ποῦ: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποῦ:''' Ιων. [[κοῦ]]; ερωτημ. επίρρ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, αντίστοιχο προς το αναφορ. [[ὅπου]] ([[κυρίως]] γεν. του <i>*πός;</i> Λατ. [[quis]]?)<br /><b class="num">I.</b> πού; Λατ. [[ubi]]? σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. τόπου, [[ποῦ]] γῆς; [[ποῦ]] χθονός; πού στον κόσμο; Λατ. [[ubinam]] terrarum, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ποῦποτ' εἶ φρενῶν;</i> σε Σοφ.· [[ποῦ]] γνώμης εἶ; στον ίδ.· [[ποῦ]] τύχης; σε ποιο [[σημείο]] της τύχης; στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τρόπο, πώς; σε Ευρ.· χρησιμ. για να εκφράσει [[συμπέρασμα]] [[πολύ]] έντονα, [[κοῦ]] γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη [[κόλπος]]; πώς δεν θα..., δηλ. αναμφίβολα θα..., σε Ηρόδ.· επίσης σε Τραγ., σε ερωτήσεις με [[αγανάκτηση]], πώς; με ποιο [[δικαίωμα]]; [[ποῦ]] σὺ [[μάντις]] εἰ [[σοφός]]; σε Σοφ.
|lsmtext='''ποῦ:''' Ιων. [[κοῦ]]; ερωτημ. επίρρ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, αντίστοιχο προς το αναφορ. [[ὅπου]] ([[κυρίως]] γεν. του <i>*πός;</i> Λατ. [[quis]]?)<br /><b class="num">I.</b> πού; Λατ. [[ubi]]? σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. τόπου, [[ποῦ]] γῆς; [[ποῦ]] χθονός; πού στον κόσμο; Λατ. [[ubinam]] terrarum, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ποῦποτ' εἶ φρενῶν;</i> σε Σοφ.· [[ποῦ]] γνώμης εἶ; στον ίδ.· [[ποῦ]] τύχης; σε ποιο [[σημείο]] της τύχης; στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τρόπο, πώς; σε Ευρ.· χρησιμ. για να εκφράσει [[συμπέρασμα]] [[πολύ]] έντονα, [[κοῦ]] γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη [[κόλπος]]; πώς δεν θα..., δηλ. αναμφίβολα θα..., σε Ηρόδ.· επίσης σε Τραγ., σε ερωτήσεις με [[αγανάκτηση]], πώς; με ποιο [[δικαίωμα]]; [[ποῦ]] σὺ [[μάντις]] εἰ [[σοφός]]; σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποῦ:''' ион. [[κοῦ]] adv.<br /><b class="num">1)</b> где, в каком месте ([[ποῦ]] δέ οἱ [[ἔντεα]] κεῖται, [[ποῦ]] δέ οἱ ἵπποι; Hom.); intens. [[ποῦ]] γῆς; и [[ποῦ]] χθονός; Trag. где же наконец?, где именно?; [[ποῦ]] τῆς χώρας; Xen. в какой части страны?; [[ποῦ]] γνώμης εἶ; Soph. на чем ты остановился в своих замыслах?, что ты затеваешь?; [[ποῦ]] ποτ᾽ [[εἰμὶ]] πράγματος; Soph. что со мной?;<br /><b class="num">2)</b> как, каким образом, на каком основании: [[κοῦ]] γε δὴ οὐκ ἂν χωσθείη [[κόλπος]]; Her. почему же залив не оказался занесенным илом?; [[ποῦ]] χρὴ τίθεσθαι [[ταῦτα]], [[ποῦ]] δ᾽ αἰνεῖν; Soph. как это следует понять, как (можно) хвалить?; [[ποῦ]] σὺ [[μάντις]] εἶ [[σαφής]]; Soph. на каком основании ты считаешься мудрым прорицателем?
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποῦ Medium diacritics: ποῦ Low diacritics: που Capitals: ΠΟΥ
Transliteration A: poû Transliteration B: pou Transliteration C: pou Beta Code: pou=

English (LSJ)

Ion. κοῦ, interrog. Adv.

   A where? Hom., etc.; freq. c. dat. pers., ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται . .; Il.10.407; π. τοι τόξον; 5.171; π. τοι Δηΐφοβος... π. δέ τοι Ὀθρυονεύς; 13.770, 772; ἀλλ' ἡμὶν Αἴας ποὖστιν; S. Aj.733; π. μοί ποτε ναίει; Id.OC137 (lyr.); rarely with Verbs of motion in early authors, v. που sub fin.:—c. gen. loci, π. χθονός; where in the world? A.Pers.231; π. γῆς; S.Aj.984, OT108, etc.; π. τῆς χώρας; X.Eq.Mag.7.14; τὴν σοφίαν . . π. χοροῦ τάξομεν; in what part of the chorus? Pl.Euthd.279c.    2 so in a sense not strictly local, π. ποτ' εἶ φρενῶν; S.El.390; π. γνώμης ποτ' εἶ; Id.Ant.42; π. ποτ' εἰμὶ πράγματος; Id.Tr.375; π. σοι τύχης ἕστηκεν; at what point of fortune stands he? Id.Aj.102.    II of manner, how? E.IA406, Or.802; to express an inference very strongly, κοῦ γε δὴ . . οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος . .; how then would it not . . ? i.e. it certainly would... Hdt.2.11, cf. Th.8.27 codd.; in Trag., in indignant questions, how? by what right? π. σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; S.Aj.1100; ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής; Id.OT390, cf. Ph.451, E.Heracl.369 (lyr.), 510; π. γάρ ἐστι δίκαιον; D.37.41, cf. 23.58.

German (Pape)

[Seite 690] Fragewort, wo? ποῦ τοι τόξον, Il. 5, 171; ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται Ἀρήϊα, ποῦ δέ οἱ ἵπποι, 10, 407; auch ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται, 13, 219, wo sind die Drohungen? denn οἴχομαι ist fortsein, ohne Beziehung auf ein bestimmtes Ziel, also nicht: wohin zu übersetzen; c. genit., ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Aesch. Spt. 993, vgl. Pers. 227, u. öfter; εἰσὶ ποῦ γῆς, Soph. O. R. 108, u. öfter, auch übertr., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ' αἰνεῖν, Phil. 449; vgl. ποῦ ποτ' εἰμὶ πράγματος, Trach. 374; ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν, Ai. 102; ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν, El. 382; und ähnlich in Prosa überall, z. B. ποῦ δὴ βούλει καθεζόμενοι ἀναγνῶμεν, Plat. Phaedr. 228 e.

Greek (Liddell-Scott)

ποῦ: Ἰων. κοῦ; ἐρωτημ. ἐπίρρ., ἐπὶ εὐθείας ἢ πλαγίας ἐρωτήσ. ἔχον ἀντίστοιχον τὸ ἀναφορικὸν ὅπου, (κυρίως γεν. τοῦ *πός; quis?), ὡς καὶ νῦν, ποῦ; ἐν ποίῳ τόπῳ; Λατ. ubi? Ὅμ. κλπ.· συχν. μετὰ δοτ. προσ., ποῦ δὲ οἱ ἔντεα κεῖται...; Ἰλ. Κ. 407· ποῦ τοι τόξον; Ε. 171· ποῦ τοι Δηίφοβος..., ποῦ δέ τοι Ὀθρυνεύς; Ν. 770 κἑξ.· ἀλλ’ ἡμῖν Αἴας ποὖστιν Σοφ. Αἴ. 733· ποῦ μοί ποτε ναίει; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 137· οὐδαμοῦ μετὰ ῥημάτων κινήσεως παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, ἴδε ποὺ ἐν τέλ.· ― μετὰ γεν. τόπου, ποῦ γῆς; ποῦ χθονός; εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς; Λατ. ubinam terrarum? Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Σοφ. Αἴ. 984, Ο. Τ. 108, κτλ.· ποῦ τῆς χώρας; Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 14· τὴν σοφίαν... ποῦ χοροῦ τάξομεν; εἰς ποῖον μέρος τοῦ χοροῦ; Πλάτ. Εὐθύδ. 279C. 2) οὕτως ἐπὶ ἐννοίας οὐχὶ αὐστηρῶς τοπικῆς, ποῦ ποτ’ εἶ φρενῶν; Σοφ. Ἠλ. 399· ποῦ γνώμης εἶ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 42· ποῦ ποτ’ εἰμὶ πράγματος; ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 345· ποῦ σοι τύχης ἔστηκεν; εἰς ποῖον σημεῖον τῆς τύχης ἵσταται; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 102. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ τρόπου, πῶς; Εὐρ. Ι. Α. 406, Ὀρ. 802, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (792)· πρὸς ἰσχυρὰν ἔκφρασιν συμπεράσματος, κοῦ γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος...; πῶς δὲν θά..., δηλ. ἀναμφιβόλως θά..., Ἡρόδ. 2. 11, πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 8. 27· ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ἐπὶ ἐρωτήσεων γενομένων μετ’ ἀγανακτήσεως, πῶς; τίνι δικαιώματι, ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; Σοφ. Αἴ. 1100· ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 390, πρβλ. Φιλ. 451, Εὐρ. Ἡρακλ. 369 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), 510· οὕτω, ποῦ γάρ ἐστι δίκαιον; Δημ. 978. 14, πρβλ. 638. 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.

French (Bailly abrégé)

adv. de lieu interr.
où ? en quel endroit ?;
1 d’ord. sans mouv. ποῦ τοι Δηΐφοβος ; IL où donc est Dèiphobos ? dans le disc. indir. τίς οἶδεν ὑμῶν ποῦ ποθ’ οἱ Φωκῆς ξένοι ; SOPH qui de vous sait où peuvent bien être les étrangers Phocidiens ? ποῦ γῆς ; ESCHL en quel endroit de la terre ? fig. ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν ; SOPH quelle a été sa fortune ? qu’est-il devenu ?;
2 qqf avec idée d’un mouv. antérieur ποῦ τοι ἀπειλαί οἴχονται ; IL où sont maintenant les menaces ? elles s’en sont allées.
Étymologie: *πός.

English (Autenrieth)

interrog. adv., where? whither?

English (Strong)

genitive case of an interrogative pronoun pos (what) otherwise obsolete (perhaps the same as πού used with the rising slide of inquiry); as adverb of place; at (by implication, to) what locality: where, whither.

English (Thayer)

(cf. Curtius, § 631), an interrogative adverb, from Homer down, the Sept. for אַיֵה, אָנָה, אַי, where? in what place? a. in direct questions: ποῦ ἐστιν (ἐστιν sometimes unexpressed)), in questions indicating that a person or thing is gone, or cannot be found, is equivalent to it is nowhere, does not exist: L T Tr WH; ποῦ φανεῖται (A. V. where shall ... appear) equivalent to there will be no place for him, ὅπου (cf. Winer's Grammar, § 57,2at the end): followed by the indicative, Winer's Grammar, 612 (569)); followed by the subjunctive, ποῖ in direct question (cf. our colloquial, where for whither; see Winer s Grammar, § 54,7; Buttmann, 71 (62)): Winer s Grammar, 300 (281); Buttmann, 358 (307)); 1 John 2:11.

Greek Monotonic

ποῦ: Ιων. κοῦ; ερωτημ. επίρρ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, αντίστοιχο προς το αναφορ. ὅπου (κυρίως γεν. του *πός; Λατ. quis?)
I. πού; Λατ. ubi? σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. τόπου, ποῦ γῆς; ποῦ χθονός; πού στον κόσμο; Λατ. ubinam terrarum, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ποῦποτ' εἶ φρενῶν; σε Σοφ.· ποῦ γνώμης εἶ; στον ίδ.· ποῦ τύχης; σε ποιο σημείο της τύχης; στον ίδ.
II. λέγεται για τρόπο, πώς; σε Ευρ.· χρησιμ. για να εκφράσει συμπέρασμα πολύ έντονα, κοῦ γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος; πώς δεν θα..., δηλ. αναμφίβολα θα..., σε Ηρόδ.· επίσης σε Τραγ., σε ερωτήσεις με αγανάκτηση, πώς; με ποιο δικαίωμα; ποῦ σὺ μάντις εἰ σοφός; σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ποῦ: ион. κοῦ adv.
1) где, в каком месте (ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται, ποῦ δέ οἱ ἵπποι; Hom.); intens. ποῦ γῆς; и ποῦ χθονός; Trag. где же наконец?, где именно?; ποῦ τῆς χώρας; Xen. в какой части страны?; ποῦ γνώμης εἶ; Soph. на чем ты остановился в своих замыслах?, что ты затеваешь?; ποῦ ποτ᾽ εἰμὶ πράγματος; Soph. что со мной?;
2) как, каким образом, на каком основании: κοῦ γε δὴ οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος; Her. почему же залив не оказался занесенным илом?; ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ᾽ αἰνεῖν; Soph. как это следует понять, как (можно) хвалить?; ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής; Soph. на каком основании ты считаешься мудрым прорицателем?