εὔθετος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθετος Medium diacritics: εὔθετος Low diacritics: εύθετος Capitals: ΕΥΘΕΤΟΣ
Transliteration A: eúthetos Transliteration B: euthetos Transliteration C: eythetos Beta Code: eu)/qetos

English (LSJ)

εὔθετον, (τίθημι)
A well-arranged, conveniently placed, ὀστέα Hp. Off.15: Comp. εὐθετώτερος Id.Fract.4; ἐν εὐθέτῳ τόπῳ = in a suitable place, Ἀρχ.Δελτ.7.200 (Ephesus). b. of the ashes of a corpse, easily stowed, A. Ag.444 (lyr.); so of the corpse, laid out for burial (cf. εὐθετέω), Supp.Epigr.1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔθετος σάκος, ἀρβύλαι, well-fitting, ready for use, A.Th.642 (Sch., εὔκυκλον cod. Med.), Fr.259; εὔθετος εἴς τι D.S.2.57; πρός τι Id.5.37; εὔθετόν ἐστι c. inf., it is convenient... Id.21.21; καιρὸς εὔθετος LXX Ps.31(32).6, D.S.5.57.
2 of persons, well-adapted, εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5; εἰς, πρὸς φιλίαν, Phld.Ir.p.46 W., Lib.p.45 O.; εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Ev.Luc.9.62; πράγματι for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40; πρός τι Plb.25.3.6, etc.; quick, able, κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ. D.S.33.22: abs., εὔθετοι = fit and proper persons, PTeb.27.44 (ii B.C.), etc. Adv. εὐθέτως = in a good state, in a suitable condition, εὐθέτως ἔχειν Hp. Fract.23; πρός τι D.S.33.4.

German (Pape)

[Seite 1068] gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, σάκος Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); πρός τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐθέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien disposé, bien arrangé ; qui s'adapte bien, convenable.
Étymologie: εὖ, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

εὔθετος:
1 хорошо сработанный, искусно сделанный (λέβητες, ἀρβύλαι Aesch.);
2 удобный, годный, полезный (εἴς τι Diod.; πρός τι Polyb.);
3 подходящий, пригодный, способный (πρός τι Polyb.; κατά τι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθετος: -ον, (τίθημι) καλῶς τεθειμένος, τεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόχειρος, Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· εὐκόλως τοποθετούμενος, λέβητας εὐθέτους (οὕτως ὁ Aurat. ἀντὶ -του) Αἰσχύλ. Ἀγ. 444· εὔθ. σάκος, ἀρβύλαι εὐάρμοστα, εὔκολα καὶ ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν, Λατ. habilis, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 642, Ἀποσπ. 255· εὔθ. εἴς τι Διόδ. 2. 57· πρός τι ὁ αὐτ. 5. 37· εὔθετόν ἑστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι κατάλληλον, «βολικὸν» νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 494. 36. 2) ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος, τινὶ Νικ. παρὰ Στοβ. 149. 4· πρός τι Πολύβ. 26. 5, 6, κτλ.· ταχύς, ἄξιος, ἱκανός, κατά τι, ἔν τινι, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 34: - Ἐπίρρ., εὐθέτως ἔχειν Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· πρός τι Διοδ. Ἐκλογ. 593. 6.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of τίθημι; well placed, i.e. (figuratively) appropriate: fit, meet.

English (Thayer)

εὔθετον (from εὖ and θετός), Greek writings from Aeschylus and Hippocrates down; properly, well-placed;
a. fit: εἰς τί, R G; Diodorus 2,57, et al.); with the dative of the thing for which: L T Tr WH (τῷ πράγματι, Nicolaus Damascenus, Stobaeus, fl. 14,7 (149,4)).
b. useful: τίνι, seasonable, Susanna, 15).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθετος, -ον)
1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση
2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι
(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)
μσν.-αρχ.
1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)
2. προσαρμοσμένος καλά, έτοιμος να χρησιμοποιηθεί
αρχ.
1. εύκολος, βολικός ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί κάπου
2. άξιος, ικανός για κάτι («ἐργάτας εὐθέτους»)
3. ευπρόσδεκτος «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ», ΚΔ
4. φρ. «εὔθετόν ἐστι» — είναι βολικό, επίκαιρο να...
επίρρ...
εὐθέτως (ΑΜ)
1. σε καλή κατάσταση
2. κατάλληλα, ευάρμοστα («πρός γαληνότατον όρμον ευθέτως κατήντησας»)
3. με ευχέρεια, γρήγορα («εὐθέτως τε τοῦτο ποιοῦμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θετός (< τίθημι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θε- και θ. θη- (πρβλ. αόρ. ε-θέ-μην)].

Greek Monotonic

εὔθετος: -ον, τοποθετημένος καλά ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. σάκος, αυτός που εφαρμόζει καλά, έτοιμος προς χρήση, Λατ. habilis, στον ίδ.

Middle Liddell

εὔ-θετος, ον
well-arranged or easily stowed, Aesch.; εὔθ. σάκος well-fitting, ready for use, Lat. habilis, Aesch.

Chinese

原文音譯:eÜqetoj 由-帖拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:好-安置的
字義溯源:妥為安放,合式的,合乎,適當的,適於,配,可用的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(τίθημι)*=設立)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(3);路(2);來(1)
譯字彙編
1) 適於(1) 來6:7;
2) 合式(1) 路14:35;
3) 配(1) 路9:62

English (Woodhouse)

well-fitting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)