мучительный

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Russian > Greek

χειμέριος, ἀτερπής, ἐπώδυνος, ἀλγεινός, δίπονος, πολύπικρος, ἄθλιος, ἀέθλιος, πολυπενθής, ἐπισμυγερός, θυμοφθόρος, ἄγριος, δυσηλεγής, λυγρός, πολυκηδής, διώδυνος, δυσώδινος, πρόπονος, ὠμοδακής, πολύπονος, ἰσχυρός, τρυσάνωρ, αἰανής, δαΐκτωρ, βουλιμία, μακρόπονος, δυήπαθος, ἀχθεινός, περιώδυνος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, βαρυαλγής, ἀβίωτος, δύσκολος, ἀστεργής, λυπηρός, μογερός, πικρός, ὀξύς, δυσβίοτος, προσάντης, δυσκηδής, ὀδυνηρός, ὀδυναρός, πολυώδυνος, διαλγής, αἴθων, ονος, καρτερός, στερρός, θερμός, καματώδης, δυσύποιστος, δυσπέρατος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἐπίπονος, λυπρός, βαρύμοχθος, δύσζωος, καματηρός, δύσλοφος, ἔγκοπος, βίαιος, τραχύς, τρηχύς, δυστάλας, ἀδινός, χαλεπός