εὖχος: Difference between revisions
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eychos | |Transliteration C=eychos | ||
|Beta Code=eu)=xos | |Beta Code=eu)=xos | ||
|Definition=εος, τό, (εὔχομαι) poet. Noun: <span class="sense"> <span class="bld">I</span> <b class="b2">thing prayed for, object of prayer</b>, <b class="b3">εὖχος δοῦναι, ὀρέξαι, πορεῖν τινι</b>, <span class="bibl">Il.5.285</span>, <span class="bibl">22.130</span>, <span class="bibl">Od.22.7</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1203</span>; <b class="b3">εὖχος ἀρέσθαι</b> to obtain [[it]], <span class="bibl">Il.7.203</span>; ἑλεῖν <span class="bibl">Tyrt.12.36</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.21</span>; <b class="b3">Τεῦκρον… εὖχος ἀπηύρα</b> took [[it]] away from him, <span class="bibl">Il.15.462</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[boast]], [[vaunt]], μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας <span class="bibl">21.473</span>; εὖχος ἔργῳ καθελών <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).63</span>, al.; of persons, Ἀνάκρεον, εὖ. Ἰώνων <span class="title">AP</span>7.27 (Antip. Sid.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> later, | |Definition=εος, τό, (εὔχομαι) poet. Noun: <span class="sense"> <span class="bld">I</span> <b class="b2">thing prayed for, object of prayer</b>, <b class="b3">εὖχος δοῦναι, ὀρέξαι, πορεῖν τινι</b>, <span class="bibl">Il.5.285</span>, <span class="bibl">22.130</span>, <span class="bibl">Od.22.7</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1203</span>; <b class="b3">εὖχος ἀρέσθαι</b> to obtain [[it]], <span class="bibl">Il.7.203</span>; ἑλεῖν <span class="bibl">Tyrt.12.36</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.21</span>; <b class="b3">Τεῦκρον… εὖχος ἀπηύρα</b> took [[it]] away from him, <span class="bibl">Il.15.462</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[boast]], [[vaunt]], μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας <span class="bibl">21.473</span>; εὖχος ἔργῳ καθελών <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).63</span>, al.; of persons, Ἀνάκρεον, εὖ. Ἰώνων <span class="title">AP</span>7.27 (Antip. Sid.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> later, [[vow]], [[votive offering]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epigr.</span> 5.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:05, 30 June 2020
English (LSJ)
εος, τό, (εὔχομαι) poet. Noun: I thing prayed for, object of prayer, εὖχος δοῦναι, ὀρέξαι, πορεῖν τινι, Il.5.285, 22.130, Od.22.7, S.Ph.1203; εὖχος ἀρέσθαι to obtain it, Il.7.203; ἑλεῖν Tyrt.12.36, Pi.P.5.21; Τεῦκρον… εὖχος ἀπηύρα took it away from him, Il.15.462. II boast, vaunt, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας 21.473; εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63, al.; of persons, Ἀνάκρεον, εὖ. Ἰώνων AP7.27 (Antip. Sid.). III later, vow, votive offering, Pl.Epigr. 5.3.
German (Pape)
[Seite 1110] τό (nom. u. acc.), dessen man sich rühmt, Ruhm, bes. Ruhm im Kampfe, Sieg, ἐμοὶ δὲ μέγ' εὖχος ἔδωκας Il. 5, 285, wie 654 ἐμῷ δ' ὑπὸ δουρὶ δαμέντα εὖχος ἐμοὶ δώσειν, vom Besiegten, dessen Niederlage dem Sieger Ruhm bringt; von den Göttern, Iliad. 7, 81 εἰ δέ κ' ἐγὼ τὸν ἕλω, δώῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων; ähnl. δὸς νίκην Αἴαντι καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, Ruhm davonzutragen, 7, 203, wie Hes. Th. 628; εὖχος ἀπηύρα 15, 462; ὀρέξειν τινί 13, 327; αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων Od. 22, 7. Aehnlich Pind. vom Ruhm des Sieges im Wettkampfe, ἵπποις ἑλών P. 5, 21; ἀγώνιον ἐν δόξᾳ εὖχος θέμενος Ol. 11, 66, den Sieg im Wettkampfe als einen Ruhm ansehend; vgl. Tyrt. 3, 36; – von Menschen, Ἀνακρέων εὖχος Ἰώνων, der Ruhm der Ionier, dessen sie sich rühmen, Antp. gid. 73 (VII, 27); – das Gewünschte, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, einen Wunsch gewähret mir, Soph. Phil. 1188; – das Gelobte, das Weihgeschenk, ἔθηκεν Plat. ep. 8 (VI, 43).
Greek (Liddell-Scott)
εὖχος: -εος, τό, (εὔχομαι) ποιητ. λέξις: II. ὅπερ εὔχεταί τις νὰ ἔχῃ, ἰδίως πολεμικὴ δόξα, καθόλου, πᾶν τὸ περιποιοῦν τινι δόξαν καὶ φήμην, ἐμοὶ δὲ μέγ’ εὖχος ἔδωκας Ἰλ. Ε. 285· εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ Χ. 130· πόρῃ δε μοι εὖχος Ἀπόλλων Ὀδ. Χ. 7· ἀλλ’, ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, κάμετέ μοι τοὐλάχιστον μίαν χάριν, Σοφ. Φιλ. 1202· ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, «καύχημα λαμπρὸν ἀνενέγκασθαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 203· ἑλεῖν Τυρταῖ. 9. 36, Πινδ Π. 5. 26· Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα, ἀφήρει ἀπ’ αὐτοῦ τὸ καύχημα, Ἰλ. Ο. 462· μέλεον δὲ οἱ εὖχος ἔδωκας; «ἄμοχθον δὲ καὶ ἄλυπον καύχημα αὐτῷ ἐπέδωκας;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 473, καὶ συχνὸν παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 10 (11). 75· ἐπὶ προσώπων, Ἀνάκρεον, εὖχος Ἰώνων Ἀνθ. Π. 7. 27. II. βραδύτερον, εὐχή, ἀφιέρωμα, «τάξιμον», Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὖχος· βούλησις, νίκη».
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
1 sujet d’orgueil, gloire;
2 objet d’un vœu, d’un désir.
Étymologie: cf. εὔχομαι.
English (Autenrieth)
(εὔχομαι, boast): glory, esp. of war and victory, freq. διδόναι εὖχός τινι, εὖχος ἀρέσθαι, Il. 5.285, ι 31, Il. 7.203.
English (Slater)
εὖχος
1 vaunt (of triumph), triumph ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.64) εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών, δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.21) πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο (N. 6.59)
Greek Monolingual
εὖχος, (-εος και -ους, το, ποιητ. τ. (Α)) εύχομαι
1. αυτό που εύχεται κάποιος για τον εαυτό του, το ποθούμενο
2. αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, το καύχημα
3. αφιέρωμα, προσφορά, τάξιμο.
Greek Monotonic
εὖχος: -εος, τό (εὔχομαι),
I. αυτό που εύχεται κάποιος να έχει, το αντικείμενο της προσευχής, εὖχος δοῦναι, πορεῖν, αποδέχομαι, ικανοποιώ το αίτημα κάποιου, σε Όμηρ.· εὖχος ἀρέσθαι, το αποκτώ, το εξασφαλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχησιολογία, κομπασμός, στο ίδ., σε Πίνδ.
III. τάμα, αφιέρωμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὖχος: τό (только nom. и acc. sing.)
1) предмет желания, тж. желание или просьба: ἕν μοι εὖ. ὀρέξατε Soph. исполните (лишь) одну мою просьбу;
2) предмет гордости, слава (Ἀνακρέων, εὖ. Ἰώνων Anth.): εὖ. δοῦναι, ὀρέξαι или πορεῖν τινι Hom. доставлять кому-л. славу; εὖ. ἀρέσθαι Hom. или ἑλεῖν Pind. стяжать славу;
3) дар по обету (εὖ. θεῖναι Anth.).
Middle Liddell
εὖχος, εος, εὔχομαι
I. the thing prayed for, object of prayer, εὖχος δοῦναι, πορεῖν to grant one's prayer, Hom.; εὖχος ἀρέσθαι to obtain it, Il.
II. a boast, vaunt, Il., Pind.
III. a vow, votive offering, Anth.