προστασία: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> présidence, fonction <i>ou</i> titre d’un agent préposé à un service;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> défense, protection ; <i>à Rome</i> patronage;<br /><b>3</b> vestibule ; portique.<br />'''Étymologie:''' [[προστάτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> présidence, fonction <i>ou</i> titre d’un agent préposé à un service;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> défense, protection ; <i>à Rome</i> patronage;<br /><b>3</b> vestibule ; portique.<br />'''Étymologie:''' [[προστάτης]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α<br /><b>1.</b> [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]] (α. «[[προστασία]] του περιβάλλοντος» β. «δι' ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[υπεράσπιση]], [[προάσπιση]], [[προφύλαξη]], [[περιφρούρηση]] (α. «[[προστασία]] τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ προστασίας ἀδικουμένων», Συν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[λειτουργία]] με την οποία τα ζωντανά είδη προστατεύονται από τους αντίξοους παράγοντες ή τις επιθέσεις ενός αρπακτικού<br /><b>2.</b> <b>(μεταλλ.)</b> [[επικάλυψη]] μιας επιφάνειας με μεταλλική ή μη [[ουσία]], με σκοπό την προφύλαξή της από τη [[διάβρωση]], από τη [[φθορά]], από τη [[χρήση]] και από άλλους παράγοντες οι οποίοι επιταχύνουν την [[καταστροφή]] της<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προστασία]] του καταναλωτή»<br /><b>(οικον.)</b> το [[σύνολο]] τών κρατικών μέτρων που αποβλέπουν στην [[προάσπιση]] τών συμφερόντων του καταναλωτή και στην [[αποφυγή]] εκμετάλλευσής του από κερδοσκόπους<br />β) «μεταλλική [[προστασία]]» — [[προστασία]] μετάλλου που πραγματοποιείται: i) με ηλεκτρολυτική [[απόθεση]] ενός μετάλλου που αντέχει στη [[διάβρωση]]<br />ii) με τη [[μετάθεση]] ενός μετάλλου από κάποιο [[άλας]] του [[προς]] την [[επιφάνεια]] του προστατευόμενου αντικειμένου<br />iii) με [[εμβάπτιση]] του αντικειμένου σε [[λουτρό]] τηγμένου μετάλλου και iv) θερμοχημική [[διάχυση]] μετάλλου στην [[επιφάνεια]] του αντικειμένου<br />γ) «μη μεταλλική [[προστασία]]» — [[προστασία]] μετάλλου [[κατά]] την οποία χρησιμοποιούνται χρώματα, βερνίκια, διάφορα πλαστικά προϊόντα, [[καθώς]] και διάφορες μέθοδοι εμφυάλωσης και χημικών αποθέσεων<br />δ) «[[προστασία]] της φύσης και διασφάλιση τών φυσικών πόρων» — η [[προστασία]] του περιβάλλοντος<br />ε) «[[προστασία]] του περιβάλλοντος»<br /><b>οικολ.</b> [[δραστηριότητα]] οργανωμένη και εκφραζόμενη με ένα [[σύνολο]] τεχνικών, υγειονομικών, οργανωτικών και νομικών μέτρων που στοχεύουν ή [[πρέπει]] να στοχεύουν στη [[διατήρηση]] της οικολογικής ισορροπίας στον πλανήτη μας, στη [[συντήρηση]] και [[βελτίωση]] όλων τών φυσικών παραγόντων, [[καθώς]] και στη διασφάλιση [[ολοένα]] και καλύτερων όρων και συνθηκών ζωής και εργασίας για τον άνθρωπο<br />στ) «συστήματα προστασίας»<br /><b>τεχνολ.</b> συστήματα ασφαλείας που διαφυλάσσουν άτομα και περιουσιακά στοιχεία από πολλούς κινδύνους στους οποίους περιλαμβάνονται εγκληματικές πράξεις, πυρκαγιές, ατυχήματα, [[επίθεση]] από εξωτερικούς εχθρούς κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να στέκεται [[κανείς]] [[μπροστά]] από [[κάτι]] («κατὰ τὴν προστασίαν τῶν ἐλεφάντων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[προϊστάμενος]], [[αρχηγός]], η [[αρχηγία]] («καὶ ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ [[προστασία]] ἡμῑν τοῡ πλήθους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προεδρία]]<br /><b>4.</b> το [[αξίωμα]] του διοικητή, η [[διοίκηση]]<br /><b>5.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κύρος]], [[αυθεντία]] (α. «ἡ ἰατρικὴ [[προστασία]]», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ τοῡ ξυγγραφέως [[προστασία]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μεγαλοπρέπεια]], [[πομπή]], [[επίδειξη]] («οὐ μόνον [[προστασία]] [[βασιλική]], ἀλλὰ καὶ [[δύναμις]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> [[διαχείριση]], [[επιστασία]] («ἡ τοῡ Θεοῡ [[προστασία]] καὶ ὅλου ἡμῶν τοῡ οἴκου», πάπ.)<br /><b>8.</b> [[συνεργία]], [[επικουρία]] («ταῡτ'... οὐχ ὁμολογουμένη [[προστασία]];», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> (με κακή σημ.) [[φατριασμός]] («[[ἔπειτα]] προστασίαι πολλαὶ καὶ [[πανταχόθεν]] γίγνονται καὶ τοῡ πρωτεύειν ἀντιποιοῡνται μὲν πάντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προστάς]]<br /><b>11.</b> θηλ. τ. του [[προστάσιος]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «πρὸ τῆς προστασίας»<br />(σχετικά με [[μαία]]) [[πριν]] από την [[ανάληψη]] της επιμέλειας του τοκετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόστασις]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[προστάτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰσία Medium diacritics: προστασία Low diacritics: προστασία Capitals: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: prostasía Transliteration B: prostasia Transliteration C: prostasia Beta Code: prostasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A standing in front, κατὰ τὴν τῶν θηρίων π., i.e. opposite the animals which were posted in front, Plb.11.1.3.    II standing before or at the head of, leadership, τοῦ δήμου Th.2.65; τοῦ πλήθους Id.6.89: abs., chieftainship, presidency, ἐπ' ἐτησίῳ π. v.l. for προστατείᾳ in Id.2.80; leadership, authority, οἱ προστασίας ἀξιούμενοι D.19.295; ἡ ἰατρικὴ π. authority or dignity of a physician, Hp.Praec.10, cf. Medic. 1; ἡ τοῦ ξυγγραφέως π. Plb.12.28.6, cf. Chrysipp.Stoic.3.43, Plot.3.4.3.    b governorship, Ph.2.63; = Lat. praefectura, Id.1.675.    c superintendence, care, charge, δι' ἣν ποιεῖται ἡμῶν π. UPZ20.28 (ii B. C.); πρὸ τῆς π., of a midwife, before taking up a charge, Sor.1.4 cod. (nisi leg. πρὸς ταῖς π.) ; τοῦ σωματίου π. ποιησαμένη, of a wet-nurse, PSI3.204.8 (i A.D.), cf. PStrassb.40.25 (vi A.D.); management, εὐθηνίας PTeb.397.28 (ii A.D.); of a temple, PTheb.Bank 2.6 (ii B.C.); ἡ τοῦ θεοῦ π. καὶ ὅλου ἡμῶν τοῦ οἴκου OGI331.22 (Pergam., ii B.C.).    2 outward dignity, pomp, show, etc., οὐ μόνον π. βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις Plb.4.2.6, cf. 5.43.3, D.S.18.23 (leg. βασιλείων) ; π. τῶν ἱερῶν Plb.1.55.8.    III patronage, protection, SIG685.97 (Magn. Mae., ii B.C.), IPE12.79.9(Olbia, i A.D.), J.AJ16.2.4, etc.    2 = Lat. patronatus, Plu.Rom.13; = Lat. patrocinium, Lib.Or.47.7 (pl.), al.    3 in bad sense, partisanship, D.10.52 (pl.); collusion, champerty, ταῦτ' οὐχ ὁμολογουμένη π.; Id.30.30; προστασίᾳ (-σίαι codd.) τινὲς ὠνοῦνται καὶ πωλοῦσι Thphr.Fr.97.3.    IV place before a building, court (= προστάς, Did. ap. Harp.), τὰ τῆς Ἀθηναίων Ἀκροπόλεως Προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας Aeschin.2.105; τῆς περὶ τὸ Διονυσιακὸν θέατρον προστασίας Plb.15.30.4; in this sense oxyt. προστασιά acc. to Hdn.Gr.1.294.

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, der Vorstand, das Vorstehen, an der Spitze Stehen, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους, Thuc. 2, 65; ὧν ἡγοῦντο ἐπ' ἐτησίῳ προστασίᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Νικάνωρ καὶ Φώτιος, 2, 80. 6, 89; Macht und Gewalt des Vorstehers, Herrschers, sein Ansehen, auch der äußere Glanz, mit dem er auftritt, Gefolge, Pracht, οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις, Pol. 4, 2, 7; ἱερὸν ἐπιφανέστατον τῷ τε πλούτῳ καὶ τῇ λοιπῇ προστασίᾳ, 1, 55, 8; auch κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὴν ἄλλην προστασίαν λιτός, 22, 17, 10; vgl. 5, 43, 3. 27, 13, 4; ἡ τοῦ συγγραφέως πρ., das Ansehen des Schriftstellers, 12, 28, 6, u. sonst. – Auch Parteiung, Faction, zur Beeinträchtigung eines Andern, τοῦτ' οὐχ ὁμολογουμένη προστασία, Dem. 30, 30, womit man 10, 52 vergleichen kann; Harpocr. erklärt βοήθεια ὡς προισταμένου τινὸς καὶ ἐπικουροῦντος τῷ ἀδικουμένῳ. – Bei Aesch. 2, 105, ὡς δεῖ τὰ τῆς Ἀθηναίων ἀκροπόλεως προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας, = προστάς, Vorhalle, Didym. bei Harpocr. h. v.; ἡ περὶ τὸ θέατρον πρ., Pol. 15, 30, 4. Nach Arcad. 99, 9 προστασιά zu accentuiren. – Bei Plut. Rom. 13 das röm. Patronat.

Greek (Liddell-Scott)

προστᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, (προΐστημι) τὸ ἵστασθαι ἔμπροσθεν, Πολύβ. 11. 1, 3. ΙΙ. τὸ προΐστασθαι, τοῦ δήμου Θουκ. 2. 65· τοῦ πλήθους ὁ αὐτ. 6. 89· - ἀπολ., ἀξίωμα, προεδρία, ἐπ’ ἐτησίῳ πρ. ὁ αὐτ. 2. 80· οἱ προστασίας ἀξιούμενοι Δημ. 435. 27· ἡ ἰατρικὴ πρ., τὸ ἀξίωμα τοῦ ἰατροῦ, τὸ κῦρος αὐτοῦ, Ἱππ. 28. 12, πρβλ. Πολύβ. 12. 28, 6· πρβλ. προστάτης ΙΙ, προΐστημι Β. ΙΙ. 2) ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια, πομπή, ἐπίδειξις, κτλ. οὐ μόνον πρ., ἀλλὰ καὶ δύναμις Πολύβ. 4. 2, 6, πρβλ. 1. 55, 8, κτλ. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, προστασία, ὑπεράσπισις, Πολύβ. 5. 43, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 9, κ. ἀλλ.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, φατριασμός, Δημ. 145. 8· ἀκολούθως, προστασία, ταῦτ’ οὐχ ὁμολογουμένη πρ.; ὁ αὐτ. 872. 6, ἔνθα ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει: «ἀντὶ τοῦ βοήθεια προϊσταμένου τινὸς καὶ ἐπικουροῦντος τῷ ἀδικουμένῳ». 2) ὡς μετάφρασις τοῦ Ρωμαϊκοῦ patronatus, Πλουτ. Ρωμ. 13. IV. τόπος πρό τινος οἰκοδομήματος, αὐλή, προαύλιον, τὰ τῆς Ἀθηναίων Ἀκροπόλεως Προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας Αἰσχίν. 42. 2· τῆς περὶ τὸ Διονυσιακὸν θέατρον προστασίας Πολύβ. 15. 30, 4· - ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ἀρκάδ. σ. 99 γράφει προστασιά.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 présidence, fonction ou titre d’un agent préposé à un service;
2 p. ext. défense, protection ; à Rome patronage;
3 vestibule ; portique.
Étymologie: προστάτης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α
1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία του περιβάλλοντος» β. «δι' ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.)
2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ προστασίας ἀδικουμένων», Συν.)
νεοελλ.
1. βιολ. λειτουργία με την οποία τα ζωντανά είδη προστατεύονται από τους αντίξοους παράγοντες ή τις επιθέσεις ενός αρπακτικού
2. (μεταλλ.) επικάλυψη μιας επιφάνειας με μεταλλική ή μη ουσία, με σκοπό την προφύλαξή της από τη διάβρωση, από τη φθορά, από τη χρήση και από άλλους παράγοντες οι οποίοι επιταχύνουν την καταστροφή της
3. φρ. α) «προστασία του καταναλωτή»
(οικον.) το σύνολο τών κρατικών μέτρων που αποβλέπουν στην προάσπιση τών συμφερόντων του καταναλωτή και στην αποφυγή εκμετάλλευσής του από κερδοσκόπους
β) «μεταλλική προστασία» — προστασία μετάλλου που πραγματοποιείται: i) με ηλεκτρολυτική απόθεση ενός μετάλλου που αντέχει στη διάβρωση
ii) με τη μετάθεση ενός μετάλλου από κάποιο άλας του προς την επιφάνεια του προστατευόμενου αντικειμένου
iii) με εμβάπτιση του αντικειμένου σε λουτρό τηγμένου μετάλλου και iv) θερμοχημική διάχυση μετάλλου στην επιφάνεια του αντικειμένου
γ) «μη μεταλλική προστασία» — προστασία μετάλλου κατά την οποία χρησιμοποιούνται χρώματα, βερνίκια, διάφορα πλαστικά προϊόντα, καθώς και διάφορες μέθοδοι εμφυάλωσης και χημικών αποθέσεων
δ) «προστασία της φύσης και διασφάλιση τών φυσικών πόρων» — η προστασία του περιβάλλοντος
ε) «προστασία του περιβάλλοντος»
οικολ. δραστηριότητα οργανωμένη και εκφραζόμενη με ένα σύνολο τεχνικών, υγειονομικών, οργανωτικών και νομικών μέτρων που στοχεύουν ή πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας στον πλανήτη μας, στη συντήρηση και βελτίωση όλων τών φυσικών παραγόντων, καθώς και στη διασφάλιση ολοένα και καλύτερων όρων και συνθηκών ζωής και εργασίας για τον άνθρωπο
στ) «συστήματα προστασίας»
τεχνολ. συστήματα ασφαλείας που διαφυλάσσουν άτομα και περιουσιακά στοιχεία από πολλούς κινδύνους στους οποίους περιλαμβάνονται εγκληματικές πράξεις, πυρκαγιές, ατυχήματα, επίθεση από εξωτερικούς εχθρούς κ.ά.
αρχ.
1. το να στέκεται κανείς μπροστά από κάτι («κατὰ τὴν προστασίαν τῶν ἐλεφάντων», Πολ.)
2. το να είναι κανείς προϊστάμενος, αρχηγός, η αρχηγία («καὶ ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῑν τοῡ πλήθους», Θουκ.)
3. προεδρία
4. το αξίωμα του διοικητή, η διοίκηση
5. συνεκδ. κύρος, αυθεντία (α. «ἡ ἰατρικὴ προστασία», Ιπποκρ.
β. «ἡ τοῡ ξυγγραφέως προστασία», Πολ.)
6. μεγαλοπρέπεια, πομπή, επίδειξη («οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις», Πολ.)
7. διαχείριση, επιστασία («ἡ τοῡ Θεοῡ προστασία καὶ ὅλου ἡμῶν τοῡ οἴκου», πάπ.)
8. συνεργία, επικουρία («ταῡτ'... οὐχ ὁμολογουμένη προστασία;», Δημοσθ.)
9. (με κακή σημ.) φατριασμόςἔπειτα προστασίαι πολλαὶ καὶ πανταχόθεν γίγνονται καὶ τοῡ πρωτεύειν ἀντιποιοῡνται μὲν πάντες», Δημοσθ.)
10. προστάς
11. θηλ. τ. του προστάσιος
12. φρ. «πρὸ τῆς προστασίας»
(σχετικά με μαία) πριν από την ανάληψη της επιμέλειας του τοκετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστασις, κατά τα θηλ. σε -ία, ενώ κατ' άλλη άποψη < προστάτης].