πάροικος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάροικος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· με δοτ., σε Θουκ.· απόλ., [[γείτονας]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάροικος]] [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] με τους γείτονες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., παρεπιδημούντας, [[ξένος]], [[αλλότριος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πάροικος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· με δοτ., σε Θουκ.· απόλ., [[γείτονας]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάροικος]] [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] με τους γείτονες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., παρεπιδημούντας, [[ξένος]], [[αλλότριος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάροικος:''' <b class="num">1)</b> соседний (πόλεις Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> соседский: π. [[πόλεμος]] Her. война с соседями.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> сосед: Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος Soph. живущие возле дворца Кадма и Амфиона, т. е. фиванцы; ὁ Ἀττικὸς π. погов. Arst. аттический сосед, т. е. беспокойный, опасный;<br /><b class="num">2)</b> парэк, житель-иноземец Diog. L., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A dwelling beside or near, neighbouring, c. gen., Κάδμου πάροικοι . . δόμων S.Ant.1155 ; [πόλεις]π.Ρῃκίων ἐπαύλων A.Pers.869 (lyr.) : c. dat., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Diog.Trag.1.7, cf. Th.3.113 : abs., ἡ π. πηλαμύς S.Fr.503 ; neighbour, οὐκ ἀσίνης π. Sapph.80; Ἀττικὸς π., prov. of a restless neighbour, Arist.Rh. 1395a18, Duris 96J. 2 π. πόλεμος war with neighbours, Hdt.7.235. II foreign, alien, LXXGe.15.13, al. ; σπέρμα π. ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ Act.Ap. 7.6 : as Subst., sojourner in another's house, D.L.1.82 : generally, alien, stranger, LXX Le.22.10 : in later Greek, = μέτοικος, SIG398.37 (Cos, iii B. C.), IG7.2712.64 (Acraeph.), OGI1338.12,20, al.(Pergam., ii B. C.), etc.; = colonus, Cod.Just. 1.34.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 525] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ πάροικος, der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = μέτοικος, Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς πάροικος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
πάροικος: -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, μετὰ γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· μετὰ δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., γείτων, Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) πάροικος πόλεμος, πόλεμος πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. ξένος, ἀλλότριος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, ξένος, ἀλλότριος, Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 voisin de, gén. ou dat. ; abs. voisin;
2 qui concerne un voisin : πάροικος πόλεμος guerre avec des peuples voisins.
Étymologie: παρά, οἰκέω.
English (Strong)
from παρά and οἶκος; having a home near, i.e. (as noun) a by-dweller (alien resident): foreigner, sojourn, stranger.
English (Thayer)
πάροικον (παρά and οἶκος);
1. in classical Greek dwelling near, neighboring.
2. in the Scriptures a stranger, foreigner, one who lives in a place without the right of citizenship; (R. V. sojourner); the Sept. for גֵּר and תּושָׁב (see παροικέω 2, and παροικία (and cf. Schmidt, Syn., 43,5; Liddell and Scott, under the word)): followed by ἐν with the dative of place, without citizenship in God's kingdom: joined with ξένος and opposed to συμπολίτης, μόνος κύριος ὁ Θεός πολίτης ἐστι, πάροικον δέ καί ἐπηλυτον τό γενητον ἅπαν, Philo de cherub. § 34 (cf. Mangey 1:161 note)); one who lives on earth as a stranger, a sojourner on the earth: joined with παρεπίδημος (which see), of Christians, whose fatherland is heaven, 1 Peter 2:11. (Cf. Ep. ad Diognet. § 5,5 [ET].)
Greek Monolingual
ο / πάροικος, -ον, ΝΜΑ
ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα (α. «οι Έλληνες πάροικοι της Αιγύπτου» β. «ἔφυγε Μωϋσῆς... καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πάροικοι
οι ενορίτες
2. ο κάτοικος
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά σε κάποιον, ο γείτονας, ο γειτονικός (πόλεις πάροικοι Θρηκίων ἐπαύλων», Αισχύλ.)
2. ξένος, αλλοδαπός («οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλά συμπολίται ἁγίων», ΚΔ)
3. αυτός που κατοικεί κάποιου πρόσκαιρα, προσωρινά («ξένος καὶ πάροικος ἐπὶ γῆς δεικνύμενος», Μηναί.)
4. ο μέτοικος
5. ο άποικος
6. στον πληθ. όσοι ήταν εγκατεστημένοι σε καλλιεργούμενα χωρία ως μικρέμποροι και τεχνίτες, δεν ασκούσαν όμως τη γεωργία, αλλά ήταν βοηθοί τών γεωργών
7. ως ουσ. οικοδίαιτος δούλος, βοηθός, υπηρέτης («πάροικος ἱερέως, ἤ μισθωτός, οὐ φάγεται ἅγια», ΠΔ)
8. παροιμ. «Ἀττικός πάροικος» — λεγόταν για ανήσυχο γείτονα (Αριστοτ.)
9. φρ. «πάροικος πόλεμος» — ο πόλεμος κατά τών γειτόνων (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶκος (πρβλ. κάτ-οικος)].
Greek Monotonic
πάροικος: -ον,
I. 1. αυτός που κατοικεί δίπλα ή κοντά, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· με δοτ., σε Θουκ.· απόλ., γείτονας, σε Αριστ.
2. πάροικος πόλεμος, πόλεμος με τους γείτονες, σε Ηρόδ.
II. ως ουσ., παρεπιδημούντας, ξένος, αλλότριος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πάροικος: 1) соседний (πόλεις Aesch.);
2) соседский: π. πόλεμος Her. война с соседями.
II ὁ
1) сосед: Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος Soph. живущие возле дворца Кадма и Амфиона, т. е. фиванцы; ὁ Ἀττικὸς π. погов. Arst. аттический сосед, т. е. беспокойный, опасный;
2) парэк, житель-иноземец Diog. L., NT.