διελαύνω: Difference between revisions
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dielayno | |Transliteration C=dielayno | ||
|Beta Code=dielau/nw | |Beta Code=dielau/nw | ||
|Definition=Att. fut. <b class="b3">διελῶ</b>: aor. 1 <b class="b3">διήλᾰσα</b>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">drive through</b> or | |Definition=Att. fut. <b class="b3">διελῶ</b>: aor. 1 <b class="b3">διήλᾰσα</b>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">drive through</b> or [[across]], τάφροιο διήλασε μώνυχας ἵππους <span class="bibl">Il.10.564</span>, cf. <span class="bibl">12.120</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span> 676</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> <b class="b3">ἥδε σ' ἡμέρα διήλασε</b> <b class="b2">has brought</b> you <b class="b2">to the end</b> (sc. of servitude), <span class="bibl">Id.<span class="title">Heracl.</span>788</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">thrust through</b>, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος <span class="bibl">Il.16.318</span>, cf. <span class="bibl">13.161</span>; νεκροῦ παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον… δ. <span class="bibl">Hdt.4.72</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">δ. τινὰ λόγχῃ</b> [[thrust]] one [[through]] with a lance, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>29</span>, cf. <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>27.4</span> (Pass.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">ride through</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.5.12</span>, etc.; <b class="b2">charge through</b>, ib.<span class="bibl">1.10.7</span>, al.: c. acc. cogn., δ. ὁδόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>4.4.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., <b class="b2">to be driven through</b>, IG12.81.12. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">dart through</b>, of a shooting pain, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.7</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">to be distributed</b>, of the branches of an artery, ib.<span class="bibl">2.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">IV</span> Med., <b class="b3">διηλάσω· διηγήσω, διῆλθες</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:55, 28 June 2020
English (LSJ)
Att. fut. διελῶ: aor. 1 διήλᾰσα:—
A drive through or across, τάφροιο διήλασε μώνυχας ἵππους Il.10.564, cf. 12.120, E.Supp. 676. b ἥδε σ' ἡμέρα διήλασε has brought you to the end (sc. of servitude), Id.Heracl.788. 2 thrust through, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος Il.16.318, cf. 13.161; νεκροῦ παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον… δ. Hdt.4.72. 3 δ. τινὰ λόγχῃ thrust one through with a lance, Plu.Marc.29, cf. Luc. DMort.27.4 (Pass.). II intr., ride through, X.An.1.5.12, etc.; charge through, ib.1.10.7, al.: c. acc. cogn., δ. ὁδόν Id.Cyr.4.4.4. III Pass., to be driven through, IG12.81.12. 2 dart through, of a shooting pain, Aret.SA2.7. 3 to be distributed, of the branches of an artery, ib.2.1. IV Med., διηλάσω· διηγήσω, διῆλθες, Hsch.
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἐλαύνω), 1) durchtreiben, -jagen, ἵππους τάφροιο, Il. 10, 564; vgl. 12, 120; ἔγχος λαπάρης, stieß die Lanze durch die Weichen, 16, 318; vgl. 13, 161. Aehnl. ξύλον Her. 4, 72; durchbohren, τινὰ λόγχῃ διὰ τῶν πλευρῶν Plut. Marcell. 29; τινὰ δορατίῳ διελάσας Luc. D. Mort. 14, 3. – 2) sc. ἵππον u. ä., scheinbar intrans., durchreiten, Xen. An. 1, 4, 12; ὁδόν Cyr. 4, 4, 4; bes. von einem Reitermanöver, Hipp. 3, 6; durchdringen, An. 2, 3, 19; daher ἡμέρα διήλασε, der Tag brach durch, hervor, Eur. Heracl. 788.
Greek (Liddell-Scott)
διελαύνω: μέλλ. διελάσω, Ἀττ. διελῶ· ἀόρ. α΄ διήλᾰσα. Ὁδηγῶ ἢ σύρω διὰ μέσου ἢ ἀπέναντι, τάφροιο διήλασε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Κ. 504, πρβλ. Μ. 120, Εὐρ. Ἱκέτ. 676. 2) διαπερῶ, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος Ἰλ. ΙΙ. 318, πρβλ. Ν. 161· παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον … δ., ἐπὶ ἀνασκολοπισμοῦ, Ἡρόδ. 4. 72. 3) δ. τινὰ λόγχῃ, διατρυπῶ τινα διὰ λόγχης, Πλούτ. Μαρκ. 29, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 14. 3. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἵππον) διέρχομαι ἔφιππος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.· ὁρμῶ διὰ μέσου, αὐτόθι 1. 10, 7., 2. 3, 19, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3, 6 καὶ 11· - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. ὁδὸν ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 4, 4. 2) περὶ τοῦ ἥδε σ’ ἡμέρα διήλασεν Εὐρ. Ἡρακλ. 788, ἴδε Elmsl. ἐν τόπῳ. 3) τῆς ὀρσοθύρης διηλσάμην (συγκεκομμ. ἀντὶ -ηλασάμην, ἴδε ἤλσατο), Σιμων. Ἰαμβ. 15. 4) προβαίνω, προχωρῶ, εἰς ὅσον διελήλακεν ἀσελγείας Κλήμ. Ἀλ. 28.
French (Bailly abrégé)
ao. διήλασα, pf. διελήλακα;
I. tr. 1 pousser à travers : τάφροιο IL à travers un fossé;
2 transpercer;
II. intr. en appar. (s.e. ἵππον) pousser son cheval ; chevaucher à travers, charger à travers.
Étymologie: διά, ἐλαύνω.
English (Autenrieth)
only aor. διήλασε: drive through, thrust through, τινός τι.
Spanish (DGE)
I ref. anim.
1 conducir, hacer pasar a través de, hacer cruzar c. gen. de ext. τάφροιο διήλασε ... ἵππους pasó los caballos al otro lado del foso, Il.10.564, πέραν ... διελάσαντες ἀλλήλων ὄχους E.Supp.676, sin gen. τῇ ῥ' ἵππους τε καὶ ἅρμα διήλασεν allá pues condujo su carro y sus caballos, Il.12.120, en v. pas. hίνα με̄̀ hάμαχσαι διελαύνονται para que los carros no sean llevados al otro lado (del puente) IG 13.79.12 (V a.C.), πρόβατα ... διελαυνόμενα IG 5(2).3.16 (Tegea IV a.C.)
•abs., quizá como aclamación en un estadio διελάσῃς ¡conduce!, ¡adelante!, Didyma 50.1A.62 (imper.)
•fig., c. ac. de pers. ἥδε σ' ἡμέρα διήλασεν este día te ha conducido más allá (de la esclavitud), E.Heracl.788.
2 c. ac. de ext. recorrer o atravesar esp. conduciendo o montando anim., frec. atravesar a caballo πολλὰ δ' ὅρη ... καὶ πεδί' διήλασε h.Merc.96, τὸν ἱππόδρομον X.Eq.Mag.3.11, ἐπυνθάνετο ἤδη αὐτῶν καὶ ὁπόσην ὁδὸν διήλασαν y ya les preguntó qué distancia habían recorrido a caballo X.Cyr.4.4.4, c. otras constr.: c. διά y gen. ἑκατέρας διελαύνειν τὰς φυλὰς δι' ἀλλήλων X.Eq.Mag.3.11, c. κατά y ac. κατὰ τοὺς Ἕλληνας πελταστάς X.An.1.10.7, c. ἐν y dat. ἐν κνημοῖσι διήλασε θῆρας ἐναίρων h.Pan.13
•abs. desfilar a caballo, X.Eq.Mag.3.6, c. ac. int. τὴν ἄλλην (διέλασιν) ... σχέδην ... δ. hacer el resto del desfile al paso X.Eq.Mag.3.4
•tb. en v. med. διηλάσω· διῆλθες Hsch.
3 fig. llegar, alcanzar τοσοῦτον ... διήλαυνεν ἀτοπίας ἡ ... θέα Eus.VC 2.61.5.
II ref. a la lucha cuerpo a cuerpo
1 c. ac. de armas y gen. de pers. o partes del cuerpo clavar hasta atravesar, atravesar con λαπάρης ... διήλασε ... ἔγχος le atravesó el costado con la lanza, Il.16.318, cf. 13.161, ἐπεὰν νεκροῦ ἑκάστου ... ξύλον ὀρθὸν διελάσωσι Hdt.4.72, λαιμοῖο διήλασε ... ἆορ Q.S.13.203, cf. 4.177, c. εἰς y ac. διήλασε ... ἔγχος ἐς κραδίην le clavó la lanza en el corazón Q.S.2.258
•en v. med. clavarse de un dolor agudo ἡ ὀδύνη ἐπὶ [τὰ] δεξιὰ διεληλαμένη, ὡς δοκέειν ὀξὺ βέλος ἐγκέεσθαι Aret.SA 2.7.3.
2 c. ac. de pers., su cuerpo o su armadura y dat. de armas atravesar, traspasar τὸν πατέρα ... διελαύνει τῷ ξίφει le atraviesa el cuerpo a su padre con la espada I.BI 2.475, Μάρκελλον δέ τις λόγχῃ πλατείᾳ διὰ τῶν πλευρῶν διήλασεν Plu.Marc.29, cf. Luc.DMort.12.3, DMeretr.13.3, ἐγχειριδίῳ ... μαζόν Hld.5.32.2, διὰ ... πλατὺν ἤλασεν ὦμον αἰχμῇ Q.S.10.149, cf. 13.441, en v. pas. λόγχῃ ... διελαύνεται τὸν μηρόν Plu.Arat.27, ὡς ὑπὸ βέλους διελαυνόμενα Plu.Flam.10, διελαύνεται ... ἐκ τοῦ βουβῶνος διαμπὰξ ἄχρι ὑπὸ τὴν πυγήν es traspasado (por la jabalina) desde la ingle hasta la rabadilla Luc.DMort.22.4
•abs. atravesar con la espada Hld.6.12.3.
Greek Monolingual
(AM διελαύνω) ελαύνω
1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι
2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα
3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος
αρχ.
1. διατρυπώ με λόγχη
2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω
β) εφορμώ, κάνω έφοδο
3. υπερβαίνω τα όρια, ξεπερνώ («εἰς ὅσον διελήλακεν ἀσελγείας ὁ Ζεὺς ἐκεῑνος»)
4. μετρώ, διαμετρώ («Πυθαγόρας... ταῑς ἀπο δείξεσιν... ταῑς γεωμετρικαῑς διέλασεν»)
5. παθ. (αναφ. με πόνους) διαπερνιέμαι, περονιάζομαι
6. παθ. (για κλάδους αρτηριών) διακλαδίζομαι.
Greek Monotonic
διελαύνω: μέλ. διελάσω, Αττ. διελῶ, αόρ. αʹ διήλᾰσα·
I. 1. οδηγώ, σέρνω κάτι με τη βία, με γεν., τάφροιο διήλασεν ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ.
2. διαπερνώ, διατρυπώ, λαπάρης διήλασεν ἔγχος, στο ίδ.
3. δ. τινὰ λόγχῃ, διατρυπώ κάποιον με λόγχη, σε Πλούτ., Λουκ.
II. αμτβ. (ενν. ἵππον), διέρχομαι έφιππος, εισβάλλω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διελαύνω: (aor. διήλασα, pf. διελήλακα)
1) гнать через (что-л.), перегонять (ἵππους τάφροιο Hom.);
2) вбивать, вонзать (ἔγχος λαπάρης Hom.; ξύλον μέχρι τοῦ τραχήλου Her.);
3) пронзать (τινὰ λόγχῃ διὰ τῶν πλευρῶν Plat.; τινὰ δορατίῳ Luc.);
4) мчаться мимо (εἶδον τὸν Κλέαρχον διελαύνοντα Xen.);
5) стремительно проходить (ὄρη HH; ὁπόσην ὁδόν Xen.);
6) пробиваться, прорываться (κατὰ τοὺς Ἓλληνας πελταστάς Xen.);
7) приводить: ἥδε σ᾽ ἡμέρα διήλασεν ἠλευθερῶσθαι Eur. этот день дал тебе свободу.
Middle Liddell
fut. διελάσω attic διελῶ aor1 διήλᾰσα
I. to drive through or across, c. gen., τάφροιο διήλασεν ἵππους Il.
2. to thrust through, λαπάρης διήλασεν ἔγχος Il.
3. δ. τινὰ λόγχῃ to thrust one through with a lance, Plut., Luc.
II. intr. (sub. ἵππον) to ride through, charge through, Xen.