στέμβω
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
shake about, agitate, A.Fr.440; misuse, handle roughly, Eust.235.8.
German (Pape)
[Seite 934] = στείβω, bes. durch Stampfen erschüttern, Eust.; übtr., mißhandeln, schelten, schmähen.
French (Bailly abrégé)
c. στείβω.
Étymologie: R. Στεμβ, fouler sous les pieds.
Russian (Dvoretsky)
στέμβω: топтать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
στέμβω: κινῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σείω, ἀνακινῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 412· κακῶς μεταχειρίζομαι, μετὰ τραχύτητος χειρίζομαι, Εὐστ. 235. 8. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΜΒ ἢ ΣΤΕΜΦ, πρβλ. ἀστεμφής, στέμφυλον. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi, stambh-nâmi (fulcio, mnitor), stamb’ -as (postis)· Ἀρχ. Γερμαν. stamph (pilum), stamph-ôn (stampfen, stamp)· ἡ √ΣΤΙΒ, στείβω εἶναι πιθαν. συγγενής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ στέμφυλον καὶ τῶν μνημονευθεισῶν Τευτον. λέξεων).
Greek Monolingual
ΜΑ
κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ
μσν.
κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ-μ-βω, όπως και οι τ. ἀ-στε-μ-φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ-μ-φυλο «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό-μ-φος / στό-μ-φαξ «ηχηρός, εμφατικός λόγος, λοιδορία», είναι εκφραστικοί τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, γεγονός που επιβεβαιώνουν αφ' ενός η παρουσία έρρινου ενθήματος -μ- στους περισσότερους τ. (εκτός του τ. στόβος «λοιδορία», που θεωρείται δευτερογενής και μτγν., πρβλ. νύμφη: νύφη) και αφ' ετέρου η εναλλαγή στους τ. άηχου δασέος συμφώνου -φ- και ηχηρού μέσου συμφώνου -δ- (πρβλ. στρεβλός: στρόμβος: στρέφω, θρόμβος: τρέφω, θάμβος: ταφεῖν). Εκτός της Ελληνικής, οι τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν με αρχ. άνω γερμ. stampfon και μσν. άνω γερμ. stampfen «χτυπώ, συνθλίβω». Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με το ρ. στέφω και η αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα steb(h)- «στηρίζω», ενώ μορφολογικά θα μπορούσε να σταθεί, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. και λ. στέφω). Οι σημασιολογικές, άλλωστε, δυσχέρειες εντοπίζονται και στην ίδια τη σημ. του ρ. στέμδω. Αρχική σημ. του ρ. είναι η «σείω, τινάζω, ανακινώ» (πρβλ. ἀ-στεμφής «στέρεος, αμετακίνητος»), απ' όπου «προσκρούω, συνθλίβω» στο παράγωγο στέμφυλο(ν) «μάζα που απομένει μετά την σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών». Στη Μεσαιωνική η σημ. του ρ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» σε «κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω, λοιδορώ», απ' όπου το παράγωγο στόβος «λοιδορία». Από τη σημ., τέλος, «υβρίζω, χλευάζω» στα παράγωγα στόμφος / στόμφαξ το θ. του ρήματος χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «φωνάζω, κραυγάζω» για να δηλώσει το ηχηρό, εμφατικό και επικριτικό ύφος στον λόγο].
Greek Monotonic
στέμβω: ανακινώ, αναταράζω, σείω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: = κινῶ συνεχῶς (EM), to shake ceaselessly (A. Fr. 440 = 635 M., also EM a.o. as explanation of ἀστεμφής), to abuse, to vilify (Eust.).
Other forms: enlarged στεμβ-άζειν λοιδο-ρεῖν, χλευάζειν H., -άξαι ὑβρίσαι (EM), -άσεις λοιδιρίαι H.; ἀστέμβακτον (κλέος, Euph.) = ἀκίνητον η βέβαιον η τετιμημένον (Et. Gud.); unclear ἀστέμβακτα τιμωρουμένη (Lyc. 1117); also ἀστεμβής ἀθαμβής, ἀτάραχος H. See also bel.
Derivatives: Beside it without nasal: στόβος λοιδορία, ὄνειδος (Lyc., H.), στοβ-άζειν κακολογεῖν. -ασμάτων λοιδοριῶν H., (ἐπι-)στοβέω to mock, to taunt (A. R., Epic. anon., EM). -- With aspirata: ἀστεμφής = ἀμετακίνητος (H.), unshakable, firm (ep. Il.). On στέμφυλα n. pl. squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass (IA.) s.v. -- With o-ablaut: στόμφ-ος m. bombastic, high-flown speech (Longin.), -αξ, -ακος m. bombastic speaker, loudmouth (Ar. Nu. 1367; from Aesch.), -άζω to speak bombastically, to talk big (Ar. a.o.) with -ασμός, -αστικός (Eust.); -όω id. (Phld.), -ώδης, -ός (sch.). Beside it στόμβος =- βαρύηχος, βαρύφθογγος (Hp. ap. Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To the varying form of the above words (see Schwyzer 333 a. 692) correpond an as varying content. For στέμβω a meaning push violently, shake caeselessly is fitting, also for ἀστεμ-φής unshakeable (diff., hardly correct, s. v.). From there maltreat, revile, ridicule in στέμβω, -άζω, στόβος, -έω? Unclear remain thus στόμφος, -αξ etc. -- An attractive connection seems possile with the Germ. deverbative OHG stampfōn, MLD stampen, OSw. stampa etc. stampfen, smash' with OHG stampf m. instrument with which to struck etc., PGm. *stamp- (IE *stomb-); s. WP. 2, 623f., Pok. 1011 ff., also W.-Hofmann s. temnō (to be kept away), but cf. on στέφω. -- The forms without nasalization show that the word is Pre-Greek (not in Furnée); further note the variation στόμφος - στόμβος.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
στέμβω: {stémbō}
Forms: erweitert στεμβάζειν· λοιδορεῖν, χλευάζειν H., -άξαι· ὑβρίσαι (EM), -άσεις· λοιδιρίαι H.; ἀστέμβακτον (κλέος, Euph.) = ἀκίνητον ἢ βέβαιον ἢ τετιμημένον (Et. Gud.); unklar ἀστέμβακτα τιμωρουμένη (Lyk. 1117); auch ἀστεμβής· ἀθαμβής, ἀτάραχος H.
Grammar: v.
Meaning: = κινῶ συνεχῶς (EM), unaufhörlich schütteln (A. Fr. 440 = 635 M., auch EM u.a. als Erklärung von ἀστεμφής), mißhandeln, schmähen (Eust.);
Derivative: Daneben ohne Nasal: στόβος· λοιδορία, ὄνειδος (Lyk., H.), στοβάζειν· κακολογεῖν. -ασμάτων· λοιδοριῶν H., (ἐπι-)στοβέω spotten, verhöhnen (A. R., Epic. anon., EM). — Mit Aspirata: ἀστεμφής = ἀμετακίνητος (H.), unerschütterlich, fest (vorw. ep. seit Il.); στέμφυλα n. pl. (selten sg.) ‘ausgepreßte Oliven od. Trauben, Oliven-, Traubentrester’ (ion. att.) mit στεμφυλίτιδες τρύγες Weintrester (Hp.), -ίς ib. (Ath.), -ίας οἶνος (Pap. IIIa). Zu ἀστεμφής: *στέμφος: στέμφυλα vgl. ἀναισχής: αἶσχος: Αἰσχύλος u.a. — Mit o-Abtönung: στόμφος m. schwülstige, hochtrabende Rede (Longin.), -αξ, -ακος m. schwülstiger Redner, Großmaul (Ar. Nu. 1367; von Aesch.), -άζω schwülstig reden, groß sprechen (Ar. u.a.) mit -ασμός, -αστικός (Eust.); -όω ib. (Phld.), -ώδης, -ός (Sch.). Daneben στόμβος =- βαρύηχος, βαρύφθογγος (Hp. ap. Gal.).
Etymology: Der schwankenden Form der obigen Wörter (darüber Schwyzer 333 u. 692) entspricht ein gleich schwankender Inhalt. Für στέμβω, στέμφυλα eignet sich eine Bed. heftig stoßen, schütteln, erschüttern, zerstoßen, ebenso für ἀστεμφής unerschütterlich (anders, schwerlich richtig, s. v.). Daraus mißhandeln, schmähen, spotten in στέμβω, -άζω, στόβος, -έω? Dunkel bleiben dabei στόμφος, -αξ usw. —Eine ansprechende Anknüpfung bietet das germ. Deverbativum ahd. stampfōn, mnd. stampen, aschw. stampa usw. ’stampfen, (zer)stoßen’ mit ahd. stampf m. Werkzeug zum Stoßen, urg. *stamp- (idg. *stomb-); s. WP. 2, 623f., Pok. 1011 ff., auch W.-Hofmann s. temnō (fernzuhalten) m. weiteren Formen u. Lit. Vgl. zu στέφω.
Page 2,788