φλύω
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
[ῡ. cf. ἐπιφλύω] and φλύζω, aor. 1 ἔφλῠσα v. infr. ΙΙ: (φλέω):—
A boil over, bubble up: hence, burst out, ἐν τῇσι φλυζούσῃσι αἱμορραγίῃσι (Foes for σφύζουσι αἱμορραγέσι) Hp.Epid.2.3.14, cf. Hsch., Suid.; φλύω expld. by πολυκαρπέω, Ael.VH3.41.
II metaph., overflow with words, babble, μάτην φλύσαι A.Pr.504; γράμματα ἐπ' ἀσπίδος φλύοντα Id.Th.661: c.acc. cogn., φήμην στυγερὴν ἔφλῠσεν AP7.351 (Diosc.); ἔφλῠσε v.l. for ἔβλυσε, ib.352 (Mel.(?)); μανίης ὕπο μυρία φλύζειν Nic.Al.214; φλύοντ' ἀνθηρῇ σὺν κακοδαιμονίῃ prob. in Alex.Aet.5.8:—Med. or Pass., φλύεται, = ὑγραίνεται, Hp. ap.Gal.19.152.
German (Pape)
[Seite 1294] ( = βλύω, vgl. auch φλέω), überquellen, übersprudeln, aufwallen, vom kochenden oder sonst heftig bewegten Wasser; ἀνὰ δ' ἔφλυε καλὰ ῥέεθρα Il. 21, 361; nach Ael. H. A. 3, 41 = πολυκαρπεῖν, durch εὐθηνέω erkl. von Schol. Ap. Rh 1, 115. – Auch von Worten überfließen, viel schwatzen, μὴ μάτην φλῦσαι θέλων Aesch. Prom. 502; γράμματα ἐπ' ἀσπίδος φλύοντα, prahlend, Spt. 643; φήμην σ'υγερὴν ἔφλυσεν Ἀρχίλοχος Diosc. 23 (VII, 351). – [Υ ist bei Hom. kurz, u. öfter imt praes. u. impt., aber auch im aor. kurz bei sp. D., wie Mel. 119 Diosc. 23, wenn die auf υ folgende Sylbe kurz ist.]
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔφλυσα, pf. inus.
laisser échapper un flux de paroles.
Étymologie: R. Φλυ, couler ; cf. lat. fluo.
Russian (Dvoretsky)
φλύω: (ῠ в praes. и impf., ῡ и ῠ в aor.) досл. бить ключом, клокотать, перен. болтать без умолку, тараторить, пустословить: μάτην φλύσαι Aesch. наговорить вздору; γράμματα ἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα Aesch. широковещательные (хвастливые) письмена на щите; φήμην στυγερὴν φλύσαι κατά τινος Anth. распространить ужасную славу о ком-л.
Greek (Liddell-Scott)
φλύω: καὶ φλύζω, μέλλ. -σω· (ἴδε φλέω ΙΙΙ)· ― ὑπερχειλῶ ἐκ θερμότητος, ἀναζέω, ἀναβράζω, ἐν τῇσι φλυζούσῃσι αἱμορραγίῃσι (κατὰ Foës σφύζουσι αἱμορραγέσι) Ἱππ. 1029G, πρβλ. Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξηγ. 592, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἑρμηνεύεται δὲ διὰ τοῦ πολυκαρπέω ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 41· ἴδε ἐν λ. ἀναφλύω. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερχειλῶ, ἢ κατακλύζω διὰ λόγων, λαλῶ μάταια, ἀδολεσχῶ, φλυαρῶ, μάτην φλύσαι Αἰσχύλ. Προμ. 504 · γράμματ’ ἐπ’ ἀσπίδος φλύοντα, «φλυαροῦντα» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 661· μετὰ συστοίχ. αἰτ., φήμην στυγερὴν ἔφλῠσεν Ἀνθ. Παλ. 7. 351 (ὅθεν διορθωτέον ἔφλῠσε ἀντὶ ἔβλυσε, αὐτόθι 352)· μανίης ὕπο μυρία φλύζειν Νικ. Ἀλεξιφ. 214. ― Λέξις ποιητ. [Τὸ ῠ ἐν τῷ ἀορ. α΄ δεικνύει ὅτε ὁ χρόνος οὗτος πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸν ἐνεστῶτ. φλύζω.]
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω
2. ξεχειλίζω
3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς
4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς
5. (το γ' εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται
(κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα bhl-u- της ΙΕ ρίζας bhl-eu- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. και λ. φλέω) —η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -u-, μορφή της ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός και με διαφορετικές παρεκτάσεις της ρίζας τους τ. φλέδων πιθ. φλήναφος)— και συνδέεται με το λατ. fluo «ρέω» και το αρχ. σλαβ. bl' ujo «κάνω εμετό, ξερνώ». Είναι πιθανό, εξάλλου, ότι ο ενεστ. φλύω έχει σχηματιστεί υστερογενώς, μέσω ενός αμάρτυρου τ. αορίστου ἔφλυον, σχηματισμένου από τη μηδενισμένη βαθμίδα αρχικού ενεστώτα φλέFω (< bhl-eu-), πρβλ. κλύω < αόρ. ἔ-κλυ-ον (< ρίζα kleu-). Η ρίζα φλυ- / bhlu- του ρ. φλύω απαντά και με παρέκταση -γ- / -gw- στους τ. φλύζω, φλύσσει, φλύκταινα, φύγεθρον, οἰνόφλυξ, καθώς και στα λατ. fluxi, fluctus τ. του ρ. fluo. Το ρ. φλύω, τέλος, απαντά με ποικιλία σημ. Η αρχική σημ. της ρίζας «φουσκώνω, πρήζομαι» διατηρείται στη σημ. του φλύω «είμαι γεμάτος χυμούς, είμαι ανθηρός», καθώς και στους τ. οἰνόφλυξ, φλύκταινα. Ωστόσο, το ρ. εμφανίζει κυρίως τη σημ. «βράζω, κοχλάζω, ξεχειλίζω», από την οποία προήλθαν οι σημ. «κάνω εμετό, ξερνώ» (στον τ. μέλλ. που παραδίδει ο Ησύχ. φλύσει
ἀποβαλεῖ, ἐμέσει) και μτφ. «φλυαρώ» με την έννοια τών λόγων που ρέουν, που ξεχύνονται (πρβλ. φλύω, φλέω με σημ. «φλυαρώ», φλύαξ, φλύαρος, φλέδων, φλήναφος), ενώ μια σημ. «φλέγω, καίω» απαντά στον τ. φλεύω].
Greek Monotonic
φλύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἔφλυσα, όπως από φλύζω (φλέω), βράζω, αναβράζω· μεταφ., υπερχειλώ με λέξεις, μιλώ μάταια, φλυαρώ, κομπάζω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φλέω
to boil over, bubble up: metaph. to overflow with words, talk idly, babble, brag, Aesch.
Frisk Etymology German
φλύω: {phlúō}
See also: s. φλέω.
Page 2,1030
Mantoulidis Etymological
(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
prattle
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô