται heißen Pind. N. 9, 5 Apollo u. Artemis; πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπ. Aesch. Prom. 299; τῶν ἀνθρωπίνων Tim. Locr. 105; στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντες Dem. 4, 25; Ath. V, 206 d u. A. – Der zum dritten u. höchsten Grade in den eleusinischen Mysterien Gelangte, der Schauende, Epopt, Plut. Alc. 22 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui observe, qui veille à ou sur, qui préside à;
2 particul. qui contemple (les mystères), càd initié du plus haut degré aux mystères d'Éleusis;
NT: témoin oculaire.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόπτης: дор. ἐπόπτας, ου ὁ
1 (на что-л.) взирающий, наблюдающий, созерцатель, свидетель (πόνων Aesch.; τῶν ἀνθρωπίνων Plat.; τῶν στρατηγουμένων Dem.);
2 страж (Πυθῶνος Pind.);
3 культ. эпопт, «созерцатель» (высшая ступень посвященных в Элевсинские мистерии) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόπτης: -ου, ὁ, (ἐπόψομαι, ἐφοράω) ὁ ἐπιβλέπων, φύλαξ, ἰδίως ἐπὶ θεοῦ, Πινδ. Ν. 9. 12· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Παυσ. 8. 30, 1· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4699· ἐπ. πόνων, θεατής, Αἰσχύλ. Πρ. 299· τῶν ἀνθρωπίνων Τίμ. Λοκρ. 105Α· ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων Δημ. 47. 5. ΙΙ. ὁ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸν τρίτον καὶ ἀνώτατον βαθμὸν τῆς μυήσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἀλλ’ ἴδε μύστης), Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 7, 2158, Πλουτ. Ἀλκ. 22· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ, ἐποπτικός. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Spanish

vigilante, iniciado en los misterios

English (Strong)

from ἐπί and a presumed derivative of ὀπτάνομαι; a looker-on: eye-witness.

English (Thayer)

ἐπόπτου, ὁ (from unused ἐπόπτω);
1. an overseer, inspector, see ἐπίσκοπος; (Aeschylus, Pindar, others; of God, in ἀνθρωπίνων ἔργων, Clement of Rome, 1 Corinthians 59,3 [ET]).
2. a spectator, eye-witness of anything: so in ἐπόπται by the Greeks who had attained to the third (i. e. the highest) grade of the Eleusinian mysteries (Plutarch, Alcib. 22, and elsewhere), the word seems to be used here to designate those privileged to be present at the heavenly spectacle of the transfiguration of Christ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης
θηλ. Α ἐπόπτις
Μ ἐπόπτρια)
αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης (νεώς)», Αθήν.)
αρχ.-μσν.
αυτός που τά βλέπει όλα, προστάτης («ἐπικαλεσαμένη τὸν πάντων ἐπόπτην θεόν», ΠΔ)
αρχ.
1. θεατής, παρατηρητής («καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπόπτης», Αισχύλ.)
3. αυτόπτης μάρτυρας («ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος [του Χριστού]», ΚΔ)
4. αυτός που μυήθηκε στον τρίτο και τελευταίο βαθμό τών ελευσίνιων μυστηρίων, ο θεωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -όπτης (< όπωπα), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. διόπτης, κατόπτης)].

Greek Monotonic

ἐπόπτης: -ου, ὁ (ἐπόψομαι, μέλ. του ἐφοράω
I. επιστάτης, επόπτης, ἐπόπτης πόνου, θεατής, σε Αισχύλ.· ἐπ. τῶν στρατηγουμένων, σε Δημ.
II. αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπόπτης, ου, ἐπόψομαι, fut. of ἐφοράω
I. an overseer, watcher, ἐπ. πόνων a spectator, Aesch.; ἐπ. τῶν στρατηγουμένων Dem.
II. one admitted to the highest mysteries, Plut.

Chinese

原文音譯:™pÒpthj 誒普-哦普帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-觀看(者) 相當於: (רָאָה‎ / רָאֶה‎ / רְאוּת‎)
字義溯源:親眼見過,目擊者,旁觀者;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 我們⋯親眼見過(1) 彼後1:16

English (Woodhouse)

spectator, eye witness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

ὁ 1 vigilante ref. a la divinidad suprema μέλλω ἐπικαλεῖσθαι τὸ κρυπτὸν καὶ ἄρρητον ὄνομα, τὸν προπάτορα θεῶν, πάντων ἐπόπτην voy a invocar el oculto e inefable nombre, el padre primero de los dioses, vigilante de todas las cosas P XII 237 de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, οὐρανοῦ, σκότους ἐπόπτας ἀθεωρήτων δεσπότας os invoco a vosotros, vigilantes del cielo y de la sombra, señores de lo invisible P VII 351 2 iniciado en los misterios δεῦρό μοι, κύριε, ... ἀψευδὴς καὶ ἀμήνιτος, ἐμοὶ καὶ τῷ ἐπόπτῃ σου παιδί ven a mí, señor, veraz y sin cólera, a mí y al muchacho iniciado en tus misterios P VII 572

Translations

eyewitness

Afrikaans: ooggetuie sg; Arabic: شاهد عيان‎; Armenian: ականատես, վկա; Azerbaijani: şahid; Bashkir: шаһит; Belarusian: відавочца; Bulgarian: очевидец; Catalan: testimoni ocular; Chinese Mandarin: 目擊者/目击者, 目擊者/目击者, 目擊證人/目击证人; Czech: očitý svědek; Danish: øjenvidne; Dutch: ooggetuige; Finnish: silminnäkijä; French: témoin oculaire; Georgian: თვითმხილველის; German: Augenzeuge, Augenzeugin; Greek: αυτόπτης μάρτυρας; Ancient Greek: αὐτεπίσκοπος, αὐτόμαρτυς, αὐτόπτης, αὐτόπτις, ἐπόπτης, ἐφόπτης, κατόπτης, ὀπτήρ; Hebrew: עד ראיה‎; Hindi: गवाह; Hungarian: szemtanú; Indonesian: saksi mata; Italian: testimone oculare; Japanese: 目撃者, 実見者; Kazakh: көз көрген, куә; Korean: 목격자; Latin: arbiter, arbitra; Latvian: aculiecinieks; Lithuanian: liùdininkas; Luxembourgish: Aenzeien; Macedonian: очевидец; Malayalam: ദൃക്‌സാക്ഷി; Mongolian: гэрч; Norwegian Bokmål: øyenvitne, øyevitne; Nynorsk: augevitne, augnevitne; Persian: شاهد عینی‎; Polish: naoczny świadek; Portuguese: testemunha ocular; Romanian: martor ocular; Russian: очевидец, свидетель; Serbo-Croatian: očevidac; Spanish: testigo ocular; Swedish: ögonvittne; Tajik: шоҳид; Thai:, ประจักษ์พยาน, สักขีพยาน; Turkish: görgü tanığı; Ukrainian: очевидець самовидець; Uzbek: guvoh