ἀργαλέος: Difference between revisions
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
(1b) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀργᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> трудный, тяжелый ([[πρᾶγμα]] Arph.; [[ὁδός]] Plut.): ἀ. ἀντιφέρεσθαι Hom. с ним трудно бороться;<br /><b class="num">2)</b> неприятный, тягостный, мучительный (ἄνεμοι, [[ἔρις]] Hom.; [[λύπη]] Hom., Arph.; ἀ. τὴν ὄψιν Aeschin.). | |elrutext='''ἀργᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> трудный, тяжелый ([[πρᾶγμα]] Arph.; [[ὁδός]] Plut.): ἀ. ἀντιφέρεσθαι Hom. с ним трудно бороться;<br /><b class="num">2)</b> неприятный, тягостный, мучительный (ἄνεμοι, [[ἔρις]] Hom.; [[λύπη]] Hom., Arph.; ἀ. τὴν ὄψιν Aeschin.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἄλγος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A painful, troublous, ἄνεμοι Il.13.795; Ἔρις 11.3; νοῦσος 13.667; Ἄσκρῃ, χεῖμα κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ (trisyll.), οὐδέποτ' ἐσθλῇ Hes.Op.640; νύξ Alc.Supp.12.11; difficult of attainment, ἀληθείη Emp.114.2; κάθοδος Anacr.43.5:—never in Trag., sts. in Com., ἀ. πρᾶγμα Ar.Pl.1; στάσις Id.Th.788; ἀργαλέας νύκτας ἄγειν Id.Lys. 764: rare in Prose, πρᾶγμα X.Hier.6.4: Comp., Ph.1.224: Sup., Id.2.300. 2 of persons, troublesome, vexatious, Thgn.1208 codd. (ἁρπ- Bgk.); βιότοιο κέλευθοι Emp.115.8, cf. Ar.Nu.450, Men.403.5: Sup., Ar.Eq.978: rare in Prose, ἀ. τὴν ὄψιν Aeschin.1.61. II ἀργαλέον ἐστί, c. dat. et inf., ἀ. δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Il.17.252, cf. 12.410, Od.13.312, etc.: rarely c. acc. et inf., ἀργαλέον δέ με πάντ' ἀγορεῦσαι Il.12.176; or without case, ἀ. δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός 21.498, cf. Od.7.241, etc.; also, 2 agreeing with the object, ἀ. . . θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι God is hard to be subdued by mortal man, 4.397; ἀ. γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Il.1.589. III Adv. -ως AP9.499. (By dissimilation from *ἀλγαλέος, cf. ἄλγος.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀργᾰλέος: -α, -ον, χαλεπός, σκληρός, ὀχληρός, ἀφόρητος, βαρύς, Λατ. gravis, ἄνεμοι Ἰλ. Ν. 795˙ ἔρις Λ. 3˙ νοῦσος Ν. 667˙ νάσσατο δ’... ἐνὶ κώμῃ, Ἄσκρῃ, χεῖμα κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ (ὅπερ δέον νὰ προφέρηται ἀργαλῇ), οὐδέποτ’ ἐσθλῇ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 640˙ οὐδαμοῦ παρὰ Τραγ., ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρὰ κωμ., ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ’ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί, δοῦλον γενέσθαι παραφρονοῦντος δεσπότου Ἀριστοφ. Πλ. 1˙ λύπη ὁ αὐτ. Θεσμ. 788˙ ἀργαλέας νύκτας ἄγειν ὁ αὐτ. Λυσ. 764˙ σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱερ. 6. 4. 2) ἐπὶ προσώπων, χαλεπός, ἀνιαρός, ἐνοχλητικός, Θέογν. 1208, Ἀριστοφ. Νεφ. 450˙ ἅπασι δ’ ἀργαλέα ἐστὶν Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 2˙ ἀργαλεώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 978˙ σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Αἰσχίν. 9. 20. ΙΙ. ἀργαλέον ἐστί, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι, «χαλεπὸν δέ μοί ἐστι διασκοπεῖσθαι ἕκαστον τῶν ἡγεμόνων» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ρ. 252, πρβλ. Μ. 410, Ὀδ. Ν. 312, κτλ.˙ σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀργαλέον δέ με πάντ’ ἀγορεύειν Ἰλ. Μ. 176˙ ἢ ἄνευ πτώσεώς τινος συντακτικῆς, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Φ. 498, πρβλ. Ὀδ. Η. 241, κτλ.: - ὡσαύτως, 2) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἀργαλέος... γάρ τ’ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι, ἀντὶ ἀργαλέον γάρ τ’ ἐστὶ βροτῷ θεὸν δαμάσαι Ὀδ. Δ. 397˙ ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Ἰλ. Α. 589. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ως Ἀνθ. Π. 9. 499. (Συγγενὲς τῇ λέξει ἄλγος, πρβλ. στόμαργος (ἀντὶ στόμαλγος), λήθαργος, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
difficile, pénible ; terrible ; ἀργαλέον μοί ἐστι πᾶσι μάχεσθαι IL il m’est bien difficile de combattre contre tous ; ἀργαλέος Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι IL il est difficile de tenir tête à un dieu de l’Olympe.
Étymologie: p. dissimil. p. *ἀλγαλέος, de ἄλγος.
English (Autenrieth)
hard to endure or deal with, difficult; ἕλκος, ἔργον, ἄνεμος, δεσμοί, ὁδός, etc.; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντ φέρεσθαι, Il. 1.589; ἀργαλέον δέ μοι ἐστὶ.. πᾶσι μάχεσθαι, Il. 20.356; comp., ἀργαλεώτερος, Ο 121, Od. 4.698.
Spanish (DGE)
(ἀργᾰλέος) -α, -ον
• Morfología: [jón.-ép. fem. -έη Il.13.667, lesb. neutr. ἀργάλεον Alc.364; gen. -οιο Il.11.812; fem. dat. plu. -ῃσι Il.10.521]
I 1de padecimientos físicos doloroso ἕλκος Il.11.812, 16.528, νοῦσος Il.13.667, Hes.Op.92, Sc.43, Sol.1.37, 61, Amyntas SHell.43.2, θωή Il.13.669, ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il.10.521, θάνατος Mimn.4.2, αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει morirá de mala suerte, Il.22.61
•doliente, dolorido κεφάλα Alc.344
•doloroso, penoso de situaciones y padecimientos del hombre, gener. λιμός h.Cer.311, ἆσθμα Il.15.10, 16.109, κάματος Il.13.85, γῆρας Mimn.1.10, 2.6, 5.3, Thgn.1132, βάσανος Ph.1.224, δεσμός Od.15.444, cf. 232, 11.293, 12.161, Hes.Th.522, 718, h.Hom.7.12, δουλοσύνη Simon.119.2D., Thgn.1214
•de la guerra y la discordia penosa, funesta ὑσμίνη Il.17.544, φύλοπις Il.11.278, Stesich.224S., πόλεμοι Il.14.87, cf. Od.24.531, Hes.Op.229, Tyrt.7.8, ἔρις Il.17.385, 11.4, 21.386, Sol.3.38, ναυμαχίη Simon.95.4D., στάσις Ar.Th.788, ἀγών Plu.2.749c
•psicológicamente doloroso, penoso στόνος Il.19.214, μελεδῶναι h.Ap.533, πόθος Tyrt.8.28, ἀργαλέον μνῆμα φιλοξενίης recuerdo doloroso de una hospitalidad excesiva Thgn.1358, γνώμη δ' ἀργαλέη γίνεται ἀμφοτέρων es doloroso el pensamiento de lo uno y de lo otro Thgn.832, ἡ τοῦ θανάτου ταραχή Phld.D.1.17.11, ἀργαλέη φιλότης amor que resulta penoso Man.1.33
•de ciertas acciones y situaciones penoso, de funestas consecuencias, funesto, peligroso ἔργον Il.4.471, Hes.Th.602, πρᾶγμα Ar.Pl.1, X.Hier.6.4, κακόν Od.4.698, cf. 12.119 ἐπαραί Thebaïs 2.8, ἀργάλεον πενία κακόν Alc.364, μνηστύς Od.2.199, tb. de sentimientos φόβος Il.17.667, χόλος Il.10.107, 15.121, 18.119, πόθος producido por Pandora, Hes.Op.66, ὕβρις Mimn.12.4, cf. Panyas.17.9.
2 de fenómenos naturales duro, difícil, adverso ἄνεμοι Il.14.254, 13.795, Od.11.400, 407, Sol.1.45, θύελλα Hes.Th.743, cf. 880, λαῖτμα θαλάσσης Od.5.175, cf. 367, ἀργαλέᾳ δ' ἐν νύκτι en una mala noche Alc.34.11, ἀργαλέας ... ἄγουσι νύκτας pasan malas noches Ar.Lys.764
•condiciones geográficas difícil, dificultoso, trabajoso στόμα λαύρης Od.22.137, (Ἄσκρῃ) θέρει ἀργαλέῃ Hes.Op.640, cf. Th.739, λιμήν Il.Paru.24.2
•de viajes, situaciones ὁδός Od.4.393, 483, νόστος Od.11.101, φύγα Alc.129.12, κάτοδος hacia el Hades, Anacr.36.10, βιότοιο κέλευθοι Emp.B 115.8
•pred. c. inf. (τάφρος) ἀ. περάαν Il.12.63, (φήμη ... κακή) ἀργαλέη δὲ φέρειν Hes.Op.762
•esp. neutr. impers. difícil ἀργαλέον ... ῥῦσθαι γενεήν (es) difícil mantener salva a la raza de los hombres Il.15.140, c. dat. ἀργαλέον δέ μοί ἐστι ... θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον Il.12.410, cf. 17.252, 20.356, ἔγχεϊ δ' ἀργαλέον (μάχεσθαι) Il.20.368, ἀργαλέον φρονέοντα παρ' ἄφροσι πολλ' ἀγορεύειν es cosa molesta para el inteligente hablar mucho ante tontos Thgn.625
•fig. de seres mitológicos o equiparados Τυφάων h.Ap.306, cf. Od.11.291, ἀ. ἀνάγκα la dura necesidad B.11.72, ἀλήθεια Emp.B 114.2
•esp. pred. c. inf. ἀ. γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Il.1.589, c. dat. ἀ. γάρ τ' ἐστι θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι Od.4.397, cf. Hes.Op.484.
3 de palabras duro, desagradable, molesto ἐνιπή Il.14.105, ἔπος Od.21.169, βάξις Mimn.9.2.
4 de pers. molesto, insoportable Thgn.1208, Ar.Nu.450, Eq.978, de una mujer ἅπασι δ' ἀργαλέα Men.Fr.334.5
•c. ac. rel. τὴν ὄψιν Aeschin.1.61, τὸ ἦθος Aesop.97.1
•por su actividad insoportable, penoso ποιητής Plu.2.348b, de anim., Opp.C.3.392, cf. Gr.Shorthand Man.618.
II adv. -έως angustiosamente ἀ. μοι θυμὸς ἔχει Thgn.1092, ἀ. φέρεται πολιὸς χρόνος angustiosamente se va el tiempo gris, AP 9.499, ἀ. γαμέουσιν se casan a disgusto Man.1.33, cf. Poll.5.139.
• Etimología: De *ἀλγαλέος (cf. ἄλγος) c. disimilación (cf. Tz.Comm.Ar.1.4.1).
Greek Monolingual
ἀργαλέος, -α κ. -η, -ον (AM)
1. οδυνηρός, επίπονος
2. ενοχλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλγάλεος (< άλγος) με ανομοίωση. Ο τ. απαντά κυρίως στο έπος χρησιμοποιούμενος για πρόσωπα, ενώ είναι σπανιότερος στην τραγωδία και στον πεζό λόγο].
Greek Monotonic
ἀργᾰλέος: -α, -ον (ἄλγος, όπως αν γραφόταν ἀλγαλέος)·
1. επίπονος, οδυνηρός, τραχύς, δύσκολος, βαρύς, Λατ. gravis, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· ἀργαλέον ἐστί, με δοτ. και απαρ., μου είναι δύσκολο να κάνω κάτι, σε Όμηρ.· σπανίως με αιτ. και απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, οχληρός, ενοχλητικός, σε Θέογν., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργᾰλέος: 1) трудный, тяжелый (πρᾶγμα Arph.; ὁδός Plut.): ἀ. ἀντιφέρεσθαι Hom. с ним трудно бороться;
2) неприятный, тягостный, мучительный (ἄνεμοι, ἔρις Hom.; λύπη Hom., Arph.; ἀ. τὴν ὄψιν Aeschin.).
Frisk Etymological English
See also: ἄλγος