πρωτοστάτης
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι)
A one who stands first, esp. the first man on the right of a line, right-hand man, ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Th.5.71; but also οἱ π. the front-rank men, X.Cyr.3.3.57, 6.3.24, Lac.11.5, etc.; either sense possible in Teles p.4 H.
2 = λοχαγός, Ael.Tact.5.1, Arr. Tact.5.6.
3 man in the uneven rows in a λόχος, opp. ἐπιστάτης, Ascl.Tact.2.3, etc.
II metaph., chief or leader of a party, Act.Ap. 24.5; π. τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν Porph.Chr.26.1; π. τοῦ θητικοῦ καὶ οἰκετικοῦ Men.Prot.p.8 D.
German (Pape)
[Seite 806] ὁ, der zuerst, voran od. in der ersten Reihe steht; bes. im Heere, die erste Schlachtordnung, das Vordertreffen bildend; Thuc. 5, 71; Xen. Cyr. 3, 3, 57. 6, 3, 24 Hell. 2, 4, 16 u. öfter; Pol. 18, 12, 5; vgl. Aen. Tact. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se tient en avant après le λοχαγός et l'ἐπιστάτης, chef de file ; οἱ πρωτοστάται soldats du premier rang;
NT: chef de parti ; meneur.
Étymologie: πρῶτος, ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτοστάτης -ου, ὁ [πρῶτος, ἵσταμαι] de eerste man in de slaglinie:; οἱ π. soldaten in de voorste lijn Xen. Cyr. 3.3.57; ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως de eerste man op de rechterflank Thuc. 5.71.1; overdr. leider (van een partij). NT.
Russian (Dvoretsky)
πρωτοστάτης: ου (ᾰ) ὁ
1 воен. стоящий во главе, передовой (ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Thuc.): οἱ πρωτοστάται Xen. солдаты первого ряда;
2 руководитель, вожак (τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως NT).
English (Strong)
from πρῶτος and ἵστημι; one standing first in the ranks, i.e. a captain (champion): ringleader.
English (Thayer)
πρωτοστατου, ὁ (πρῶτος and ἵστημι), properly, one who stands in the front rank, a front-rank Prayer of Manasseh, (Thucydides, Xenophon, Polybius, Diodorus, Dionysius Halicarnassus, others; ὥσπερ στρατηγός πρωτοστάτης, a leader, chief, champion: tropically, (A. V. a ringleader) τῆς αἱρέσεως, Acts 24
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης
νεοελλ.-μσν.
ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη θέση σε μια ιεραρχία («ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» — ο αρχάγγελος Γαβριήλ, Ακολ. Ακάθιστου Ύμνου)
αρχ.
1. καθένας από τους στρατιώτες που παρατάσσονταν στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας και, ιδίως, αυτός που παρατασσόταν στην πρώτη θέση της δεξιάς πλευράς της φάλαγγας («ὁ πρωτοστάτης τοῦ δεξιοῦ κέρως», Θουκ.)
2. λοχαγός
3. ο πρώτος στην αρχή τών περιττών αριθμών στοίχων ενός λόγου σε αντιδιαστολή προς τον επιστάτη, ο οποίος καταλαμβάνει τον άρτιο αριθμό σε μια σειρά
4. ο επικεφαλής («πρωτοστάτης τῆς κώμης», επιγρ.)
5. μτφ. ο πρώτος, ο αρχηγός ενός τμήματος («πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως», ΚΔ)
6. στον πληθ. οἱ πρωτοστάται
οι στρατιώτες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. ορθοστάτης].
Greek Monotonic
πρωτοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (στῆναι),
I. αυτός που στέκεται στην πρώτη θέση, προς τα δεξιά της πρώτης γραμμής της φάλαγγας, πρόμαχος, σε Θουκ.· αλλά οἱ πρ., άνδρες πρώτης γραμμής, σε Ξεν.
II. μεταφ., ο πρώτος ή αρχηγός, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ἱστάμενος εἰς τὴν πρώτην θέσιν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς φάλαγγος, πρόμαχος, ὁ πρ. τοῦ δεξιοῦ κέρως Θουκ. 5. 71· ἀλλ’ ὡσαύτως, οἱ πρ., οἱ τῆς πρώτης γραμμῆς ἄνδρες, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57., 6. 3, 24, Λακ. 11, 5, κτλ.· - μεταφ., ὁ πρῶτος ἢ ἀρχηγός, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 5. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
Middle Liddell
πρωτο-στᾰ́της, ου, ὁ, στῆναι
I. one who stands first, on the right, the right-hand man, Thuc.; but οἱ πρ. the front-rank men, Xen.
II. metaph. the leader of a party, NTest.
Chinese
原文音譯:prwtost£thj 普羅拖-士他帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:以前(最)-站(者)
字義溯源:首領,領導者,頭目;由(πρῶτος)=首要的)與(ἵστημι)*=站)組成,而 (πρῶτος)出自(πρό)*=前)。參讀 (πρῶτος)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 一個頭目(1) 徒24:5