ὄφις: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(30) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] υπηρεσίας<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[διάδρομος]] που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>office</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>officium</i> «[[υπηρεσία]]»)]. | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] υπηρεσίας<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[διάδρομος]] που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>office</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>officium</i> «[[υπηρεσία]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄφις:''' ὁ, γεν. <i>ὄφεως</i>, ποιητ. επίσης <i>ὄφεος</i>, Δωρ. και Ιων. <i>ὄφιος</i>· [[ερπετό]], [[φίδι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., <i>πτηνὸν ὄφιν</i>, λέγεται για [[βέλος]], σε Αισχύλ. [Η πρώτη [[συλλαβή]] μερικές φορές γινόταν [[μακρά]], όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) <i>ὄπφις</i>, βλ. [[ὀχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. ὄφεως, poet. also
A ὄφεος E.Supp.703, Ba.1026, 1331; Dor. and Ion. ὄφιος Hes. Th.322, Hdt.9.81, Arat.82:—serpent, αἰόλος Il.12.208; γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Pi.P.4.249, cf.A.Ch.544, S.Ph.1328, Hdt.8.41, Pl.Phd.112d, R.358b, etc.; ὁ ψυχρὸς ὄ. Theoc.15.58; equiv. to δράκων in Hes.Th.322, 825: metaph., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, of an arrow, A.Eu.181. II like δράκων, a serpent-like bracelet, Men.387, Nicostr. Com.33, Philostr.Ep.22; ὄφεις is Att. for ψέλλια acc. to Moer. p.288 P. 2 τρικάρηνος ὄ. ὁ χάλκεος dedicated at Delphi ( = SIG 31), Hdt.9.81. III the constellation Serpens, Arat.82, Eudox. ap.Hipparch.1.2.18. IV a creeping plant, Hp.Mul.2.114. V a kind of fish, v. ὀφίδιον 11. VI guinea-worm (elsewh. δρακόντιον), Ruf.Interrog.65. VII = ὀφίασις I, Cels.6.4, Poll.4.192. [The first syll. is sts. made long in the older Poets, αἰόλον ὄφιν Il.12.208, cf. Hippon.49.6; so ὀφιοέσσης Antim.78. It was then pronounced (and perh. written) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, v. Eust.Il. l.c.—The ult. of the nom. and acc. ὄφις, ὄφιν is commonly long, as in Hes. Th.334, A.Ch.928, A.R.2.1269, Mosch.4.22; short only in later Poets, as A.R.4.128, 1398, Arat.578.]
German (Pape)
[Seite 426] εως, ion. ιος, ὁ, die Schlange; αἰόλος, Il. 12, 208; γλαυκῶπα, ποικιλόνωτον ὄφιν, Pind. P. 4, 249; mit δράκων gleichbedeutend, Hes. Th. 322. 825; τόνδ' ὄφιν ἐθρεψάμην, Aesch. Ch. 915; ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, Spt. 477, der übertr. von einem Pfeile sagt λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, Eum. 181; Soph. Phil. 1312; Her. 8, 41. 9, 81; ὥςπερ ὄφις κηληθῆναι, Plat. Rep. II, 358 b; ὥςπερ οἱ ὄφεις, Phaed. 112 d; Sp. – Ein Sternbild, die Schlange, Arat. – Ein schlangenförmiges Armband, Men. bei Hesych. – Bei Hippocr. auch eine Schlingpflanze, u. bei den Medic. = ὀφίασις. – [Die erste Sylbe findet sich bei den älteren Dichtern zuweilen lang gebraucht, Il. 12, 208, vgl. Wolf praef. Il. p. LXXI u. Spitzner vers. her. p. 78, weshalb einige ὄπφις schreiben wollten, Schaef. Theogn. 334. – In ὄφιν ist bei Hes. Th. 334 die letzte Sylbe in der Vershebung lang.]
Greek (Liddell-Scott)
ὄφις: ὁ· γεν. ὄφεως, ποιητ. καὶ ὄφιος Εὐρ. Ἱκ. 703, Βάκχ. 1027, 1332· Δωρ. καὶ Ἰων. ὄφιος· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ὄφιος» καὶ «φίδι», αἰόλος Ἰλ. Μ. 208, πρβλ. δράκων· γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Πινδ. Π. 4. 443· συχνότ. παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Τραγ.· ὁ ψυχρὸς ὄφις Θεόκρ. 15. 58· ταυτόσημ. τῷ δράκων παρ’ Ἡσ. Θ. 322, 323. 825· - μεταφ., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, ἐπὶ βέλους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. ΙΙ. ὡς τὸ δράκων, ψέλλιον ὀφιοειδές, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 8, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἴδε Pierson. εἰς Μοῖριν 288. ΙΙΙ. ὁ ἀστερισμὸς Ὄφις, Ἄρατ. 82. IV. ἐν 640. 14, φυτόν τι ἑρπυστικόν. V. εἶδος ἰχθύος, ἴδε ὀφείδιον. VI. = ὀφίασις, Πολυδ. Δ΄, 192, ἂν μὴ αὐτὸ τοῦτο ἀναγνωστέον. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐνίοτε γίνεται μακρὰ παρὰ τοῖς ἀρχαιοτέροις ποιηταῖς, αἰόλον ὄφιν Ἰλ. Μ. 208, πρβλ. Ἱππώνακτα παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 234, 424· οὕτως ὀφιοέσσης Ἀντίμαχ. 70. Τότε προεφέρετο (ἴσως δὲ καὶ ἐγράφετο) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. 900, 12· ἀκριβῶς ὡς τὰ ἰακχέω, ὀκχέω, ὄκχος συχνάκις ἐφέροντο ἀντὶ ἰαχέω, ὀχέω, ὄχος, ὁσάκις τὸ φωνῆεν ἔπρεπε νὰ εἶναι μακρόν. Ἡ λήγουσα τῆς ὀνομ. καὶ αἰτ. ὄφις, ὄφιν, συνήθως εἶναι μακρά, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 334, Αἰσχύλ. Χο. 928, Μόσχ. 4. 22, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1269· βραχεῖα δὲ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 128, 1398, Ἀράτῳ 578. Περὶ τῆς εἰκασίας τοῦ Κουρτίου, δι’ ἧς δικαιολογεῖ τὴν ἔκτασιν τῆς πρώτης συλλαβῆς ἴδε ἐν λ. ὄψ Β.]
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
1 serpent au propre et au fig.
2 métaph. pour le pénis.
Étymologie: p. *ὄκϜις, de la R. Ὀκ, Ὀπ, voir ; cf. ὄψομαι, de même que δράκων de δέρκομαι.
English (Autenrieth)
ιος: snake, serpent, Il. 12.208†.
English (Slater)
ὄφῐς (-ιν, -ιες, -ίων, -ιας.)
1 snake κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) (P. 4.249) παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς of the Gorgons' heads (P. 12.9) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.45) ]ὄφιες θεόπομπ[οι of the snakes sent to destroy the infant Herakles (Pae. 20.8)
Spanish
English (Strong)
probably from ὀπτάνομαι (through the idea of sharpness of vision); a snake, figuratively, (as a type of sly cunning) an artful malicious person, especially Satan: serpent.
English (Thayer)
ὀφισεως, ὁ (perhaps named from its sight; cf. δράκων, at the beginning, and see Curtius, as under the word ὀφθαλμός); from Homer, Iliad 12,208 down; the Sept. mostly for נָחָשׁ; a snake, serpent: Wisdom of Solomon , φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, WH marginal reading ὁ ὄφις); hence, crafty hypocrites are called ὄφεις, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ ὄφις: δράκων.
Greek Monolingual
το
1. δωμάτιο υπηρεσίας
2. μικρός διάδρομος που συνδέει τα υπνοδωμάτια και το λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. office (< λατ. officium «υπηρεσία»)].
Greek Monotonic
ὄφις: ὁ, γεν. ὄφεως, ποιητ. επίσης ὄφεος, Δωρ. και Ιων. ὄφιος· ερπετό, φίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πτηνὸν ὄφιν, λέγεται για βέλος, σε Αισχύλ. [Η πρώτη συλλαβή μερικές φορές γινόταν μακρά, όταν προφερόταν (και πιθ. όφειλε να γράφεται) ὄπφις, βλ. ὀχέω.