φιλανθρωπία: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλανθρωπία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρωπιά, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ευγένειας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεαι για το Θεό, [[αγάπη]] προς τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη ΙI. λέγεται για πράγματα, ἡ τοῦ ὀνόματος [[φιλανθρωπία]], η ανθρωπιά του, [[ευγένεια]], [[πραότητα]], σε Δημ.· ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, αναφέρεται στη [[γεωργία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''φῐλανθρωπία:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ανθρωπιά, [[καλοσύνη]], [[ευγένεια]], σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ευγένειας, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεαι για το Θεό, [[αγάπη]] προς τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη ΙI. λέγεται για πράγματα, ἡ τοῦ ὀνόματος [[φιλανθρωπία]], η ανθρωπιά του, [[ευγένεια]], [[πραότητα]], σε Δημ.· ἡ [[φιλανθρωπία]] τῆς τέχνης, αναφέρεται στη [[γεωργία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλανθρωπία:''' ἡ<b class="num">1)</b> человеколюбие, человечность: φιλανθρωπίᾳ Xen. и ὑπὸ φιλανθρωπίας Plat. из человеколюбия, по доброте (своей); αἱ φιλανθρωπίαι Dem. человеколюбивые поступки, добрые дела;<br /><b class="num">2)</b> благосклонность, снисходительность, тж. приветливость, ласковость: φ. λόγων Dem. и διὰ τῶν λόγων Polyb. ласковая или приветливая речь; πάσης φιλανθρωπίας ἐστερημένη ([[χώρα]]) Diod. крайне неприветливая местность; ἡ φ. τῆς τέχνης Xen. благотворное влияние (земледельческого) искусства, но Aeschin. привлекательность (сценического) искусства. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A humanity, benevolence, kind-heartedness, humane feeling, or, in a weaker sense, kindliness, courtesy, I of men, Hp.Praec. 6, Pl.Euthphr.3d, X.Cyr.1.4.1, Act.Ap.28.2, etc.; opp. σεμνότης, Isoc. 15.133; opp. φθόνος, D.20.165; opp. ὠμότης, ib.109; joined with εὔνοια, Isoc.5.114, D.18.5; with πραότης, Isoc.5.116; with χρηστότης, Iamb. ap. Stob.4.5.76; φ. λόγων courtesy, D.18.298; τῆς παρὰ τουτωνὶ τιμῆς καὶ φ. ib.209; φ. διὰ τῶν λόγων Plb.28.17.11; φ. προσάγειν τινί Id.1.81.8; φ. εἰς or πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, ib.79.8, 11; ὑπὸ φιλανθρωπίας Pl.l. c.; μετὰ φ. Isoc.15 l. c.; clemency, X.Cyr.7.5.73; so φιλανθρωπίᾳ Id.Ages.1.22; the intercourse of lovers, Aeschin.1.171: pl., acts of kindness, courtesies, D.8.70, 25.86, Plb.36.17.13, Phld.Rh.2.160 S., etc. b ἡ σὴ φ. as a form of address, your Clemency, PRyl.296 (ii A. D.), etc. 2 of God, love to man, Ep. Tit.3.4, al. II of things, ἡ τοῦ ὀνόματος (i. e. νόμος) φ. its mildness, D.24.156; ἡ φ. τῆς τέχνης, of agriculture, X.Oec.15.4, cf. Aeschin.2.15; χώρα πάσης φ. ἐστερημένη, of a desert country, D.S. 17.50; in disease, mild symptoms, Gal.19.219. III concession, privilege, UPZ162 vii 21 (ii B. C.), OGI139.20 (Egypt, ii B. C.), Rev.Phil.10 (1936).253 (Ilium); θεία φ. imperial grant, SIG888.102 (Scaptopara, iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, das Wesen, Betragen des φιλάνθρωπος, Menschenliebe, Menschenfreundlichkeit; Plat. Euthyphr. 3 d; Xen. Cyr. 1, 4,1. 4, 2,10; Dem. 24, 156; Ggstz von ὠμότης Lpt. 109; φιλανθρωπίαι καὶ ἐγγύαι γίγνονται Dem. 25, 86; εἴς τινα, Pol. 1, 79, 8; πρός τινα, 1, 79, 11; φιλανθρωπίαν προσάγειν τινί 1, 81, 8; ἡ διὰ τῶν λόγων φιλ. 8, 15, 11; Sp., wie Plut. Lyc. 16 u. oft; Luc. u. A.; D. Sic. 17, 50 sagt χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανθρωπίας, aller menschlichen Cultur entbehrend.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλανθρωπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ εἶναι φιλάνθρωπον, ἡ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀγάπη, εὐεργετικὴ διάθεσις, ἢ καθόλου ἀγαθότης, εὐσένεια, εὐγένεια τρόπων, φιλοφροσύνη, 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 1· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σεμνότης, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141· τὸ φθόνος, Δημ. 507. 26· τὸ ὠμότης, ὁ αὐτ. 490. 7· συνημμένον μετὰ τοῦ εὔνοια, πρᾳότης, Ἰσοκρ. 105D, 106A· μετὰ τοῦ χρηστότης, Ἰάμβλ. παρὰ Στοβ. 315. 52, κλπ.· φιλ. λόγων, φιλοφροσύνη, Δημ. 325. 9. οὕτω, φ. διὰ τῶν λόγων Πολύβ.· φ. προσάγειν τινὶ ὁ αὐτ. 1. 81. 8· φ. εἴς ἢ πρός τινα αὐτόθι 79. 8 καὶ 11· ὑπὸ φιλανθρωπίας Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· μετὰ φ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἢ ἁπλῶς φιλανθρωπίᾳ Ξεν. Ἀγησ. 1. 22· ― ὡσαύτως, ἐπιείκεια, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 7. 5, 73 ἐλευθεριότης, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 15. 9· ἡ τῶν ἐραστῶν σχέσις, διάφ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 24. 27· ― ἐν τῷ πληθ., πράξεις εὐνοίας, φιλοφροσύνης, Δημ. 107. 17., 796. 3, Πολύβ., κλπ. 2) ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἀγάπη, Πρὸς Τίτον γ΄, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἡ τοῦ ὀνόματος φιλ., ἡ ἠπιότης, ἀγαθότης, ἡ μετριότης αὐτοῦ, Δημ. 748, 28· ἡ φ. τῆς τέχνης, ἐπὶ τῆς γεωργίας, Ξεν. Οἰκον. 15. 9, πρβλ. Αἰσχίνην 30. 14· ἐστερημένη πάσης φιλ., ἐπὶ ἐρήμου χώρας, Διόδ. 17. 50.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 en gén. sentiments d’humanité, de bonté ; φιλανθρωπία λόγων DÉM bienveillance de langage ; φιλανθρωπίᾳ XÉN par bonté ; au pl. αἱ φιλανθρωπίαι actes d’humanité, de bonté;
2 particul. affabilité, clémence, libéralité.
Étymologie: φιλάνθρωπος.
English (Strong)
from the same as φιλανθρώπως; fondness of mankind, i.e. benevolence ("philanthropy"): kindness, love towards man.
English (Thayer)
φιλανθρωπίας, ἡ (φιλάνθρωπος), from Xenophon, and Plato down, love of mankind, benevolence (Vulg. humanitas) (R. V. kindness): Titus 3:4. (Cf. Field, Otium Norv. Pars 3:ad the passages cited.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάνθρωπος
1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.)
2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι
φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες
3. θεολ. η αγάπη του θεού για τον άνθρωπο, με κορυφαία έκφραση το μυστήριο της ενανθρώπισης του Χριστού («ὅτε... ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ», ΚΔ)
νεοελλ.
η αγάπη του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του υπό τη μορφή της ελεημοσύνης και της γενικότερης ηθικής και υλικής συμπαράστασης προς εκείνους που έχουν ανάγκη από αυτήν, αγαθοεργία
αρχ.
1. πραότητα, επιείκεια
2. παραχώρηση, προνόμιο
3. (για πράγμ.) ηπιότητα
4. φρ. α) «φιλανθρωπία λόγων» — φιλοφροσύνη (Δημοσθ.)
β) «χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανθρωπίας» — χώρα έρημη, χωρίς κανένα έργο πολιτισμού (Διόδ.)
γ) «θεία φιλανθρωπία» — αυτοκρατορική δωρεά επιγρ..
Greek Monotonic
φῐλανθρωπία: ἡ,
I. 1. ανθρωπιά, καλοσύνη, ευγένεια, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ευγένειας, σε Δημ.
2. λέγεαι για το Θεό, αγάπη προς τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη ΙI. λέγεται για πράγματα, ἡ τοῦ ὀνόματος φιλανθρωπία, η ανθρωπιά του, ευγένεια, πραότητα, σε Δημ.· ἡ φιλανθρωπία τῆς τέχνης, αναφέρεται στη γεωργία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλανθρωπία: ἡ1) человеколюбие, человечность: φιλανθρωπίᾳ Xen. и ὑπὸ φιλανθρωπίας Plat. из человеколюбия, по доброте (своей); αἱ φιλανθρωπίαι Dem. человеколюбивые поступки, добрые дела;
2) благосклонность, снисходительность, тж. приветливость, ласковость: φ. λόγων Dem. и διὰ τῶν λόγων Polyb. ласковая или приветливая речь; πάσης φιλανθρωπίας ἐστερημένη (χώρα) Diod. крайне неприветливая местность; ἡ φ. τῆς τέχνης Xen. благотворное влияние (земледельческого) искусства, но Aeschin. привлекательность (сценического) искусства.