ἀπιστία: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(1) |
(1a) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπιστία:''' ион. ἀπιστίη ἡ реже pl.<br /><b class="num">1)</b> неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> недостоверность, неправдоподобие Xen.: πολλὴν ἀπιστίαν [[ἔχει]] [[ταῦτα]] Isocr. это крайне сомнительно;<br /><b class="num">3)</b> неясность исхода, ненадежность, превратность (πολέμου Isocr.);<br /><b class="num">4)</b> неверность, вероломство (πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.). | |elrutext='''ἀπιστία:''' ион. ἀπιστίη ἡ реже pl.<br /><b class="num">1)</b> неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> недостоверность, неправдоподобие Xen.: πολλὴν ἀπιστίαν [[ἔχει]] [[ταῦτα]] Isocr. это крайне сомнительно;<br /><b class="num">3)</b> неясность исхода, ненадежность, превратность (πολέμου Isocr.);<br /><b class="num">4)</b> неверность, вероломство (πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀπιστέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[disbelief]], [[distrust]], [[mistrust]], Hes., Hdt., etc.; ὑπὸ ἀπιστίης μὴ [[γενέσθαι]] τι from [[disbelief]] that it had happened, Hdt.; ἀπιστίαν ἔχειν [[περί]] τινος to be in [[doubt]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> of things, ἐς ἀπιστίην ἀπῖχθαι to [[have]] [[become]] [[discredited]], Hdt.; πολλὰς ἀπιστίας [[ἔχει]] it admits of [[many]] doubts, Plat.; εἰς ἀπ. καταπίπτειν Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[want]] of [[faith]], [[faithlessness]], [[unbelief]], Soph.: [[treachery]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ίη, ἡ,
A unbelief, distrust, πίστεις . . δμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας beliefs and disbeliefs, Hes.Op.372; πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831 [ῑ]; τῶν θείων τὰ πολλὰ ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γινώσκεσθαι Heraclit.86, cf. Pl.Grg.493c; τοῖσι παρεοῦσι ἀ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Hdt.3.66, cf. 2.152; ὑπὸ ἀπιστίης Id.3.153, al.; ὑπὸ ἀ. μὴ γενέσθαι τι from disbelief that... Id.1.68; ἀ. πρὸς ἑαυτόν lack of self-confidence, Th.8.66; ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι E.Ion1606; πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας A.Ag.268; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Pl.Phd.107b; σώφρων ἀ. E.Hel.1617; πρὸς -ίαν τοῦ κατηγόρου to discredit him, Arist.Rh.1398a10; ἡ ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Id.Pol. 1297a4; ἀ. ἡ καθ' αὑτοῦ Longin.38.2; πρός τι Pl.Sph.258c. 2 of things, τὰ εἰρημένα ἐς ἀ. πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Pl.R.450c; ὁ λόγος εἰς ἀ. καταπίπτει Id.Phd.88d; καταβαλεῖν τινὰ εἰς ἀ. ib.c; ἀ. παρέχειν ib.86e (interpol.); ἀτοπία καὶ ἀπιστία incredibility, Isoc.17.48; ταῦτ' ἀπιστίαν ἔχει D. 10.44. II want of faith, faithlessness, θνήσκει δὲ πίστις βλαστάνει δ' ἀ. S.OC611; treachery, And.3.2, X.An.2.5.21; βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309.
German (Pape)
[Seite 291] ἡ, 1) Ungläubigkeit, Mißtrauen, Argwohn, im Ggstz von πίστις, Soph. O. C. 617; wie schon Hes. O. 370, im plur.; Theogn. 829; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας Aesch. Ag. 259; ὑπ' ἀπιστίης, aus Mißtrauen, Her. 1, 24 u. öfter; Plat. u. Folgde; = ὑποψία, Xen. An. 2, 5, 4; πρός τινα Dem. 9, 38; Zweifel, ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος Plat. Phaed. 107 b; πρός τι Soph. 258 c; von Sachen, πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Is. 1, 29, wie Plat. Rep. V, 450 c, hat, erregt Zweifel; παρέχειν Phaed. 86 e; εἰς ἀπιστίαν καταβάλλειν, καταπίπτειν, ibid. 88 c. – 2) Unglaublichkeit, Unzuverlässigkeit, Isocr. 17, 48; Unbeständigkeit, Plat. Gorg. 493 c; Treulosigkeit, πολέμου Isocr. 6, 49; πρὸς ἀνθρώπους Xen. An. 2, 5, 21 Pol. 3, 99 u. öfter. – 3) Ungehorsam? [Bei Ep. ist die penultima zuweilen lang.].
Greek (Liddell-Scott)
ἀπιστία: Ἰων. ίη, ἡ, τὸ ἀπιστεῖν, τὸ μὴ ἔχειν πίστην, ὑποψία, πίστεις… ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Ἡσ. Ἔργ. καὶ «Ἡμ. 370· πίστει χρήματ’ ὄλεσσα, ἀπιστίῃ [ῑ] δ’ ἐσάωσα Θέογν. 831· τοῖς παρεοῦσι ἀπ. πολλὴ ὑπεκέχυτο Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 2. 152· ὑπὸ ἀπιστίῃς ὁ αὐτ. 3. 153 κ. ἀλλ.· ὑπὸ ἀπ. μὴ γένεσθαι τι, ἐκ δυσπιστίας ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 68· ἀπιστίᾳ λόγους ἐνδέχεσθαι Εὐρ. Ἴων 1606· πέφευγε τοὔπος ἐξ ἀπιστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 268· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, εἶναι ἐν ἀμφιβολία, Πλάτ. Φαίδων 107B· σώφρων ἀπ. Εὐρ. Ἑλ. 1617· ἀπ. τοῦ κατηγόρου, ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης εἰς αὐτόν, Ἀριστ. Ῥητ. 2. 23, 7· ἡ ἀπ. ἡ πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Πολιτικ. 4. 12, 5· ἀπ. κατά τινος Λογγῖν. 38. 2· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 258C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ εἰρημένα ἐς ἀπ. πολλὴν ἀπῖκται Ἡρόδ. 1. 193· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, ἐπιδέχεται πολλὰς ἀμφιβολίας, Πλάτ. Πολ. 450C· ὁ λόγος εἰς ἀπ. καταπίπτει ὁ αὐτ. Φαίδων 88D· καταβάλλει τινὰ εἰς ἀπ. αὐτόθι C· ἀπ. παρέχειν αὐτόθι 86E· ἀπ. ὧν λέγει, τὸ μὴ ἀξιόπιστον τῶν λεγομένων ὑπ’ αὐτοῦ, Ἰσοκρ. 368C. ΙΙ. ἔλλειψις πίστεως, ἀπιστία, θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ’ ἀπ. Σοφ. Ο. Κ. 611, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 493C· προδοσία, Ἀνδοκ. 23. 38, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· βλέπειν ἀπιστίαν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 incrédulité, défiance ; invraisemblance;
2 manque de foi, perfidie.
Étymologie: ἄπιστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.3.66
• Prosodia: [-ῐ-, pero -ῑ- en Thgn.831]
I 1descreimiento, incredulidad, falta de fe πῶς φῄς; πέφευγε τοὖπος ἐξ ἀπιστίας ¿cómo dices? Por incredulidad no he comprendido tus palabras A.A.268, ὑπὸ δ' ἀπιστίης μὴ γενέσθαι por creer que no ocurriría Hdt.1.68, ὑπὸ ἀπιστίης αὐτὸς ... εἶδε τὸ βρέφος Hdt.3.153, οὐκ ἀπιστίᾳ σοὺς λόγους ἐδεξάμεσθα E.Io 1606, cf. τεράστιόν τε καὶ βροτοῖς ἀ. Ezech.91, cf. Plb.5.98.7, Chrysipp.Stoic.3.147
•duda, falta de certeza τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι Heraclit.B 86, τὰ εἰρημένα ... ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται Hdt.1.193, ἀπιστίαν ἔτι ἔχειν ... περὶ τῶν εἰρημένων Pl.Phd.107b, πολλὰς ... ἀπιστίας ἔχει ἔτι todavía comporta muchas dudas Pl.R.450c, cf. Phd.88c, d, Grg.493c, Sph.258c, Th.1.10
•en sent. relig.
•esp. en lit. crist. falta de fe τῇ ἀ. ἐξεκλάσθησαν Ep.Rom.11.20, cf. Clem.Al.Strom.2.6.28.
2 desconfianza πίστεις ... ὁμῶς καὶ ἀπιστίαι ὤλεσαν ἄνδρας Hes.Op.372, πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831, σώφρονος δ' ἀπιστίας (nada más útil a los mortales que) una prudente desconfianza E.Hel.1617, πρὸς ἀπιστίαν κατηγόρου Arist.Rh.1398a10, ἀ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol.1297a4, ἀ. ... πρὸς ἑαυτόν falta de confianza en sí mismo Th.8.66, cf. Hp.Praec.9, Longin.38.2.
3 c. inf. sospecha τοῖσι παρεοῦσι ἀπιστίη πολλὴ ὑπεκέχυτο τοὺς μάγους ἔχειν τὰ πράγματα Hdt.3.66.
4 inverosimilitud ἀτοπία καὶ ἀπιστία Isoc.17.48, cf. D.10.44, Is.1.29.
II perfidia, traición, deslealtad θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611, διά τε τὴν ἐκείνων ἀπιστίαν And.3.2, ἀπιστίας πρὸς ἀνθρώπους πράττειν X.An.2.5.21, βλέπειν ἀπιστίαν Eup.309, cf. UPZ 18.5 (II a.C.), D.C.66.3
•en sent. relig., LXX Sap.14.25, Ep.Rom.3.3.
English (Strong)
from ἄπιστος; faithlessness, i.e. (negatively) disbelief (lack of Christian faith), or (positively) unfaithfulness (disobedience): unbelief.
English (Thayer)
ἀπιστίας, ἡ (from ἄπιστος), want of faith and trust;
1. unfaithfulness, faithlessness (of persons betraying a trust): ἀπιστέω, 1).
2. want of faith, unbelief: shown in withholding belief in the divine power, weakness of faith: L T Tr WH ὀλιγοπιστίαν); Hesiod and Herodotus down.)
Greek Monolingual
η (AM ἀπιστία) άπιστος
1. έλλειψη χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει κάποιος στον αληθινό θεό
2. έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία
3. ανειλικρίνεια, δολιότητα
4. αναξιοπιστία
νεοελλ.
1. έλλειψη συζυγικής ή ερωτικής πίστης
2. αδίκημα κατά το οποίο ζημιώνει κάποιος από πρόθεση την περιουσία άλλου, της οποίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο πράξη
μσν.
1. κατηγορία
2. ανυπακοή στους νόμους
3. παρασπονδία
αρχ.-μσν.
προδοσία
αρχ.
1. κάτι απίθανο, παράδοξο
2. φρ. α) «ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν» — έλλειψη αυτοπεποίθησης
6) «ἀπιστία τοῡ κατηγόρου» — ανυποληψία.
Greek Monotonic
ἀπιστία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀπιστέω)·
I. 1. έλλειψη πίστης ή εμπιστοσύνης, η δυσπιστία, αμφιβολία, υπόνοια, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι, λόγω της δυσπιστίας για το ότι είχε συμβεί κάτι, σε Ηρόδ.· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, αμφιβάλλω, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, ἐς ἀπιστίην ἀπῖκται, έχω γίνει αντικείμενο δυσπιστίας, είμαι αναξιόπιστος, σε Ηρόδ.· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, σε Πλάτ.· εἰς ἀπιστίαν καταπίπτειν, στον ίδ.
II. έλλειψη πίστης, απιστία, σε Σοφ.· δόλος, προδοσία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπιστία: ион. ἀπιστίη ἡ реже pl.
1) неверие, недоверие, неуверенность, сомнение Hes., Her., Aesch., Soph., Plat., Dem., Plut.;
2) недостоверность, неправдоподобие Xen.: πολλὴν ἀπιστίαν ἔχει ταῦτα Isocr. это крайне сомнительно;
3) неясность исхода, ненадежность, превратность (πολέμου Isocr.);
4) неверность, вероломство (πρός τινα Xen.; τινός Polyb., Plut.).
Middle Liddell
ἀπιστέω
I. disbelief, distrust, mistrust, Hes., Hdt., etc.; ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι from disbelief that it had happened, Hdt.; ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος to be in doubt, Plat.
2. of things, ἐς ἀπιστίην ἀπῖχθαι to have become discredited, Hdt.; πολλὰς ἀπιστίας ἔχει it admits of many doubts, Plat.; εἰς ἀπ. καταπίπτειν Plat.
II. want of faith, faithlessness, unbelief, Soph.: treachery, Xen.