κατακλείω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(19)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακλείω]], Α αττ. τ. [[κατακλήω]] και κατακληΐω)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] εντελώς και ασφαλώς, [[κλείνω]] [[ολωσδιόλου]] («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] κάποιον [[κάπου]], [[αποκλείω]] κάποιον εξ ολοκλήρου, [[κάνω]] πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας... εἰς νῆσον κατέκλησεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τον λόγο(ν)» — [[τελειώνω]] τον λόγο, [[φθάνω]] στο [[τέλος]] της ομιλίας μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του<br /><b>2.</b> [[εξαναγκάζω]] («ἄν... πᾱσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐν τῷ πολέμῳ μένειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τέχνη]]) [[εξασκώ]], [[εφαρμόζω]] («τὸ πᾱν τῆς ἑαυτοῡ τέχνης κατέκλεισεν», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λίθους στην [[αρχιτεκτονική]]) [[τοποθετώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τὴν δεξιάν» — [[σφίγγω]] το [[χέρι]], [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακλείομαι</i><br />κλείνομαι με τη [[νύφη]] στον νυφικό θάλαμο («Τυνδαρίδα κατεκλᾴζετο... ὁ [[νεώτερος]] Ἀτρέος υἱῶν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) πολιορκούμαι («ἐς τὸ τεῑχος κατακλῄεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[καταντώ]] («τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] ἐμαυτόν» — απομονώνομαι.
|mltxt=(AM [[κατακλείω]], Α αττ. τ. [[κατακλήω]] και κατακληΐω)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] εντελώς και ασφαλώς, [[κλείνω]] [[ολωσδιόλου]] («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] κάποιον [[κάπου]], [[αποκλείω]] κάποιον εξ ολοκλήρου, [[κάνω]] πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας... εἰς νῆσον κατέκλησεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τον λόγο(ν)» — [[τελειώνω]] τον λόγο, [[φθάνω]] στο [[τέλος]] της ομιλίας μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του<br /><b>2.</b> [[εξαναγκάζω]] («ἄν... πᾱσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐν τῷ πολέμῳ μένειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τέχνη]]) [[εξασκώ]], [[εφαρμόζω]] («τὸ πᾱν τῆς ἑαυτοῡ τέχνης κατέκλεισεν», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λίθους στην [[αρχιτεκτονική]]) [[τοποθετώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τὴν δεξιάν» — [[σφίγγω]] το [[χέρι]], [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακλείομαι</i><br />κλείνομαι με τη [[νύφη]] στον νυφικό θάλαμο («Τυνδαρίδα κατεκλᾴζετο... ὁ [[νεώτερος]] Ἀτρέος υἱῶν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) πολιορκούμαι («ἐς τὸ τεῑχος κατακλῄεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[καταντώ]] («τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] ἐμαυτόν» — απομονώνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -[[κλῄω]]· Ιων. μέλ. <i>-κληΐσω</i>, Δωρ. <i>κατακλᾴξω</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατεκλεισάμην</i>, Δωρ. <i>κατεκλᾳξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατεκλείσθην</i>, Ιων. <i>κατεκληΐσθην</i>, παρακ. κατα-[[κέκλειμαι]] ή -[[κέκλεισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ., [[κλείνω]] [[εντός]], [[εγκλείω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του, σε Ηρόδ.· <i>τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ</i>., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο [[νησί]] και [[εκεί]] τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείνω]] την [[νύφη]] μαζί μου (στο νυφικό [[δωμάτιο]]), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>νόμῳ κ</i>., [[αναγκάζω]], δηλ. [[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]], σε Δημ.· επίσης, <i>εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι</i>, [[αφού]] κατάντησε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[σφαλίζω]], [[κλείνω]], [[τὰς]] πυλίδας, σε Ηρόδ.· <i>τὰ ἱρά</i>, στον ίδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλείω Medium diacritics: κατακλείω Low diacritics: κατακλείω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: katakleíō Transliteration B: katakleiō Transliteration C: katakleio Beta Code: kataklei/w

English (LSJ)

old Att. κατακλῄω Th. (v. infr.): a rare fut. κατακλιῶ dub. in Eup.287, cf. HeroBel.107.13:—Med., aor.

   A -εκλεισάμην X. Cyr.7.2.5:—Pass., aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); Ion. -εκληΐσθην Hdt.2.128; Dor. -εκλᾴσθην Theoc.7.84: pf. -κέκλῃμαι Ar.Pl. 206.    I c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109; κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα X.Cyr.4.1.18; κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων Id.An.3.4.26; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26; κ. τινὰ ἐν φυλακῇ Ev.Luc.3.20, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—Pass., ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Th.4.57; ναυσὶ κατεκλῄσθησαν Id.1.117, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [νεφέλας] ἄνεμος κατακλῃσθῇ Ar.Nu.404; εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι Isoc.4.34; διὰ τοῦ ζῆν . . κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς Phld.D.1.17:—Med., shut oneself up, ἐν τοῖς βασιλείοις X.Cyr.7.2.5; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—Pass., κατεκλᾴσθης Id.7.84.    2 metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige, ἂν . . πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν D.4.33, cf. And.3.7, Antiph.190.15.    3 metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11; εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι D.S.20.74: generally, confine, ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν Metrod.Herc.831.8; πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται Phld.Rh.2.283 S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς . . confine the whole business of art to... Hld.3.4.    II c.acc.rei, shut up, close, τὰς πυλίδας Hdt.1.191; τά ἱρά Id.2.124, cf. 128 (Pass.); τὸ ἐργαστήριον Id.4.14; τὸν δίφρον X.Cyr.6.4.10; εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα Ar.Pl.206:—in Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.    2 clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.    3 close a speech, conclude, D.L.10.138; εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον with a threat, D.H. 7.14, cf. A.D.Synt.234.17; οὐ κ. διάνοιαν give no complete sense, Id.Adv.119.6 (δ. shd. be supplied, Id.Synt.179.13); conclude an argument or inference, Phld.Sign.15,33.

German (Pape)

[Seite 1353] att. -κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισθῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσθησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλείω: Ἰων. -κληΐω, ἀρχ. Ἀττ. -κλῄω Θουκ.: μέλλ. Ἰων. -κληΐσω, Δωρ. κατακλᾴξω· καὶ παράδοξός τις τύπος κατακλιῶ ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος (ἐν «Χρυσῷ γένει» 19).― Μέσ., ἀόρ. κατεκλεισάμην Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· Δωρ. κατεκλᾳξάμην Θεόκρ.― Παθ., ἀόρ. κατεκλείσθην Ἀττ.· Ἰων. κατεκληΐσθην Ἡρόδ. 2. 128· Δωρ. κατεκλάγθην (κατὰ τὸν Valck. ἀντὶ -εκλᾴσθην), ἴδε κατωτ.:― πρκμ. κατακέκλειμαι ἢ -κέκλεισμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 206, κτλ. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., κλείω, ἐγκλείω τεταριχευμένον σῶμα ἐν τῇ θήκῃ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 2. 86· συχνάκις ἐπὶ ἀποκλεισμοῦ, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφήγωσιν εἰς τὴν νῆσον καὶ ἐκεῖ τοὺς ἔκλεισε, Θουκ. 1. 109· κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· κατακλείειν τοὺς ψιλούς, τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων = τῶν ὁπλιτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 26., 3. 3, 7·― ὡσαύτως, κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, ὅ ἐστι, δὲν εἶμαι πολίτης τοῦ ὅλου κόσμου ἀλλὰ μόνον ὡρισμένης τινὸς πολιτείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 13· καὶ κ. ἑαυτὸν ἐν Ἡρῳδ. 5, 8, 12· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., ὁ Κροῖσος κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις ἐβόα Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5. ―Παθ., πολιορκοῦμαι, ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι Θουκ. 4. 57· ναυσὶ κατεκλείσθησαν ὁ αὐτ. 1. 117· οἱ κατακεκλειμένοι, οἱ πολιορκούμενοι, Ἰσοκρ. 124Α· ὅταν ἐς νεφέλας ἄνεμος κατακλεισθῇ Ἀριστοφ. Νεφ. 404. ―Μέσ., ἐγκλείομαι, κλείομαι μέσα, ἐν τοῖς βασιλείοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· οὕτω Παθ. κατεκλάσθης Θεόκρ. 7. 84· ἀλλ’ ὡσαύτως κατακλᾴξασθαι, κλείω τὴν νύμφην μετ’ ἐμαυτοῦ ἐν τῷ νυμφικῷ θαλάμῳ, ὁ αὐτ. 18. 5. 2) μεταφ., νόμῳ κ., ἐγκλείω, δηλ. ἐξαναγκάζω, ἀναγκάζω, ἂν… πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν Δημ. 49. 16· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 19, Ἀντιφῶντα ἐν «Πλουσ.» 1. 15. 3) μεταφ. ὡσαύτως, τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μεγίστην κατακεκλειμένης, ἀφοῦ κατήντησεν…, Δημ. 803, ἐν τέλ.· εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι Διόδ. 20. 74· εἰς πολιορκίαν, ἀμηχανίαν, ὄλεθρον Διον. Ἁλ., κλ.· ὡσαύτως, μεταφορ., κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς…, ἑφαρμόζειν καὶ ἐξασκεῖν ὅλην τὴν ἐν τῇ τέχνῃ ἱκανότητα…, Ἡλιόδ. 3. 4. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, κλείω, τὰς πυλίδας Ἡρόδ. 1. 191· τὰ ἱρὰ 2. 124, πρβλ. 128· τὸ ἐργαστήριον 4. 14· τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατέκλεισε πάντα καὶ κατεσημήνατο καὶ φύλακας κατέστησε Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 27. εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλειμένα Ἀριστοφ. Πλ. 206. 2) κ. τὴν δεξιάν, σφίγγω, Λουκ. Προμ. 2. 3) κλείω λόγον, συμπεραίνω, Διογ. Λ. 10. 138· εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον, τελευτῶ, καταλήγω εἰς ἀπειλήν, Διον. Ἁλ. 7. 14· οὐ κατακλείει, δὲν συμπληροῖ τὸ νόημα, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 180.

French (Bailly abrégé)

f. κατακλείσω, ao. κατέκλεισα;
Pass. ao. κατεκλείσθην, pf. κατακέκλεισμαι ou κατακέκλειμαι;
1 enfermer, emprisonner, lier, enchaîner;
2 fig. contraindre, obliger : τινα νόμῳ avec l’inf. obliger qqn par la loi à…;
3 fermer : πυλίδας HDT des portes;
Moy. κατακλείομαι s’enfermer.
Étymologie: κατά, κλείω¹.

Spanish

encerrar

English (Strong)

from κατά and κλείω; to shut down (in a dungeon), i.e. incarcerate: shut up.

English (Thayer)

1st aorist κατέκλεισα; from (Herodotus), Thucydides and Xenophon down; to shut up, confine: τινα ἐν τῇ φυλακή, ἐν (which omits) φυλακαῖς, Jeremiah 32:3>)).

Greek Monolingual

(AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω)
1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.)
2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας... εἰς νῆσον κατέκλησεν», Θουκ.)
3. φρ. «κατακλείω τον λόγο(ν)» — τελειώνω τον λόγο, φθάνω στο τέλος της ομιλίας μου
αρχ.
1. βάζω ταριχευμένο σώμα στη θήκη του
2. εξαναγκάζω («ἄν... πᾱσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐν τῷ πολέμῳ μένειν», Δημοσθ.)
3. (για τέχνη) εξασκώ, εφαρμόζω («τὸ πᾱν τῆς ἑαυτοῡ τέχνης κατέκλεισεν», Ηλιόδ.)
4. (σχετικά με λίθους στην αρχιτεκτονική) τοποθετώ, συναρμόζω
5. φρ. «κατακλείω τὴν δεξιάν» — σφίγγω το χέρι, ανταλλάσσω χειραψία
6. μέσ. κατακλείομαι
κλείνομαι με τη νύφη στον νυφικό θάλαμο («Τυνδαρίδα κατεκλᾴζετο... ὁ νεώτερος Ἀτρέος υἱῶν», Θεόκρ.)
7. παθ. α) πολιορκούμαι («ἐς τὸ τεῑχος κατακλῄεσθαι», Θουκ.)
β) περιέρχομαι, καταντώ («τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης», Δημοσθ.)
8. φρ. «κατακλείω ἐμαυτόν» — απομονώνομαι.

Greek Monotonic

κατακλείω: Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -κλῄω· Ιων. μέλ. -κληΐσω, Δωρ. κατακλᾴξω — Μέσ., αόρ. αʹ κατεκλεισάμην, Δωρ. κατεκλᾳξάμην — Παθ., αόρ. αʹ κατεκλείσθην, Ιων. κατεκληΐσθην, παρακ. κατα-κέκλειμαι ή -κέκλεισμαι·
I. 1. με αιτ. προσ., κλείνω εντός, εγκλείω ταριχευμένο σώμα στη θήκη του, σε Ηρόδ.· τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο νησί και εκεί τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· κατακλᾴξασθαι, κλείνω την νύφη μαζί μου (στο νυφικό δωμάτιο), σε Θεόκρ.
2. μεταφ., νόμῳ κ., αναγκάζω, δηλ. υποχρεώνω, εξαναγκάζω, σε Δημ.· επίσης, εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι, αφού κατάντησε, στον ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., σφαλίζω, κλείνω, τὰς πυλίδας, σε Ηρόδ.· τὰ ἱρά, στον ίδ. κ.λπ.