ἀπράγμων: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apragmon | |Transliteration C=apragmon | ||
|Beta Code=a)pra/gmwn | |Beta Code=a)pra/gmwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[free from business]] (πράγματα), | |Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[free from business]] (πράγματα), [[easy-going]], [[fond of quiet]], esp. of those who [[refrain from meddling in politics]], opp. πολυπράγμων, ὅστις δὲ πράσσει πολλά . . μωρὸς παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>193</span>; <b class="b3">τῶν ἀ. γε πόρνων κοὐχὶ τῶν σεμνῶν [τις ὤν</b>] <span class="bibl">Eup.8.4D.</span>; esp. with political connotation, [[not meddling in public affairs]], 'mugwump', ἄν τιν' αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον' ὄντα καὶ κεχηνότα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>261</span>, cf. <span class="bibl">Antipho 3.2.1</span>; αὐτουργοί τε καὶ ἀ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>565a</span>; ἀ. καὶ οὐ φιλόδικος <span class="bibl">D.40.32</span>; ἀκάκους καὶ ἀ. <span class="bibl">Id.47.82</span>; οἱ ἀ. οὐκ ἄδικοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1381a25</span>; τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν <span class="bibl">Th.2.40</span>; πόλις ἀ. [[keeping clear of foreign politics]], <span class="bibl">Id.6.18</span>; ἡσυχία ἀ. <span class="bibl">Id.1.70</span>; βίος ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>620c</span>; τὸ ἄ. <span class="bibl">Th.2.63</span>; <b class="b3">τόπος ἀ</b>. a place [[free from law and strife]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>44</span>; ἀπόλαυσις ἀ. <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>2.1.33</span>. Adv. <b class="b3">-μόνως</b> [[without trouble]] or [[care]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>787</span>; ἀ. ζῆν ἡδύ <span class="bibl">Apollod.Com.1.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of things, [[not troublesome]] or [[painful]], τελευτὴν . . ἀπραγμονεστάτην τοῖς φίλοις <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>7</span>. Adv. -μόνως [[without trouble]], <span class="bibl">Th.4.61</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.4.27</span>; σῴζεσθαι <span class="bibl">Th.6.87</span>; ὁ λόγος ἀ. εἴρηται [[carelessly]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>369b27</span>: Comp. -έστερον <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>4.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[simple]], ἐσθής <span class="bibl">Muson.<span class="title">Ep.</span>4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:25, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A free from business (πράγματα), easy-going, fond of quiet, esp. of those who refrain from meddling in politics, opp. πολυπράγμων, ὅστις δὲ πράσσει πολλά . . μωρὸς παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα E.Fr.193; τῶν ἀ. γε πόρνων κοὐχὶ τῶν σεμνῶν [τις ὤν] Eup.8.4D.; esp. with political connotation, not meddling in public affairs, 'mugwump', ἄν τιν' αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον' ὄντα καὶ κεχηνότα Ar.Eq.261, cf. Antipho 3.2.1; αὐτουργοί τε καὶ ἀ. Pl.R.565a; ἀ. καὶ οὐ φιλόδικος D.40.32; ἀκάκους καὶ ἀ. Id.47.82; οἱ ἀ. οὐκ ἄδικοι Arist.Rh.1381a25; τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν Th.2.40; πόλις ἀ. keeping clear of foreign politics, Id.6.18; ἡσυχία ἀ. Id.1.70; βίος ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος Pl.R.620c; τὸ ἄ. Th.2.63; τόπος ἀ. a place free from law and strife, Ar.Av.44; ἀπόλαυσις ἀ. X. Mem.2.1.33. Adv. -μόνως without trouble or care, E.Fr.787; ἀ. ζῆν ἡδύ Apollod.Com.1.1. II of things, not troublesome or painful, τελευτὴν . . ἀπραγμονεστάτην τοῖς φίλοις X.Ap.7. Adv. -μόνως without trouble, Th.4.61, X.HG6.4.27; σῴζεσθαι Th.6.87; ὁ λόγος ἀ. εἴρηται carelessly, Arist.Mete.369b27: Comp. -έστερον X.Ages.4.1. 2 simple, ἐσθής Muson.Ep.4.
German (Pape)
[Seite 337] ον (πρᾶγμα), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ ἰδιώτης ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit μέτριος, ἀφιλόνεικος abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem πολυπράγμων entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; πόλις 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; τόπος απ ράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων ἀπόλαυσις Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. απραγμόνως, ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπράγμων: -ον, ὁ μὴ φιλοπράγμων, «ἐπιεικής, μέτριος τοὺς τρόπους, οἷον οὐ φιλόνεικος ἢ φιλοπράγμων ἢ ἀνειμένος ἢ μωρὸς» (Σουΐδ.), συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀνθρώπων ζώντων ἐν τοῖς ἀγροῖς καὶ μὴ ἀναμιγνυομένων εἰς τὰ δημόσια πράγματα, ἄνθρωπος φιλήσυχος, ἀντιθέτως πρὸς τὸν πολυπράγμονα (ἄνθρωπον ἀνήσυχον, ἀναμιγνυόμενον εἰς ξένα πράγματα), ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ… μωρός, παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα Εὐρ. Ἀποσπ. 193· ἂν τιν’ αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον’ ὄντα καὶ κεχηνότα Ἀριστοφ. Ἱππ. 261· πρβλ. Ἀντιφῶντα 121. 13· αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες, χωρικοὶ, μὴ ἀναμιγνυόμενοι εἰς τὰ πολιτικά, Πλάτ. Πολ. 565Α· ἀπρ. καὶ ἀφιλόνεικος, ἄκακος καὶ ἀπρ. Δημ. 1018.1., 1164. 13· οἱ ἀπρ. οὐκ ἄδικοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 10: - ἀλλ’ ἐν Ἀθήναις ὁ τοιοῦτος ἐθεωρεῖτο ὡς παραμελῶν τὰ δημόσια αὑτοῦ καθήκοντα, ὅθεν ὁ Περικλῆς λέγει, τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν Θουκ. 2. 40· οὕτω, πόλις ἀπρ., ἀπεχομένη τῶν ξένων πολιτικῶν, ὁ αὐτ. 6. 18: ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν καὶ τῶν ἕξεων τοιούτου ἀνθρώπου, ἀπηλλαγμένος φροντίδων, ἡσυχία ἀπρ. ὁ αὐτ. 1. 70· βίος ἀνδρός ἰδιώτου ἀπράγμονος Πλάτ. Πολ. 620C· τὸ ἄπραγμον = Λατ. olium, Θουκ. 2.63· οὕτω καὶ τόπος ἀπρ., τόπος ἀπηλλαγμένος δικαστηρίων καὶ ἐρίδων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 44· ἀπόλαυσις ἀπρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33: - οὕτως ἐπίρρ. ἄνευ κόπου ἢ φροντίδος, Εὐρ. Ἀποσπ. 785· ἀπραγμόνως ζῆν ἡδὺ Ἀπολλόδωρος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. ΙΙ. ἐπί πραγμάτων, ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν εἴς τινα, ἐξέσται μοι τῇ τελευτῇ χρῆσθαι ἥ ῥᾴστη μὲν… κέκριται, ἀπραγμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπολ. 7· οὕτως, ἐπίρρ. -μόνως, ἄνευ κόπου, ἀπόνως, Θουκ. 4. 61· σώζεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87, Συγκρ. -έστερον, Ξεν. Ἀγησ. 4. 1· ἀπρ. εἴρηται, ἀμελῶς, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
I. qui ne s’occupe pas d’affaires :
1 qui aime la tranquillité, paisible;
2 oisif ; en mauv. part inactif, inerte;
II. qui ne coûte aucune peine;
Cp. ἀπραγμονέστερος, Sp. ἀπραγμονέστατος.
Étymologie: ἀ, πρᾶγμα.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
I de pers. y abstr. relacionados
1 inactivo, despreocupado esp. del que no se ocupa de la vida pública τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν Th.2.40, ἡσυχία Th.1.70, ἀπράγμων, ἄλυπος Poll.9.23, tb. en sup. ἀνὴρ ... ἀπραγμονέστατος D.C.38.36.2, cf. 69.20.5, c. gen. οὐδεὶς γάρ ἐστι τῶν ὄντων (οὕτως) ἀπράγμων ... no hay nadie tan indiferente a los hechos ... Plb.9.29.2.
2 en sent. amplio incapaz, indolente, carente de ambición ἀπράγμον' ὄντα καὶ κεχηνότα Ar.Eq.261, αἱ συμφοραὶ ... τούς τε ἀπράγμονας εἰς ἀγῶνας ... βιάζονται Antipho 3.2.1, αὐτουργοί τε καὶ ἀ. Pl.R.565a, ἀ. ... καὶ οὐ φιλόδικος D.40.32, ἀκάκους ... καὶ ἀ. D.47.82, ἀ. καὶ μέτριοι D.54.24, τῶν ἀπραγμόνων γε πόρνων Eup.99.26, δικαίους ... ὑπολαμβάνουσι ... καὶ τοὺς ἀπράγμονας Arist.Rh.1381a24
•subst. τὸ ἄ. falta de energía op. τὸ δραστήριον: διὰ τὸ ἄπραγμον αὐτοῦ I.AI 13.408.
3 en sent. elogioso tranquilo, pacífico παρὸν ζῆν ἡδέως ἀπράγμονα E.Fr.193, βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος Pl.R.620c, ἡδεῖα μὲν καὶ ἀ. ... ἀπόλαυσις X.Mem.2.1.33, cf. Ar.V.1040, πολιτείαν ἀ. D.H.3.37, ἀπράγμονος ζηλωτὴς βίου Ph.2.4, πρεσβείαν οὐκ ἀ. Poll.4.28, tb. en compar. ἀπραγμονεστάτους μὲν ὄντας τῶν ἐν τῇ πόλει Isoc.15.227, fig. θαλάττῃ ἀπράγμονι Poll.1.106
•subst. τὸ ἄ. el pacifismo τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ ... Th.2.63.
II gener., de cosas, lugares y abstr.
1 que no causa dificultad o dolor (τελευτή) ἀπραγμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις X.Ap.7, πολὺ ἀπραγμονέστερον τὰ αὑτοῦ φυλάττειν X.Ages.4.1, πόλις ἀ. una ciudad que no asume riesgos Th.6.18, τόπος ἀ. un lugar sin problemas políticos y judiciales Ar.Au.44, ἄλλο τι ἀπραγμονέστερον ὑποθήσομαί σοι te sugeriré otra cosa menos molesta Luc.Herm.57, tb. de pers., Chrysipp.Stoic.3.163, ἀναιτίους καὶ ἀπράγμονας sin culpa y no responsables de ningún crimen Eus.PE 5.18.5.
2 sencillo, simple ἐσθὴς ἀ. καὶ μὴ ἐψευσμένη Muson.Ep.4.
III adv. -μόνως
1 con tranquilidad E.Fr.787, ἀ. ζῆν ἡδύ Apollod.Com.1.1, cf. X.Lac.2.6.
2 sin causar molestias, sin producir cuidado διαφοραὶ ἀ. παύονται Th.4.61, ἀ. σῴζεσθαι Th.6.87, τὴν δ' ἄλλην Φωκίδα διῆλθεν X.HG 6.4.27, ὁ λόγος ἀ. εἴρηται Arist.Mete.369b27, χρῆσθαι Plu.2.131f, cf. 726d, ἀ. τὸ ἱκανόν μοι περιποιῆσαι PSI 76.8 (VI d.C.).
Greek Monolingual
κ. -γμονας (Α ἀπράγμων, -ον) πράττω
αυτός που δεν έχει καμία ασχολία, αδρανής
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αναμιγνύεται στα πολιτικά
2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει νόμους και δικαστήρια
3. (για πράγματα) αυτός που δεν προξενεί ενόχληση
επίρρ. ἀπραγμόνως
1. χωρίς φροντίδες, χωρίς ενοχλήσεις
2. απρόσεκτα, όχι επιμελημένα.
Greek Monotonic
ἀπράγμων: -ον, I. αυτός που απέχει από τις διάφορες ενασχολήσεις, που δεν είναι πολυπράγμων, που απέχει από την πολιτική και τις δημόσιες υποθέσεις, ήρεμος και φιλήσυχος άνθρωπος, αντίθ. προς το πολυπράγμων (ακαταπόνητος στο να αναμειγνύεται σε ποικίλες ξένες υποθέσεις), σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πόλις ἀπράγμων, η πόλη που απέχει από τις πολιτικές υποθέσεις άλλων πόλεων ή κρατών, σε Θουκ.· τὸ ἄπραγμον = Λατ. otium, στον ίδ.· τόπος ἀπράγμων, τόπος που είναι απαλλαγμένος από δικαστικές διαμάχες και λοιπές έριδες, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δεν προξενεί ενόχληση ή πόνο, σε Ξεν.· ομοίως, επίρρ. -μόνως, αμέριμνα, χωρίς κόπο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπράγμων: 2, gen. ονος
1) бездействующий, сторонящийся общественных дел Eur., Arph., Plat., Arst., Dem., Plut.;
2) бездеятельный, беззаботный, покойный, праздный (σίτων ἀπόλαυσις Xen.; βίος Plut.);
3) спокойный, тихий (τόπος Arph.);
4) безболезненный (τελευτή Xen.).
Middle Liddell
I. free from business (πράγματα), keeping clear of politics, a good easy quiet man, opp. to πολυπράγμων (a restless meddlesome man), Ar., Thuc., etc.; πόλις ἄπρ. a country that keeps clear of foreign politics, Thuc.; τὸ ἄπραγμον = Lat. otium, Thuc.; τόπος ἀπρ. a place free from law and strife, Ar.
II. of things, not troublesome or painful, Xen.; so adv. -μόνως, without trouble, Thuc.