νόθος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nothos | |Transliteration C=nothos | ||
|Beta Code=no/qos | |Beta Code=no/qos | ||
|Definition=η, ον, also ος, ον (<span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>279</span>), <span class="sense"> | |Definition=η, ον, also ος, ον (<span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>279</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bastard]], [[baseborn]], i.e. born of a slave or concubine, freq. in Il. (never in Od.), ν. υἱός <span class="bibl">Il.2.727</span>, etc.; παῖδες ν. <span class="bibl">Hdt.8.103</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>27d</span>; opp. [[γνήσιος]], <span class="bibl">Il.11.102</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>1650</span>; <b class="b3">ὅδ', εἰ ν. τις, gnhsi/ois i)/son sqe/nei</b> <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>87</span>; νόθοι καὶ οὐχ υἱοί ἐστε <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>12.8</span>: fem., κούρη νόθη <span class="bibl">Il.13.173</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> at Athens, [[child of a citizen father and an alien mother]], <span class="bibl">D.23.213</span>, etc.; νόθος πρὸς μητρός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> pl., in Egypt, a class of [[temple-attendants]], Wilcken <span class="title">Chr.</span>66 (iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> of animals, [[cross-bred]], πρόβατα <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.32.15</span> (iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> generally, [[spurious]], [[counterfeit]], [[supposititious]], of persons and things, λογισμῷ τινι ν. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>52b</span>, cf. <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>26</span>; ν. παιδείᾳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>741a</span>; ν. ἡδοναί <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>587c</span>; [[ἀοιδαί]] Call.l.c.; νόθον ἧπαρ ὁ σπλήν <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>669b28</span>; <b class="b3">αἱ ν. πλευραί</b> the [[false]] ribs, <span class="bibl">Paus. 1.35.6</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>4.9</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.6</span>; ν. πυρετός Gal.11.30; <b class="b3">ν. σάλπιγξ</b>, of a serpent's hiss, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>35.214</span>; <b class="b3">ν. φέγγος</b>, of the moon, opp. [[γνήσιον]], of the sun, <span class="bibl">Ph.1.628</span>; ν. ἱματισμός <b class="b2">meretricious, Peripl.M</b>. <span class="title">Rubr.</span>39,49. Adv. -θως [[insincerely]], [[disingenuously]], <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>3.17</span>, cf. Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of literary works, [[spurious]], <span class="bibl">Porph.<span class="title">Plot.</span>16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:15, 30 December 2020
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον (Call.Fr.279), A bastard, baseborn, i.e. born of a slave or concubine, freq. in Il. (never in Od.), ν. υἱός Il.2.727, etc.; παῖδες ν. Hdt.8.103, Pl.Ap.27d; opp. γνήσιος, Il.11.102, Ar. Av.1650; ὅδ', εἰ ν. τις, gnhsi/ois i)/son sqe/nei S.Fr.87; νόθοι καὶ οὐχ υἱοί ἐστε Ep.Hebr.12.8: fem., κούρη νόθη Il.13.173. 2 at Athens, child of a citizen father and an alien mother, D.23.213, etc.; νόθος πρὸς μητρός Plu.Them.1. 3 pl., in Egypt, a class of temple-attendants, Wilcken Chr.66 (iii B.C.). 4 of animals, cross-bred, πρόβατα PHib.1.32.15 (iii B.C.). II generally, spurious, counterfeit, supposititious, of persons and things, λογισμῷ τινι ν. Pl.Ti.52b, cf. Dam. Pr.26; ν. παιδείᾳ Pl.Lg.741a; ν. ἡδοναί Id.R.587c; ἀοιδαί Call.l.c.; νόθον ἧπαρ ὁ σπλήν Arist.PA669b28; αἱ ν. πλευραί the false ribs, Paus. 1.35.6, Gal.UP4.9, Aret.SA2.6; ν. πυρετός Gal.11.30; ν. σάλπιγξ, of a serpent's hiss, Nonn.D.35.214; ν. φέγγος, of the moon, opp. γνήσιον, of the sun, Ph.1.628; ν. ἱματισμός meretricious, Peripl.M. Rubr.39,49. Adv. -θως insincerely, disingenuously, LXX 3 Ma.3.17, cf. Hsch. 2 of literary works, spurious, Porph.Plot.16.
German (Pape)
[Seite 259] att. auch 2 Endgn, unehel ich, mit einer Beischläferinn od. Sklavinn erzeugt, υἱός, Il. 2, 727 u. öfter, Ggstz γνήσιος, 11, 102; vgl. noch 5, 70; κασίγνητος, Pind. Ol. 7, 27; τὸν ἐκ δορὸς γεγῶτα πολεμίου νόθον, Soph. Ai. 992; oft Eur., der auch νόθον λέκτρον sagt, Ion 545 Andr. 929; u. in Prosa, νόθοι παῖδες, Her. 8, 103. – Uebh. verfälscht, untergeschoben, unächt, falsch; λογισμός, Plat. Tim. 52 b; νόθα καὶ φαῦλα, Rep. VI, 496 a; νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους Legg. V, 741 a; νόθα σπέρματα, VIII, 841 d; u. so oft bei Sp., bes. von Schriftwerken.
Greek (Liddell-Scott)
νόθος: -η, -ον, Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, ὁ μὴ γνήσιος, ὁ μὴ ἐκ νομίμου γάμου υἱός, δηλ. ὁ ἐκ δούλης ἢ παλλακῆς, συχν. ἐν τῇ Ἰλ. (οὐδέποτε ἐν τῇ Ὀδ.), Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· νόθος υἱός Ἰλ. Β. 727, κτλ.· οἷος ὁ Τεῦκρος, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1013· ἀντίθετ. τῷ γνήσιος, Λατ. legilimus, Ἰλ. Λ. 102, Ἡρόδ. 8. 103· ὁ δὴ ν. τοῖς γνησίοις ἴσον σθένει Σοφ. Ἀποσπ. 108· ὡσαύτως, νόθη κούρη Ἰλ. Ν. 173. 2) ἐν Ἀθήναις ὡσαύτως πᾶν τέκνον γεννηθὲν ἐκ ξένης γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο πολίτης Ἀθηναῖος, Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 962, Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 118· νόθος πρὸς μητρὸς Πλουτ. Θεμιστ. 1. ΙΙ. καθόλου, πλαστός, κίβδηλος, ὑποβολιμαῖος, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων, λογισμῷ τινι ν. Πλάτ. Τίμ. 52Β· ν. παιδείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 741Α· ν. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 587Β· ἀοιδαὶ Καλλ. Ἀποσπ. 279· νόθον ἧπαρ ὁ σπλὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7. 4· νόθαι πλευραί, «ἀπ’ ὤμων ἐς τὰς ἐλαχίστας πλευράς, καλουμένας δὲ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν νόθας» Παυσ. 1. 35, 6· ν. σάλπιγξ, ἐπὶ τοῦ συρίγματος ὄφεως, Νόνν. Δ. 35. 214· ν. φέγγος, ἐπὶ τῆς σελήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς το γνήσιον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Φίλων 1. 628. - Ἐπίρρ. νόθως, οὐχὶ εἰλικρινῶς, Ἑβδομ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 17)· «ψευδῶς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
bâtard, de naissance illégitime.
Étymologie: DELG -.
English (Autenrieth)
illegitimate or natural son, opp. γνήσιος, Il. 11.102, 490; daughter (νόθη), Il. 13.173.
English (Slater)
νόθος
1 bastard Ἀλκμήνας κασίγνητον νόθον Likymnios, who was son of Elektryon by his concubine Midea (O. 7.27)
English (Strong)
of uncertain affinity; a spurious or illegitimate son: bastard.
English (Thayer)
νοθη, νοθον, illegitimate, bastard, i. e. born, not in lawful wedlock, but of a concubine or female slave: Homer down.)
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -η και -ος (ΑΜ νόθος, -η, -ον, Α θηλ. και -ος)
1. αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο
2. κίβδηλος, πλαστός, παραποιημένος, μη γνήσιος (α. «νόθο βάρος» β. «οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένους», Πλάτ.)
3. (για φιλολογικό έργο) αυτός που δεν ανήκει στον συγγραφέα στον οποίο αποδίδεται («νόθο κείμενο»)
4. φρ. «νόθοι πλευρές» ή «νόθες πλευρές» — οι πέντε τελευταίες πλευρές τών πλάγιων μοιρών του θώρακα του ανθρώπου
νεοελλ.
1. μτφ. ανώμαλος, μη φυσιολογικός («νόθες καταστάσεις»)
2. φρ. α) «νόθοι δίφθογγοι» — οι υστερογενείς δίφθογγοι
β) «νόθο κλάσμα» — κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή, αλλ. καταχρηστικό κλάσμα
νεοελλ.-μσν.
(για ζώα ή φυτά) αυτός που προκύπτει από διασταύρωση ατόμων τα οποία δεν είναι γονοτυπικώς όμοια, αλλ. υβρίδιο
μσν.
παράνομος
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα
2. (στην Αθήνα) γόνος μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η μητέρα μόνο ήταν μη Αθηναία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νόθοι
(στην Αίγυπτο) τάξη υπηρετών του ναού
4. φρ. α) «νόθος πυρετός» — πλαστός, φαινομενικός
β) «νόθος σάλπιγξ» — το σφύριγμα του φιδιού
γ) «νόθον φέγγος» — το φως της σελήνης
δ) «νόθος ἱματισμός» — η ενδυμασία της πόρνης. Επίρ. νόθως (Α)
ψευδώς, ανειλικρινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με αρχ. ινδ. andha-h «άγνωστος» έχει απορριφθεί. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για πελασγική λ.].
Greek Monotonic
νόθος: -η, -ον και -ος, -ον,
I. νόθος, παιδί γεννημένο εκτός νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα, αντίθ. προς το γνήσιος, Λατ. legitimus, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· νόθη κούρη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. γενικά, κίβδηλος, απατηλός, πλαστός, υποβολιμαίος, νόθος, λέγεται για πρόσ. και για πράγμ., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νόθος: 3, редко
1) внебрачный, незаконнорожденный (υἱός Hom.; παῖδες Her., Plut.): κούρη Πριάμοιο νόθη Hom. побочная дочь Приама;
2) чужеземный: ν. πρὸς μητρός Plut. (Фемистокл был) по матери иноземного происхождения;
3) поддельный, подставной, ложный, фальшивый (λογισμός Plat.; φίλος Plut.): νόθῃ παιδείᾳ πεπαιδευμένος Plat. не получивший настоящего воспитания;
4) подложный (sc. Πλάτωνος διάλογος Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: by a known father outside wedlock procreated, illegitimate, bastard (Il.); opposite γνήσιος (s. Scheller Sprachgesch. u. Wortbed. 399 ff.).
Compounds: Compp. a.o. νοθα-γενής born outside wedlock (E.) with anal. α (Dor.) for ο (Schwyzer 438).
Derivatives: νοθεῖος belonging to a ν. (Lys., Ar.) and the denomin. νοθεύω, also w. ὑπο-, seduce, falsity, corrupt (LXX, J., Plu., Luc.) with νοθεία f. birth outside wedlock (Plu.), (ὑπο-)νοθευτής m. seducer (Ptol.), (ὑπο-)νόθευσις f. seduction, falsification (inscr. Mylasa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. A worthless suggestion (by Bezzenberger) is rejected by Bq and WP. 1, 182. Not in Fur.; the word could be Pre-Greek.
Middle Liddell
νόθος, η, ον
I. a bastard, baseborn child, i. e. one born of a slave or concubine, opp. to γνήσιος, Lat. legitimus, Il., Hdt., attic; νόθη κούρη Il.
II. generally, spurious, counterfeit, supposititious, Plat.
Frisk Etymology German
νόθος: {nóthos}
Meaning: von einem bekannten Vater außer der Ehe erzeugt, unehelich, Bastard, unecht (seit Il.); Gegensatz γνήσιος (s. Scheller Sprachgesch. u. Wortbed. 399 ff.).
Composita : Kompp. u.a. νοθαγενής außer der Ehe geboren (E.) mit anal. α (dor.) für ο (Schwyzer 438).
Derivative: Davon νοθεῖος ‘einem ν. gehörig’ (Lys., Ar.) und das Denominativum νοθεύω, auch m. ὑπο-, verführen, schänden, verfälschen, verderben (LXX, J., Plu., Luk. usw.) mit νοθεία f. außereheliche Geburt (Plu. u.a.), (ὑπο-)νοθευτής m. Verführer (Ptol.), (ὑπο-)νόθευσις f. Verführung, Verfälschung (Inschr. Mylasa u.a.).
Etymology : Unerklärt. Eine wertlose Vermutung (von Bezzenberger) wird bei Bq und WP. 1, 182 abgelehnt. Nach v. Windekens Ling. Posn. 9, 36 f. pelasgisch.
Page 2,321-322
Chinese
原文音譯:nÒqoj 挪拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(反)習俗
字義溯源:庶出的*,私生子,私子
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 私子(1) 來12:8