οπώρα

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα)
εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο
μσν.-αρχ.
η εποχή του έτους από την επιτολή του Σειρίου μέχρι την επιτολή του Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος του καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου («ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας», Ξεν.)
αρχ.
1. το φθινόπωρο
2. μτφ. το άνθος της νεότητας, η ακμή της νεανικής ηλικίας
3. η ακμή, η ωριμότητα
4. φρ. α) «κηρίνα ὀπάρα» — το μέλι
β) «ὀπώρα ἐπιθυμίας» — απόλαυση επιθυμίας
5. ως κύριο όν. Ὀπύρα
η θεά προστάτιδα τών οπωρών και του φθινοπώρου, ακόλουθος της Ειρήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ., το α' συνθετικό της οποίας ανάγεται στην πρόθεση ὀπι- «μετά», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή (βλ. λ. όπισθεν). Προβλήματα παρουσιάζει όμως το β' συνθετικό της. Κατά μία άποψη, πρόκειται για τη λ. ὥρα (Ι), όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν οι τ. με δασεία ὁπώρα, μεθόπωρον, αλλά οι τ. αυτοί είναι δευτερογενείς και οφείλονται μάλλον σε αναλογική επίδραση της λ. ὥρα (Ι). Κατ' άλλους, το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. οσαρᾱ «θέρος» (< σαρ), το οποίο συνδέεται με τύπους της Σλαβικής, Βαλτικής και Γερμανικής με θέμα σε -n- αντί -r- (πρβλ. αρχ. σλαβ. ĵeseni, ρωσ. oseni, αρχ. πρωσ. assanis «φθινόπωρο», γοτθ. asans «καλοκαίρι», αρχ. άνω γερμ. aran κ.λπ.). Από τον αμάρτυρο τ. οσαρᾱ η λ. ὀπ-ώρα έχει προέλθει με συναίρεση τών -οα- σε -ω- και δήλωνε την εποχή μετά το καλοκαίρι, την εποχή που περιλαμβάνει το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Μεθομηρικά η λ. ὀπώρα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τα φρούτα της εποχής αυτής, (σταφύλια, σύκα κ.λπ.), απ' όπου η σημ. της επεκτάθηκε σε όλους τους εδώδιμους καρπούς. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στη λ. φθινόπωρο.
ΠΑΡ. οπωρικός
αρχ.
οπωράριον, οπωρεύς, οπωριαίος, οπωρίζω, οπώριμος, οπωρινός
νεοελλ.
οπωρώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οπωροπώλης, οπωροφόρος
αρχ.
οπωροβασιλίς, οπωροβόρος, οπωροθήκη, οπωροκάπηλος, οπωρολόγος, οπωροτροφώ, οπωροφύλαξ, οπωρώνης
μσν.
οπωροδοτώ, οπωροπράτης, οπωροφαγώ, οπωροφθισία, οπωροφθόρος, οπωροφυής
νεοελλ.
οπωροθεραπεία, οπωροκηπευτικά, οπωρολαχανικά, οπωροσάκχαρο, οπωροφάγος].