κήλη: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(nl)
(3)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κήλη -ης, ἡ geneesk. zwelling; hernia.
|elnltext=κήλη -ης, ἡ geneesk. zwelling; hernia.
}}
{{elru
|elrutext='''κήλη:''' атт. [[κάλη]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> опухоль или вздутие, преимущ. грыжа Anth.;<br /><b class="num">2)</b> горб (на спине буйвола) Arst.
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλη Medium diacritics: κήλη Low diacritics: κήλη Capitals: ΚΗΛΗ
Transliteration A: kḗlē Transliteration B: kēlē Transliteration C: kili Beta Code: kh/lh

English (LSJ)

Att.κάλη [prob.ᾱ], ἡ,

   A tumour; esp. rupture, hernia, Hp.Aër. 7 (pl.), AP6.166 (Lucill.), 11.342.    2 hump on a buffalo's back, Arist.HA606a16, in acc. pl. κάλας (v.l. χαίτας); in human beings, Eup.276.1, Gal.7.729, Artem.3.45; καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί... κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες Phryn.PSp.81 B. (Cf. ONorse haull, OSlav. kyla, both = hernia.)

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, att. κάλη, Geschwulst, bes. Bruch; die besondere Art derselben wird von den Aerzten durch Composita angegeben, ἐντεροκήλη, ἐπιπλοκήλη u. ä., Medic.; vgl. B. A. 47, 21.

Greek (Liddell-Scott)

κήλη: Ἀττ. κάλη ᾱ, ἡ, οἴδημα, ὄγκωμα, ἰδίως «σπάσιμον», «καταίβασμα», Λατ. hernia, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, Ἀνθ. Π. 6. 166., 11. 342, 404. 2) ὕβος ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ βουβάλου gibber in dorso (Plin. 8. 70), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, ἔνθα νῦν ἐκ πολλῶν Ἀντιγράφ. διωρθώθη εἰς κάλας ἀντὶ χαίτας· πρβλ. Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 47, «καλήτης καὶ κάλη Ἀττικοί…, κηλήτης καὶ κήλη Ἴωνες». (Ἐντεῦθεν, βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, ὑδροκήλη).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tumeur, particul. hernie.
Étymologie: DELG rapprochements avec des mots germaniques désignant la hernie.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κήλη, Α αττ. τ. κάλη)
η έξοδος ενός οργάνου από την κοιλότητα στην οποία περιέχεται φυσιολογικά, εξαιτίας κυρίως της ύπαρξης ειδικής ανατομικής προδιάθεσης, εκ γενετής ή επίκτητης
μσν.-αρχ.
οίδημα, όγκος
αρχ.
καμπούρα («καὶ οἱ βόες, ὥσπερ αἱ κάμηλοι, κάλας ἔχουσιν ἐπὶ τῶν ἀκρωμίων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κήλη πιθ. < κᾱF-ελ- < ΙΕ ρίζα kau (ә)lā «οίδημα, κήλη» (πρβλ. αρχ. νορβ. haull, αρχ. άνω γερμ. hōla, αρχ. σλαβ. kyla, ρωσ. kila). Ο αττ. τ. κάλη εμφανίζει δυσερμήνευτο. Πιθ. κάλη < kặF-ελ-, με συναίρεση. Κατ' άλλους, ο τ. θεωρείται δάνειος από μη ιωνική διάλεκτο.
ΠΑΡ. αρχ. κηλήτης, κηλώ
νεοελλ.
κηλικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κηλογράφος, κηλοποιός, κηλοτόμος. (Β' συνθετικό) βουβωνοκήλη, βρογχοκήλη, εντεροκήλη, κιρσοκήλη, σαρκοκήλη, υδροκήλη
αρχ.
εντερεπιπλοκήλη, επιπλοεντεροκήλη, επιπλοκήλη, μηροκήλη, πνευματοκήλη, πωροκήλη, σαρκοεπιπλοκήλη, στεατοκήλη, υγροκήλη, υδρεντεροκήλη, υδροκιρσοκήλη
νεοελλ.
αεροκήλη, γαλακτοκήλη, γαστροκήλη, καρδιοκήλη, κοιλοκήλη, λαπαροκήλη, νεφροκήλη, ομφαλοκήλη, ορχεοκήλη, οφθαλμοκήλη, προστατοκήλη, πρωκτοκήλη, σπερματοκήλη, σπληνοκήλη, τραχειοκήλη].

Greek Monotonic

κήλη: Αττ. κάλη [ᾱ], , οίδημα, όγκος, ιδίως, διακοπή, διάρρηξη, Λατ. hemia, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήλη -ης, ἡ geneesk. zwelling; hernia.

Russian (Dvoretsky)

κήλη: атт. κάλη (ᾱ) ἡ
1) опухоль или вздутие, преимущ. грыжа Anth.;
2) горб (на спине буйвола) Arst.