ἐπουρίζω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epourizo | |Transliteration C=epourizo | ||
|Beta Code=e)pouri/zw | |Beta Code=e)pouri/zw | ||
|Definition==foreg., of the sea, <span class="sense"> | |Definition==foreg., of the sea, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[waft onwards]], <span class="bibl">Str.3.2.4</span> : metaph., <b class="b3">ὅσῳπερ ἂν λαμπρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης</b> the more freshly the breeze of f | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:52, 1 January 2021
English (LSJ)
=foreg., of the sea, A waft onwards, Str.3.2.4 : metaph., ὅσῳπερ ἂν λαμπρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης the more freshly the breeze of f
German (Pape)
[Seite 1010] vom günstigen Winde, nachwehen, treiben, das Schiff, auch ἐπουρίζοντος τοῦ πελάγους, wenn das Meer die Schiffe forttreibt, Strab. 3, 2, 4. – Häufiger übertr., ἀλλ' οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημ' ἐπούρισας, du hast deinen Sinn nicht darauf gerichtet, gleichsam mit günstigem Fahrwinde dahin getrieben, Eur. Androm. 611; ὅσῳπερ ἂν μὴ πρότερον ἐπουρίσῃ τὸ τῆς ψυχῆς Plat. Alc. IL, 147 a, nit Bezug auf den vorher gebrauchten Vergleich mi einem Steuermann; πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίζειτινί, blutigen Anhauch nachsenden als Fahrwine Aesch. Eum. 132; – intrans., mit gutem Wind segeln, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας, geh mit gutem Winde zum Henker, so schnell wie möglich, Ar. Th. 1226. – Epicrat. bei Ath. XI, 782 f vrbdí ἄνελκε τὴν γραῦν, τὴν νέαν τ' ἐπουρίσας πλήρωσον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουρίζω: ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὡς οὔριος ἄνεμος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἐπουρίζοντος δὲ τοῦ πελάγους καθάπερ τοῦ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα Στράβ. 143· μεταφ., ἀλλ’ οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημα ἐπούρισας δὲν ἔστρεψας τὸν νοῦν σου ἐπιτυχῶς πρὸς τοῦτο, Εὐρ. Ἀνδρ. 610· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίσασα, ἐπιπνεύσασα πνοὴν αἵματος (ἐπὶ τῶν Ἐρινύων) Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· πρβλ. κατουρίζω. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν πρός τι μέρος ὡς ὑπὸ οὐρίου ἀνέμου, τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας Ἀριστοφ. Θεσμ. 1226, πρβλ. Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 3· μεταφ., βοηθῶ, ὅσῳπερ ἂν μὴ ἐπουρίσῃ τὸ τῆς τύχης Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147Α· πρβλ. οὖρος.
French (Bailly abrégé)
1 pousser à l’aide d’un bon vent;
2 pousser ou faire retomber sur : αἱματηρὸν πνεῦμ’ ἐπ. τινί ESCHL souffler sur qqn une haleine sanglante.
Étymologie: ἐπί, οὖρος.
Greek Monolingual
(AM ἐπουρίζω)
(για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος
νεοελλ.
αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα
αρχ.
1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους καθάπερ τοῡ ποταμίου ῥεύματος διὰ τὴν πλημμυρίδα», Στράβ.)
2. (με σύστοιχη αιτ. και δοτ.) (για Ερινύες) φυσώ πνοή αίματος («αἱματηρὸν πνεῡμ’ ἐπουρίσασα τῷ... νηδύος πυρί», Αισχύλ.)
3. ταξιδεύω με ούριο άνεμο («τρέχε νῡν κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρίζω «κατευθύνω σωστά» (< ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].
Greek Monotonic
ἐπουρίζω: μέλ. -σω, πνέω ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο (οὖρος), ἐπ. τὴν ὀθόνην, φουσκώνω τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., φρόνημα ἐπουρίζω, αλλάζω την άποψη κάποιου με επιτυχία πάνω σε ένα ζήτημα, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίζω τινί (λέγεται για τις Ερινύες), στέλνω, εξαπολύω εναντίον του θύελλα, άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπουρίζω:
1) (о попутном ветре) досл. погонять, мчать, перен. поворачивать(ся), обращать(ся): οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημα ἐπουρίσας Eur. не в эту сторону обратилась твоя мысль; πνεῦμα αἱματηρὸν ἐ. τινί Aesch. дохнуть на кого-л. кровавым дыханием (об Эриниях);
2) плыть с попутным ветром: ἐ. περὶ χρημάτων κτῆσιν Plat. плыть в поисках богатства; τρέχε κατὰ τοὺς κόρακας ἐπουρίσας! Arph. провались ты поскорее!
Middle Liddell
fut. σω
to blow favourably upon, of a fair wind (οὖροσ), ἐπ. τὴν ὀθόνην to fill the sail, Luc.:— metaph., φρόνημα ἐπ. to turn one's mind successfully to a thing, Eur.: c. acc. cogn., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπ. τινί (of the Erinyes) to send after him a gale of murderous breath, Aesch.