σμερδαλέος: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σμερδᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> страшный, ужасный ([[δράκων]] Hom.; [[ἔρις]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> грозный ([[αἰγίς]] Hom.; [[πόλισμα]] Arph.). | |elrutext='''σμερδᾰλέος:'''<br /><b class="num">1)</b> страшный, ужасный ([[δράκων]] Hom.; [[ἔρις]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> грозный ([[αἰγίς]] Hom.; [[πόλισμα]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 10 January 2019
English (LSJ)
α, Ion. η, ον, Ep. Adj. (Ar.Av.553 is mock-heroic),
A terrible to look on, fearful, δράκων Il.2.309; of Odysseus when cast up by the sea, Od.6.137; σ. κεφαλή, of Scylla, 12.91; χαλκὸς σ. bronze dire-gleaming, Il.12.464, 13.192; of armour of all kinds, σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ, 20.260, 21.401, Od.11.609; οἰκία σ., of Hades, Il.20.65; ἔρις Hes.Th.710; πόλισμα Ar. l.c. 2 terrible to hear, esp. in neut. as Adv., σμερδαλέον δ' ἐβόησε Il.8.92, etc.; σ. κονάβησαν, κονάβιζε, 2.334, Od.10.399: pl., σμερδαλέα κτυπέων, of Zeus, Il.7.479; σ. ἰάχων 5.302. (Prob. cogn. with Skt. márdati 'crush, crumble', Lat. mordere, OHG. smerzan, Engl. smart.)
German (Pape)
[Seite 910] schrecklich, gräßlich, fürchterlich, entsetzlich, schauderhaft, bes. schrecklich anzusehen, von furchtbarem Anblick, Hom. δράκων, Il. 2, 309; σμερδαλέος δ' αὐτῇσι φάνη, vom nackten, schmutzigen Odysseus, Od. 6, 137, vgl. 11, 609; λάμπε δὲ χαλκῷ σμερδαλέῳ, furchtbar blinkend, Il. 12, 464; u. so von Schilden, 20, 260. 21, 401, u. oft von Waffenrüstungen; auch οἰκία, 20, 63; πόλισμα, Ar. Av. 553; – fürchterlich fürs Ohr, schrecklich tosend, lärmend, σμερδαλέον δ' ἐβόησεν, Il. 8, 92 u. öfter; κονάβιζε, Od. 10, 399; κονάβησαν, Il. 2, 334, u. öfter; auch σμερδαλέα κτυπέων, vom donnernden Zeus, 7, 479.
Greek (Liddell-Scott)
σμερδᾰλέος: α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. (διότι τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 εἶναι παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς στίχος), φοβερὸς ἰδεῖν, φρικτός, φρικαλέος, δράκων Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. κεφαλή, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· οὕτως ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· οἰκία σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· ἔρις Ἡσ. Θ. 710· πόλισμα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) τρομερός, φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, μάλιστα κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ ῥίζα φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
terrible, effrayant à voir ou à entendre ; adv. • σμερδαλέον IL, OD ou • σμερδαλέα IL d’une manière effrayante, avec un bruit terrible.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδνός.
English (Autenrieth)
fearful, terrible, to look upon, δράκων, λέων, etc.—Adv., σμερδαλέον, σμερδαλέα, δέδορκεν, Il. 22.95; elsewhere of sounds.
Greek Monolingual
-α, -ον, θηλ. και -η, Α
1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος
2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ-αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)mer-d- «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ πόνο», γερμ. schmerzen «πονώ», αγγλοσαξ. smeart «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. smart «οδυνηρός, διαπεραστικός, οξύς, έξυπνος». Η σύνδεση της λ. με το λατ. mordeo «δαγκώνω» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα smerd- «μυρίζω άσχημα, βρομώ» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει επίθημα -αλέος (πρβλ. αργ-αλέος, θαρσ-αλέος, λευγ-αλέος), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (πρβλ. θαρρ-αλέος < θάρρος, κερδ-αλέος < κέρδος), την ύπαρξη του οποίου υποδηλώνουν και οι εξής τ. του Ησύχ.: σμέρδνος
λῆμα, ῥώμη, δύναμις, ὅρμημα και εὐσμερδής
εὔρωστος (για την εξέλιξη αυτή από τη σημ. «φοβερός» του σμερδ-αλέος στη σημ. «δύναμη» τών τύπων αυτών πρβλ. δεινός «φοβερός»: δεινότης «δύναμη, επιδεξιότητα»)].
Greek Monotonic
σμερδᾰλέος: -α, Ιων. -η, -ον·
1. φοβερός στην όψη, φρικτός, φρικαλέος, αποκρουστικός, σε Όμηρ.
2. τρομερός στο άκουσμα· στο ουδ. ως επίρρ., φρικτά, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. σμερδαλέα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σμερδᾰλέος:
1) страшный, ужасный (δράκων Hom.; ἔρις Hes.);
2) грозный (αἰγίς Hom.; πόλισμα Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμερδαλέος -α -ον, Ion. f. -η, vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend:; λάμπε … χαλκῷ σμερδαλέῳ hij straalde met het angstaanjagende brons (van zijn wapenrusting) Il. 12.464; σ. ἔρις een vreselijke strijd Hes. Th. 710; σμερδαλέος δ ’ αὐτῇσι φάνη schrikwekkend verscheen hij aan hen (de meisjes) Od. 6.137; adv. acc. n. sing. σμερδαλέον en plur. σμερδαλέα:. σμερδαλέον … ἐβόησεν hij gaf een vreselijke schreeuw Il. 8.92.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: terrible, grisly, frightening, fearsome, of appearance, cry and shouting (ep. Il.).
Other forms: σμερδνος id. (Il., h. Hom., A. Pr. 355, Nic.).
Origin: IE [Indo-European] [736, 970] *(s)merd- rub (open)
Etymology: With σμερδαλέος cf. λευγαλέος, ἀργαλέος a. o.; σμερδνός like δεινός a. o. The pair σμερδ-αλέος : σμερδ-νός shows a suffixal interchange l : n (as ἰσχαλέος : ἰσχνός a. o.; Benveniste Origines 45f.). An agreeing s-stem (as θαρσαλέος : θάρσος) is indeed found σμέρδ[ν]ος λῆμα, ῥώμη, δύναμις, ὅρμημα and εὑσμερδής εὔρωστος H.; on the meaning cf. δεινότης also power, force, dexterity. -- Since Ebel KZ 7, 227 (cf. also Curtius 692 f.) one onnects a primary Germ. verb, OHG smerzan, OE smeortan hurt, to which with ablaut (PGm. *smart- < IE *smord-) OE smeart painful, NEng. smart biting, stinging, sharp, witty, elegant. For further combinations with Lat. mordeō bite etc. (IE *(s)merd- rub (open)) s. W.-Hofmann s. v. with rich lit. -- Diff. Bolling Stud. in hon. of H. Collitz (Baltimore, 1930) 43ff.: to Lith. smirdė́ti stink, Goth. smarnos acc. pl. f. σκύβαλα', Lat. merda f. dirt, muck. On the attempts to connect IE *(s)mer-d- rub (open) with *smerd- stink, s. WP. 2, 279 a. 691, Pok. 736f. a. 970, W.-Hofmann s. merda and mordeō; everywhere with further forms and lit. -- Cf. σμορδοῦν.
Middle Liddell
1. terrible to look on, fearful, aweful, direful, Hom.
2. terrible to hear, in neut. as adv., terribly, Hom.; so in pl. σμερδαλέα, Il. [deriv. uncertain]