ἀτρεμέω

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμέω Medium diacritics: ἀτρεμέω Low diacritics: ατρεμέω Capitals: ΑΤΡΕΜΕΩ
Transliteration A: atreméō Transliteration B: atremeō Transliteration C: atremeo Beta Code: a)treme/w

English (LSJ)

fut. ἀτρεμήσω Plu.Pomp.58, App.Syr.2, etc.: aor. ἠτρέμησα v.l. in Hdt. (v. infr.), Hp.Morb.Sacr.14:—not to tremble, to keep still or keep quiet, ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Hes.Op.539; οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, of a restless people, Hdt.7.8.ά (as v.l., cf. ἀτρεμίζω), etc.; of a state of health, remain stationary, Hp.Aph.1.3; ἀτρεμέει ἡ χολή Aret.SD1.15; of the patient, endure, ib.1.1; σχεδὸν οὐκ ἀναπνέων ἠτρέμει Luc.Am. 16, al.; of water, to be calm, Antyll. ap. Orib.10.3.9:—ἀτρέμ' ἔσεσθαι should be read for inf. Med. ἀτρεμέεσθαι in Thgn.47.—Found in Arist.Xen.977b17, but ἠρεμέω is the Att. equivalent.

Spanish (DGE)

1 estar quieto, estar inmóvil ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι para que no se te ericen los pelos Hes.Op.539, ὑγιὴς ἂν γένοιτο ... εἰ ἀτρεμεῖ Hp.Fract.11, cf. Art.7, Off.6, τὰ μὲν ἄναιμα διὰ τὴν φύξιν οὐκ ἀτρεμέουσιν, ἀλλὰ σφάλλονται Hp.Flat.8, ἀτρεμέει ἡ χολή Aret.SD 1.9.5, cf. CA 1.9.1, ὕδατα ἀτρεμοῦντα aguas estancadas Antyll. en Orib.10.3.9, ὥσπερ παισὶν ἀτρεμεῖν μὴ δυναμένοις Plu.2.714e, cf. 134a, Hld.4.3.3, οἱ μὲν οὐκ ἀτρεμήσειν ὑπολαμβάνοντες Ἀντίοχον App.Syr.2, οὐδ' ὀφθαλμὸς ἀτρεμεῖ Ach.Tat.6.7.4, τί δή ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς; Ach.Tat.2.21.3, τὸ δὲ ἓν οὔτε ἀτρεμεῖν οὔτε κινεῖσθαι Arist.Xen.977b17 (= Xenoph.A 28), ὅτι τὰ πράγματα οὐχ ἅπτεται τῆς ψυχῆς, ἄλλ' ἔξω ἕστηκεν ἀτρεμοῦντα M.Ant.4.3, cf. 11.11, οἷον ἐμπνέουσαν καὶ οὐκ ἀτρεμοῦσαν ζωήν Plot.3.2.4
fig. permanecer estacionario αἱ εὐεξίαι σφαλεραὶ ... οὐ γὰρ δύνανται μένειν ἐν τῷ αὐτῷ οὐδὲ ἀτρεμεῖν en los atletas, Hp.Aph.1.3.
2 permanecer tranquilo ἀτρέμει Alex.124.12 (pero ἀτρεμεί cód.), ὅπως ἐν τοῖς πρὸς τοὺς φίλους συμβολαίοις παντάπασιν ἀτρεμῇ Plu.2.91c, τῶν στρατευμάτων ἐν τοῖς ὅπλοις ἀτρεμούντων Plu.Rom.16, Ἀθηναίους ... ἐάσει ζῶν Ἀλκιβιάδης ἀτρεμεῖν ἐπὶ τῶν καθεστώτων Plu.Alc.38, cf. Pomp.58, ἀλλὰ ἄμεινον ἦν ἀτρεμεῖν αὐτοὺς (τοὺς ἀνθρώπους) γῆν ἄλλως ὄντας Luc.Prom.11, ἀτρεμήσει οὖν ... ἡ ψυχὴ πρὸς ἑαυτὴν καὶ ἐν ἑαυτῇ Plot.1.1.9
tb. en v. med. ἕλπεο μὴ δηρὸν κείνην πόλιν ἀτρεμέεσθαι Thgn.47.
3 tener constancia, resistir un tratamiento οὔτε γὰρ ἀτρεμέειν τολμέουσι οἱ νοσέοντες ἐς τέλος Aret.SD 1.1.1, σχεδὸν οὐδ' ἀναπνέων ἠτρέμει (Πραξιτέλης) Luc.Am.16.

German (Pape)

[Seite 388] nicht zittern, sich ruhig verhalten, Hes. O. 539; ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι, μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν Her. 7, 8; häufig bei Sp., z. B. Luc. Tox. 10 u. sonst; ἐν ὅπλοις Plut. Rom. 16; ἀτρεμεῖν ἐπὶ τῶν καθεστώτων, sich bei der bestehenden Ordnung beruhigen, Alc. 38; ἀτρεμοῦντα πάθη Anton. 25; – pass., Theogn. 47, nicht erschüttert werden.

French (Bailly abrégé)

ἀτρεμῶ :
f. ἀτρεμήσω, ao. ἠτρέμησα, pf. inus.
ne pas même trembler ; demeurer immobile, en repos.
Étymologie: ἀτρεμέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμέω: оставаться в покое Hes., Her., Arst.: ἀ. ἐπὶ τῶν καθεστώτων Plut. мириться с существующим положением вещей.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμέω: μέλλ. ήσω, Πλούτ., Ἀππ., κλ.: ἀόρ. ἠτρέμησα Ἡρόδ., Ἱππ.: ― δὲν τρέμω, μένω ἥσυχος, ἀκίνητος ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537· οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, ἐπὶ ἀνησύχων ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 7. 8, 1· κτλ.· ἐπὶ καταστάσεως τῆς ὑγείας, διαμένω στάσιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1242, Ἀρετ.: ― τὸ μέσ. ἀπαρ. ἀτρεμέεσθαι παρὰ Θεόγν. 47, μεταβάλλεται ὑπὸ τοῦ Bgk. εἰς ἀτρεμιεῖσθαι. Ἡ λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Ξενοφάνους 3, 9, ἀλλ’ οἱ δόκιμοι Ἀττ. μεταχειρίζονται κατὰ προτίμησιν τὸ ἠρεμέω.

Greek Monotonic

ἀτρεμέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠτρέμησα· δεν τρέμω, μένω ακίνητος ή ήσυχος, σε Ησίοδ.· οὐδαμᾶ κω ἠτρεμήσαμεν, λέγεται για ανήσυχους ανθρώπους, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[From ἀτρεμής
not to tremble, to keep still or quiet, Hes.; οὐδαμᾶ κω ἠτρεμήσαμεν, of a restless people, Hdt. From

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎