φυγή: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(c2)
(cc2)
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φῠγή:''' дор. [[φυγά|φῠγά]] ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> бегство: ἐς φυγὴν [[τραπέσθαι]] Her., ὁρμᾶσθαι Eur. или ὁρμᾶν Xen. обратиться в бегство; ἰσχυρὰν τὴν φυγὴν τοῖς πολεμίοις ποιεῖν Xen. заставить врагов поспешно отступать; φυγᾷ [[πόδα]] νωμᾶν Soph. и φυγῇ φεύγειν Plat., Luc. (ср. 6) бежать; φυγὴν αἴρεσθαι Aesch., Eur. или ποιεῖσθαι Plat. обращаться в бегство;<br /><b class="num">2)</b> избегание, уклонение (γάμου Aesch.; λέκτρων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> способ избежать: νόσων φυγαί Soph. средства от болезней;<br /><b class="num">4)</b> причина бегства: λῦπαι, ἀγαθῶν φυγαί Plat. печали, гонители благ;<br /><b class="num">5)</b> убежище Diod.;<br /><b class="num">6)</b> изгнание (ἐκ πόλεως Aesch.; χθονός Eur.): φυγὴν или φυγὰς φεύγειν Lys., Plat. подвергнуться изгнанию; φυγὴν δικάζειν τινί Aesch. и φυγὴν καταδικάζειν τινός Luc. приговаривать кого-л. к изгнанию (к ссылке); φυγὴν ἐπιβάλλειν τινί Her. подвергать кого-л. изгнанию; φυγῇ ζημιοῦν τινα Eur., Isocr. карать кого-л. изгнанием; φυγῆς (sc. [[δίκην]]) τιμᾶσθαι Plat. предлагать для себя кару изгнания;<br /><b class="num">7)</b> изгнанник Plat., Plut.;<br /><b class="num">8)</b> собир. изгнанники Aesch., Thuc.
|elrutext='''φῠγή:''' дор. [[φυγά
|φῠγά]] ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> бегство: ἐς φυγὴν [[τραπέσθαι]] Her., ὁρμᾶσθαι Eur. или ὁρμᾶν Xen. обратиться в бегство; ἰσχυρὰν τὴν φυγὴν τοῖς πολεμίοις ποιεῖν Xen. заставить врагов поспешно отступать; φυγᾷ [[πόδα]] νωμᾶν Soph. и φυγῇ φεύγειν Plat., Luc. (ср. 6) бежать; φυγὴν αἴρεσθαι Aesch., Eur. или ποιεῖσθαι Plat. обращаться в бегство;<br /><b class="num">2)</b> избегание, уклонение (γάμου Aesch.; λέκτρων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> способ избежать: νόσων φυγαί Soph. средства от болезней;<br /><b class="num">4)</b> причина бегства: λῦπαι, ἀγαθῶν φυγαί Plat. печали, гонители благ;<br /><b class="num">5)</b> убежище Diod.;<br /><b class="num">6)</b> изгнание (ἐκ πόλεως Aesch.; χθονός Eur.): φυγὴν или φυγὰς φεύγειν Lys., Plat. подвергнуться изгнанию; φυγὴν δικάζειν τινί Aesch. и φυγὴν καταδικάζειν τινός Luc. приговаривать кого-л. к изгнанию (к ссылке); φυγὴν ἐπιβάλλειν τινί Her. подвергать кого-л. изгнанию; φυγῇ ζημιοῦν τινα Eur., Isocr. карать кого-л. изгнанием; φυγῆς (sc. [[δίκην]]) τιμᾶσθαι Plat. предлагать для себя кару изгнания;<br /><b class="num">7)</b> изгнанник Plat., Plut.;<br /><b class="num">8)</b> собир. изгнанники Aesch., Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 41: Line 42:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':fug» 廢給<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':逃逸<p>'''字義溯源''':逃逸,逃走;源自([[φεύγω]])*=逃避)<p/>'''出現次數''':總共(1);太(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 逃走(1) 太24:20
|sngr='''原文音譯''':fug» 廢給<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':逃逸<br />'''字義溯源''':逃逸,逃走;源自([[φεύγω]])*=逃避)<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 逃走(1) 太24:20
}}
}}

Revision as of 14:41, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγή Medium diacritics: φυγή Low diacritics: φυγή Capitals: ΦΥΓΗ
Transliteration A: phygḗ Transliteration B: phygē Transliteration C: fygi Beta Code: fugh/

English (LSJ)

ἡ, (φεύγω)

   A flight in battle, ἀΐξαντε φυγῇ Od.10.117; οὐδέ τις ἀλκὴ . . οὐδὲ φ. 22.306; ἐς φ. ἐτράποντο Hdt.8.89; ἐς φ. ὁρμᾶσθαι, ὁρμᾶν, E.Rh.143, X.Cyr.4.2.28; φυγὴν αἱρεῖσθαι, ἀρεῖσθαι, A.Pers. 481 (sed leg. αἴρονται), E.Rh.54; ἰσχυρὰν τὴν φ. τοῖς πολεμίοις . . ἐποίει X.Cyr.1.4.22; ἰσχυρὰ φ. ἐγένετο ib.7.1.26; generally, flight, Ev. Matt.24.20; φ. ἑλέσθαι take to flight, PGnom.102 (ii A. D.): dat. φυγῇ, used adverbially, in hasty flight, φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT468 (lyr.); φυγᾷ ποδὶ ἴχνος ἔφερε E.Or.1468 (lyr.); φ. ἐξαλύξωμεν ποδί Id.El.218, cf. Ba.437, Hec.1066 (lyr.); φεύγειν φ., φ. ἀναχωρεῖν, Pl. Smp.195b, 221a; φ. φευκτέον Luc.Ind.16: pl., ἐν ταῖς φυγαῖς, of the flight of the country people of Attica into the city, in the Pelop. war, Ar.Ec.243; φεύγουσί τινας οὐκ αἰσχρὰς φ. Pl.Lg.706c.    2 flight or escape from a thing, avoidance of it, c. gen., γάμον A.Supp. 395 (lyr.); νόσων ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται S.Ant.364 (lyr.), cf. OC280; λέκτρων φυγαί E.Hel.799; ἀγαθῶν φυγάς Pl.Ti.69d; τῶν σιτίων Gal.15.180; opp. αἵρεσις, Epicur.Ep.3p.62U., al., cf. S.E.P. 1.87; τὰς ὀρθὰς αἱρέσεις καὶ φ. Phld.Herc.1251.11; opp. δίωξις, Epicur.Sent.25.    3 place of refuge, D.S.17.78.    4 slipping of a bandage, Hp.Off.9.    II banishment, exile, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί A.Ag.1412, cf. Ch.254; ἐκ γῆς S.OT659, etc.; ἐνιαυσία ἔκδημος φ. E.Hipp.37; τῆς φυγῆς ἧς αὐτοὶ ἔφυγον Lys.13.74; συμφυγεῖν τὴν φ. ταύτην (sc. ὑμῖν) to go into banishment with . . Pl.Ap.21a; φυγὴν ἐπιβαλὼν ἑωυτῷ imposing banishment on oneself Hdt.7.3; φυγῇ ζημιοῦν E.Or.900, cf.IG12.39.7, Pl.Grg.516d; φυγὴν καταγνῶναί τινος And.1.106, Lys.14.38; φυγῆς τιμήσασθαι (sc. δίκην) the penalty of exile, Pl.Ap.37c, cf. Cri.52c; ἐπὶ φόνῳ . . φ. Decr. ap. And.1.78 (dub.l.); τῆς πατρίδος φ. ποιήσασθαι Lys.3.42; εὐθύνας . . εἶναι . . πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IGl.c. 73: pl., E.Hipp. 1043, Pl.Prt.325b, etc.; φυγὰς ἐμὰς χθονός E.Med.400; φυγαὶ καὶ διώξεις Pl.Lg.638a.    2 as a collect. Noun, = φυγάδες, body of exiles or refugees, A.Supp.74 (lyr.), Th.8.64, Aeschin.2.143; κατάγειν τὴν φυγήν to recall them, X.HG5.2.9; pl., συλλέξαι τὰς φυγάς Pl.Lg.682e, cf. Plu.Flam.12.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, die Flucht; Od. 10, 117. 22, 306; Aesch. Pers. 462. 473 u. öfter, wie Soph., auch im plur., τόσων δ' ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται Ant. 360, d. i. Heilmittel; αἱ φυγαί auch Ar. Eccl. 243; in Prosa; φυγῇ φεύγειν Plat. Conv. 195 b, u. öfter; auch im plur., Valck. Eur. Hipp. 1043. – Bes. Landesverweisung, Verbannung, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί Aesch. Ag. 1386; δημήλατος Suppl. 609; ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον ἢ φυγὴν ἐκ τῆσδε γῆς Soph. O. R. 659; φυγῇ ζημιοῦν Eur. Or. 898, u. öfter; φυγὴν ἑωυτῷ ἐπιβαλὼν ἐκ Λακεδαίμονος, sich selbst Verbannung aus Lacedämon auflegend, Her. 8, 3; φυγὴν καταγιγνώσκειν τινός Andoc. 1, 106; Lys. 14, 38; φυγὴν φεύγειν, landflüchtig sein, in der Verbannung leben, Plat. apol. 21 a; φυγαῖς ἐζημιωμένος Isocr. 4, 116; θάνατον ἢ φυγὴν τῇ τιμωρίᾳ τὸ τέλος ἐπιτιθείς Plat. Legg. V, 735 e, u. sonst. – Auch = οἱ φυγάδες, die Landesverwiesenen, Verbannten, κατάγειν τὴν φυγήν Xen. Hell. 5, 2,9; vgl. Thuc. 8, 64; Aesch. 2, 143; κατάγειν τὰς φυγάς Plut. Flamin. 12; auch bei Plat. Legg. III, 682 e ist τὰς τότε φυγάς bessere Lesart als τοὺς τότε φυγάδας. – Adjectivisch = φυγάς erklärt man es Eur. Or. 1468 El. 216, φυγῇ ποδὶ ἴχνος ἔφερεν, φυγῇ ἐξαλύξωμεν ποδί, richtiger aber werden die beiden dat. unabhängig von einander genommen, in der Flucht, fliehend mit dem Fuße.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγή: ἡ, (√ΦΥΓ, φεύγω) τὸ φεύγειν ἐν καιρῷ μάχης, Λατ. fu?a, ἀΐξαντε φυγῇ Ὀδ. Κ. 117· οὐδέ τις ἀλκή..., οὐδὲ φυγὴ Χ 306· ἐς φ. τραπέσθαι Ἡρόδ. 8. 89· ὁρμᾶσθαι, ὁρμᾶν Εὐρ. Ρῆσ. 143, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 2, 28· φυγὴν αἱρεῖσθαι, αἴρεσθαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 481, Εὐρ. Ρῆσ. 54· ἰσχυρὰν τὴν φ. τοῖς πολεμίοις… ἐποίει Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 22· ἰσχυρὰ φ. ἐγένετο αὐτόθι 7. 1, 26· ― ἡ δοτ. φυγῇ κεῖται πολλάκις ἐπιρρηματικῶς, μετὰ σπουδῆς, ἐσπευσμένως, ἐν ἐσπευσμένῃ φυγῇ, φυγᾷ πόδα νωμᾶν (πρβλ. πελάζω Α. Ι. 3) Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 468· φυγῇ ποδὶ ἴχνος ἔφερε Εὐρ. Ὀρ. 1468· φυγῇ ἐξαλύξωμεν ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 218, πρβλ. Βάκχ. 437, Ἑκάβ. 1064· φυγῇ φεύγειν, ἀναχωρεῖν Πλάτ. Συμπ. 195 Β, 221 Α· φυγῇ φευκτέον Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 16· ― ὁ πληθ. τίθεται πολλάκις ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ἐν ταῖς φυγαῖς, ἐπὶ τῆς φυγῆς τῶν ἐν τοῖς χωρίοις τῆς Ἀττικῆς οἰκούντων εἰς τὰς Ἀθήνας, κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 243, πρβλ. Θουκ. 2. 17. 2) ἐκφυγὴ ἀπό τινος πράγματος, ἀποφυγὴ αὐτοῦ, μετὰ γεν., γάμου Αἰσχύλου Ἱκ. 395· νόσων ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται Σοφ. Ἀντιγ. 364, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 280· φυγαὶ λέκτρων Εὐρ. Ἑλ. 799· ἀγαθῶν φυγὰς Πλάτ. Τίμ. 69D. 3) = καταφυγή, Διόδ. 17. 78. ΙΙ. ἐξορία, Λατ. exilium, νῦν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1412, πρβλ. Χο. 254· ἐκ γῆς Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 659· κλπ. ἐνιαυσία φ. Εὐρ. Ἱππόλ. 37· φυγὴν φεύγειν Λυσίας 136. 41· φ. συμφεύγω τινί, πορεύομαι εἰς ἐξορίαν ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Ἀπολ. 21 Α· φυγὴν ἐπιβάλλειν τινί, ὡς ποινὴν κλπ., Ἡρόδ. 7. 3 ζημιοῦν φυγῇ Εὐρ. Ὀρ. 900, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 516D· φυγὴν καταγιγνώσκειν τινὸς Ἀνδοκ. 14. 25, Λυσίας 143. 19· φυγῆς τιμᾶσθαι (ἐξυπακ. δίκην), ὁρίζω ὡς ποινὴν τὴν ἐξορίαν, Πλάτ. Ἀπολ. 37C πρβλ. Κρίτωνα 52C· ἡ ἐπὶ φόνῳ φ. ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 10 ἐν τέλ.· τῆς πατρίδος φ. ποιεῖσθαι Λυσίας 100. 7· ― ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππόλ. 1043, Πλάτ. κλπ.· φυγὰς ἐμὰς χθονὸς Εὐρ. Μήδ. 400· φυγαὶ καὶ διώξεις Πλάτ. Νόμ. 638 Α· φυγὰς φεύγειν αὐτόθι 706, κτλ. 2) ὡς περιληπτικὸν ὄνομα = φυγάδες, σῶμα ἐξορίστων ἢ προσφύγων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 76, Θουκ. 8. 64, Αἰσχίνης 47. 8· κατάγειν τὴν φυγήν, ἀνακαλεῖν τοὺς φυγάδας, τοὺς ἐξορίστους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 9 ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., τὰς φυγὰς συλλέγειν Πλάτ. Νόμ. 682 Ε (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα), πρβλ. Πλουτ. Φλαμινῖν. 12.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 (φεύγω fuir) fuite : εἰς φυγὴν τραπέσθαι HDT, ὁρμᾶν XÉN être mis en fuite ; φυγὴν αἴρεσθαι ESCHL prendre la fuite ; φυγὴν ποιεῖν τοῖς πολεμίοις XÉN mettre les ennemis en fuite;
2 (φεύγω être banni) bannissement, exil : φυγὴν δικάζειν τινί ESCHL prononcer contre qqn la peine du banissement ; φυγὴν ἐπιβάλλειν τινί HDT imposer l’exil à qqn ; ζημιοῦν φυγῇ τινα EUR, καταδικάζειν τινός LUC condamner qqn à l’exil ; φυγῆς τιμᾶσθαι (s.e. δίκην) PLAT être condamné à l’exil ; collect.φυγή les bannis, les exilés ; φυγὴν φεύγειν être banni.
Étymologie: R. Φυγ, se courber pour fuir ; v. φεύγω.

English (Autenrieth)

flight, Od. 22.306 and Od. 10.117.

English (Strong)

from φεύγω; a fleeing, i.e. escape: flight.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό
2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση
β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.)
γ) καταφυγή σε ξένη χώρα («νῡν μὲν δικάζεις ἐκ πόλεως φυγὴν ἐμοί», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. μουσ. η φούγκα
2. φρ. «σημείο φυγής»
μαθημ. σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι προοπτικές σε σχήμα ριπιδίου
αρχ.
1. (με γεν.) απαλλαγή από κάτι («γάμου δύσφρονος φυγᾷ», Αισχύλ.)
2. (με περιλπτ. σημ.) οι φυγάδες, οι εξόριστοι («δεξάμενοι τὴν φυγήν», Αριστειδ.)
3. καταφύγιο, άσυλο
4. (η δοτ. ως επίρρ.) φυγῇ
με βιασύνη, εσπευσμένα
5. φρ. «ἐν ταῑς φυγαῖς» — δήλωνε την καταφυγή στην Αθήνα όσων κατοικούσαν στα περίχωρά της κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυγ-ή έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ, φυγός με κατάλ. -η / - (πρβλ. πτυχ-ή: πτύξ, φρίκ-η: φρίξ)].

Greek Monotonic

φῠγή: ἡ (φεύγω
I. 1. φυγή στη μάχη, Λατ. fuga, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· δοτ. φυγῇ, εσπευσμένα, σε άτακτη φυγή, σε Σοφ., Ευρ.· φυγῇ φεύγειν, σε Πλάτ.
2. φυγή ή απόδραση από ένα πράγμα, αποφυγή αυτού, με γεν., νόσων φυγαί, σε Σοφ.· φυγαὶ λέκτρων, σε Ευρ.
II. 1. εξορία, εξοστρακισμός, Λατ. exilium, σε Τραγ., Σοφ.· φυγὴν φεύγειν, πηγαίνω σε εξορία, σε Πλάτ.· ζημιοῦν φυγῇ, σε Ευρ.· φυγῆς τιμᾶσθαι (ενν. δίκην), ορίζω ως ποινή την εξορία, σε Πλάτ.
2. ως περιληπτικό όνομα, φυγάδες, σώμα (σύνολο) από εξόριστους ή μετανάστες, σε Θουκ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

φῠγή: дор. [[φυγά |φῠγά]] ἡ тж. pl.
1) бегство: ἐς φυγὴν τραπέσθαι Her., ὁρμᾶσθαι Eur. или ὁρμᾶν Xen. обратиться в бегство; ἰσχυρὰν τὴν φυγὴν τοῖς πολεμίοις ποιεῖν Xen. заставить врагов поспешно отступать; φυγᾷ πόδα νωμᾶν Soph. и φυγῇ φεύγειν Plat., Luc. (ср. 6) бежать; φυγὴν αἴρεσθαι Aesch., Eur. или ποιεῖσθαι Plat. обращаться в бегство;
2) избегание, уклонение (γάμου Aesch.; λέκτρων Eur.);
3) способ избежать: νόσων φυγαί Soph. средства от болезней;
4) причина бегства: λῦπαι, ἀγαθῶν φυγαί Plat. печали, гонители благ;
5) убежище Diod.;
6) изгнание (ἐκ πόλεως Aesch.; χθονός Eur.): φυγὴν или φυγὰς φεύγειν Lys., Plat. подвергнуться изгнанию; φυγὴν δικάζειν τινί Aesch. и φυγὴν καταδικάζειν τινός Luc. приговаривать кого-л. к изгнанию (к ссылке); φυγὴν ἐπιβάλλειν τινί Her. подвергать кого-л. изгнанию; φυγῇ ζημιοῦν τινα Eur., Isocr. карать кого-л. изгнанием; φυγῆς (sc. δίκην) τιμᾶσθαι Plat. предлагать для себя кару изгнания;
7) изгнанник Plat., Plut.;
8) собир. изгнанники Aesch., Thuc.

Middle Liddell

φῠγή, ἡ, φεύγω
I. flight in battle, Lat. fuga, Od., Hdt., Trag.; dat. φυγῇ adverbially, in hasty flight, Soph., Eur.; φυγῇ φεύγειν Plat.
2. flight or escape from a thing, avoidance of it, c. gen., νόσων φυγαί Soph.; φυγαὶ λέκτρων Eur.
II. banishment, exile, Lat. exilium, Trag., Soph.; φυγὴν φεύγειν to go into banishment, Plat.; ζημιοῦν φυγῇ Eur.; φυγῆς τιμᾶσθαι (sc. δίκην), to be awarded the penalty of exile, Plat.
2. as a collective Noun, = φυγάδες, a body of exiles or refugees, Thuc., Aeschin.

Frisk Etymology German

φυγή: φύζα
{phugḗ}
See also: s. φεύγω.
Page 2,1047

Chinese

原文音譯:fug» 廢給
詞類次數:名詞(2)
原文字根:逃逸
字義溯源:逃逸,逃走;源自(φεύγω)*=逃避)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 逃走(1) 太24:20