εὐθηνία
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ἡ,
A prosperity, plenty, LXX Ge.41.29, al., Ph.2.1, al.; ὅπως οἱ ἄλλοι ἐν εὐθηνίᾳ ὦσι OGI90.13 (Rosetta, ii B.C.); ὑπηρετεῖν τῇ τε εὐθηνίᾳ καὶ τῇ εὐδαιμονίᾳ ib.669.4 (Egypt, i A.D.); τῶν τὰς καλὰς ἀγόντων ἡμέρας εὐθηνία, description of Isis, POxy.1380.135 (ii A.D.); πάντα τὰ πρὸς εὐθηνίαν τῆς χώρας Peripl.M.Rubr.48; σώματος good condition, Andronic. Rhod.p.573 M.
2 personified as a goddess, Abundance, Plenty, IG4.676 (Thyreatis), J. of P.11.144 (Anazarba), prob. in CIL10.1624 (Puteoli).
3 generally, abundance, φρονήσεως Ph.1.618; τῶν ἀναγκαίων Id.Fr.109 H.; v.l. in Arist.Rh.1360b16, al.
II like Lat. annona, corn-supply, εἰς εὐθηνίαν σιτωνίας SIG783.16 (Mantinea, i B.C.); ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐθηνία Plu.2.307d; εὐθηνίας ἐπιμελητής IG4.795 (ii A.D.); γεναμένῳ ἀγορανόμῳ καὶ ἐπὶ τῆς εὐθηνίας Mitteis Chr.227.9 (ii A.D.), cf.PFlor. 382.76 (iii A.D.), OGI705 (Alexandria, ii A.D., εὐθυνίας lapis); κοσμητεύσας εὐθηνίας (v. εὐθένεια).
2 a largess of corn, εὐθηνία ἔτους τρίτου, personified on coins of Alexandria, BMus.Cat.Coins No.1164: so in plural, χρήματα πολιτικὰ ἐς εὐθηνίας ἢ νομὰς ἀθροιζόμενα Hdn.7.2.5.
German (Pape)
[Seite 1069] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form εὐθένεια, u. erkl. εὐετηρία als att. dafür; als v.l. finden sich εὐθενία u. εὐσθένεια), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω εὐδαιμονία – εὐθηνία κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. v.l., aber H. A. 8, 19 mit den v.l. εὐθένεια u. εὐσθένεια. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance, plénitude.
Étymologie: cf. εὐθηνέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐθηνία: ἡ
1 достаток, изобилие (κτημάτων Arst.; ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐ. Plut.);
2 благополучие, здоровье (σωμάτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθηνία: ἡ, ἀφθονία πράγματός τινος, εὐθηνία κτημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 5. 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 8· ἡ ἀπὸ σιτίων εὐθ. Πλούτ. 2. 307D. 2) καλὴ κατάστασις, εὐδαιμονία, Φίλων 1. 438· ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις εὑρίσκομεν ἄρχοντας ἢ ἐπιστάτας διοριζομένους ὅπως ἐπιστατῶσι περὶ τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν πόλεων καὶ καλουμένους εὐθηνίας ἐπιμελητάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186, πρβλ. 3080, 4240: ὡσαύτως, εὐθενίας ἔπαρχος = ἐπιμελητής, 5895· εὐθενείας ἔπ. 5973· εὐθενίη, ἔν τινι, Ἐπιγρ. αὐτόθι 3769.
Greek Monolingual
και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία)
1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή
2. η ευτέλεια, η ποταπότητα
αρχ.-μσν.
1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ)
2. ευημερία, ευμάρεια
αρχ.
1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως»)
2. προμήθεια, εφοδιασμός
3. δωρεάν διανομή σταριού
4. φρ. α) «σώματος εὐθηνία» — καλὴ φυσική κατάσταση
β) «εὐθηνίας ἐπιμεληταί», «εὐθηνίας ἔπαρχοι» — άρχοντες αρμόδιοι να εποπτεύουν την κατάσταση τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ, παράλλ. τ. του ευθενώ].
Mantoulidis Etymological
(=ἀφθονία, φτήνια). Ἀπό τό εὐθηνῶ.
Translations
prosperity
Bulgarian: преуспяване, благоденствие; Burmese: မင်္ဂလာ; Catalan: prosperitat; Chinese Mandarin: 繁榮/繁荣; Czech: prosperita; Dutch: voorspoed; Esperanto: prospero; Finnish: vauraus; French: prospérité; Galician: prosperidade; German: Prosperität, Wohlstand; Greek: ευημερία, ευπορία; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, αὔξησις, ἀρετή, εὐδαιμονία, εὐεστώ, εὐθηνία, εὐπραξία, εὔσοια, εὐτυχία, ὄλβος; Hindi: समृद्धि; Icelandic: velmegun, góðæri; Irish: rath; Italian: prosperità; Japanese: 繁栄; Korean: 번영(繁榮); Kurdish Central Kurdish: ئاسوودەیی, بەختیاری, کامەرانی; Latin: prosperitas; Malayalam: സമൃദ്ധി, അഭിവൃദ്ധി; Manchu: ᠮᡠᡴᡩᡝᠨ; Maori: tōnuitanga, houkuratanga; Middle English: welthe; Occitan: prosperitat; Polish: dobrobyt; Portuguese: prosperidade; Romanian: prosperitate; Russian: преуспевание, процветание, благосостояние; Sanskrit: ऋद्धि, स्वस्ति; Scottish Gaelic: àigh, piseach; Serbo-Croatian: imućstvo; Slovak: prosperita; Spanish: prosperidad; Swedish: välstånd; Thai: ความรุ่งเรือง; Turkish: refah, gönenç; Ukrainian: процвітання, добробут; Volapük: plöp