μύξα

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύξᾰ Medium diacritics: μύξα Low diacritics: μύξα Capitals: ΜΥΞΑ
Transliteration A: mýxa Transliteration B: myxa Transliteration C: myksa Beta Code: mu/ca

English (LSJ)

(A), ἡ, (μύσσομαι) discharge from the nose, = Att. κόρυζα, Hes.Sc.267 (pl.), Hippon.60, Hp.Vict.3.70 (pl.): generally, mucus, mucous discharge, Id.Prorrh.2.23, Aph.5.45; synovial fluid, Id.Loc.Hom.7; slime of certain fish, Arist.HA621b8; of snails, Gal.12.322.
II. = μυκτήρ, Ar.Fr.820: pl., S.Fr.89.2. lamp-wick, Arat.976, Call.Epigr.56, PGrenf.2.111.25 (v/vi a.d.)
(B), ἡ, sebesten, Cordia myxa, Dsc.Eup.2.69, Aët.5.118.

German (Pape)

[Seite 218] τά, eine Pflaumenart, Sebesten, sp. Medic. ἡ, 1) Schleim, bes. aus der Nase, Rotz, das attische κόροζα; im plur., τῆς ἐκ μὲν ῥινῶν μύξαι ῥέον, Hes. Sc. 267; Hippocr. – 2) = μυκτήρ, Nüster, Nase, Soph. frg. 110. – 3) Tülle der Lampe, Callim. 23 (VI, 148).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. morve ; p. ext. ou anal.
1 toute mucosité;
2 champignon à la mèche d'une lampe;
II. nez;
III. sorte de prune, fruit.
Étymologie: R. Μυκ, sécréter ; cf. μυκτήρ, lat. mucus, mungo.

Russian (Dvoretsky)

μύξᾰ:
1 (преимущ. pl.) слизистое выделение, слизь (ἐκ ῥινῶν Hes.);
2 Arph., Soph. = μυκτήρ 1;
3 Anth. = μυκτήρ 3.

Greek (Liddell-Scott)

μύξᾰ: ἡ, (μύσσομαι) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐκ τῶν μυκτήρων καταρρέουσα γλοιώδης ὕλη, Λατ. pituita, ὡς τὸ Ἀττ. κόρυζα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 267 (ἐν τῷ πληθ.), Ἱππῶναξ 57, Ἱππ., κλ.· πληθ., ὁ αὐτ. 369. 25· - καθόλου, mucus, μυκώδης ἔκκρισις, βλέννα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1254, κτλ.· - ἡ βλέννα τῶν κοχλιῶν, Ἱππ. 411. 26· ἰχθύων τινῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26. ΙΙ. = μυκτήρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 650· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 110. 2) λύχνου τὸ ἄκρον ἔνθαθρυαλλίς, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 59, Ἄρατ. 976.

Spanish

mucosidad

Greek Monolingual

η (ΑΜ μύξα)
1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο της μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.)
2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση
νεοελλ.
1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) μυξιάρης
2. φρ. «σάλια και μύξες» — ανοησίες
αρχ.
1. η βλέννα μερικών ψαριών, καθώς και η βλέννα τών κοχλιών, τών σαλιγκαριών
2. ρώθωνας, ρουθούνι
3. η θρυαλλίδα του λύχνου («λύχνοιο μύκητες αγείρωνται περὶ μύξαν», Άρατ.)
4. είδος αειθαλούς δένδρου
5. ο καρπός του δένδρου αυτού, ο οποίος μοιάζει με δαμάσκηνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύξα παράγεται από θ. μυκ- του μύσσομαι «βγάζω τη μύξα, καθαρίζω τη μύτη μου» και συνδέεται πιθ. με το θέμα του λατ. mūcor «μούχλιασμα». Η λ. μύξα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το είδος του αειθαλούς δέντρου του οποίου ο καρπός μοιάζει με δαμάσκηνο, λόγω της γλοιώδους υφής του καρπού αυτού. Το γεγονός εξάλλου ότι το φρούτο απαντά και στην Αιγυπτιακή δεν επιβεβαιώνει καθόλου ότι πρόκειται για δάνεια λ. Η λ. μύξα, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή μυξ(ο)- σε ξεν. επιστημονικούς όρους οι οποίοι εισήχθησαν στην ελλ. ως αντιδάνειοι (λ. χ. μυξοίδημα, προβλ. γαλλ. myxoedeme
μυξομύκητας, πρβλ. γαλλ. myxomycete).
ΠΑΡ. μυξάζω, μυξίνος, μυξώδης
αρχ.
μυξάριον, μυξέα, μυξητήρ, μυξίον, μυξώ, μύξων
αρχ.-μσν.
μυξωτήρ
μσν.-νεοελλ. μυξώνω
νεοελλ.
μύξης, μυξιάζω, μυξιάρης, μύξικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυξοποιός, μυξόρρους
μσν.
μυξοσκατοφάγος
μσν.-νεοελλ. μυξοκλάματα
νεοελλ.
μυξαδένας, μυξαμοιβάδα, μυξοειδής, μυξοθήλωμα, μυξοίδημα, μυξοΐνωμα, μυξοκύστωμα, μυξολίπωμα, μυξομάντηλο, μυξομύκητας, μυξομυκόφυτο, μυξομύωμο, μυξονεύρωμα, μυξοσάρκωμα].

Greek Monotonic

μύξᾰ: ἡ (μύσσομαι), μύξα, το γλοιώδες υγρό που βγαίνει από τα ρουθούνια της μύτης, Λατ. pituita, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: slime
See also: s. μύσσομαι.
Grammatical information: f.
Meaning: kind of plum tree
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 129 n.52 compares μυσκλον id.; also 393.

Middle Liddell

μύξα, ης, ἡ, μύσσομαι
the discharge from the nose, Lat. pituita, Hes., etc.

Frisk Etymology German

μύξα: {múksa}
Grammar: f.
Meaning: Schleim
See also: s. μύσσομαι.
Page 2,271

Wikipedia EN

Cordia myxa
Cordia myxa

Cordia myxa is a species of flowering plant in the borage family, Boraginaceae. It is a medium-sized broad-leaved deciduous tree. Common names include Assyrian plum, lasura, laveda,pidar, panugeri, naruvilli, geduri, spistan, burgund dulu wanan and ntege. It is found growing primarily in Asia, as well as, across the globe especially in tropical regions having the right type of geophysical environment. It is seen coming up naturally and growing abundantly from Myanmar in the east to Lebanon and Syria in the west. Its habitat starts at about 200 m above mean sea level in the plains and ascends to an altitude around 1,500 m in the hills.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μύττωμύσσω (μύσσομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

mucosidad de Isis, como advoc. οὐκ εἶ δὲ ἔλαιον, ἀλλὰ ἱδρὼς τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος, ἡ μ. τῆς Ἴσιδος no eres aceite, sino sudor del Demon Bueno, la mucosidad de Isis P LXI 8