μειδάω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μειδάω:''' χρησιμ. μόνο στο Επικ. | |lsmtext='''μειδάω:''' χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>μείδησε</i>, μτχ. <i>μειδήσας -σασα</i>, [[χαμογελώ]], σε Όμηρ.· [[μορφάζω]], βλ. [[σαρδάνιος]]· πρβλ. [[μειδιάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, [[part]]. μειδήσας, -σασα]<br />to [[smile]], Hom.: to [[grin]], v. [[σαρδάνιος]]. Cf. [[μειδιάω]]. | |mdlsjtxt=only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, [[part]]. μειδήσας, -σασα]<br />to [[smile]], Hom.: to [[grin]], v. [[σαρδάνιος]]. Cf. [[μειδιάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑM [[μειδιῶ]], [[μειδιάω]])<br /><b>1.</b> [[γελώ]] μόνο με [[σύσπαση]] τών χειλιών μου [[χωρίς]] ήχο γέλιου, [[χαμογελώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω [[διάθεση]] ευνοϊκή [[απέναντι]] σε κάποιον («η [[τύχη]] άρχισε να μού μειδιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαμογελώ]] ειρωνικά («[[μόλις]] διάβασε το [[γράμμα]] μειδίασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μειδιῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>smei</i>- «[[χαμογελώ]]» [για το <i>s</i>- της ρίζας <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλομ</i>(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλοσμειδής</i>] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>smayate</i>, -<i>ti</i> «[[χαμογελώ]]», λεττον. <i>smeju</i> «[[χαμογελώ]]», αρχ. σλαβ. <i>sm</i><i>ě</i><i>jọse</i>, <i>smijatise</i> «[[γελώ]]», τοχαρ. Β' <i>smi</i>-<i>mare</i>, λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>rus</i> «[[θαυμαστός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>smile</i>). Ανερμήνευτη [[ωστόσο]] παραμένει η [[παρουσία]] οδοντικού συμφώνου <i>smeid</i>- στην Ελληνική, [[καθώς]] δεν εμφανίζεται σε [[καμιά]] [[άλλη]] ΙΕ [[γλώσσα]], [[εκτός]] ίσως από το λεττον. <i>smaida</i> «[[χαμογελώ]]». Το ρ. [[μειδιάω]], -<i>ιῶ</i> απαντά στον Όμηρο μόνο στη [[μετοχή]] <i>μειδ</i>-<i>ιόων</i>, -<i>ιόωσα</i>, [[μορφή]] προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειδίαμα]], [[μειδιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειδίασις]], [[μειδιασμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμειδιώ]], [[προσμειδιώ]], [[υπομειδιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διαμειδιώ</i>, [[εμμειδιώ]], [[καταμειδιώ]], [[συνεπιμειδιώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 25 July 2021
English (LSJ)
A smile, Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε Il.1.595, 5.426, Od.4.609, Hes.Sc. 115, etc.; part. μειδήσας, -σασα Il.1.596, etc.; inf. μειδῆσαι h.Cer. 204; μείδησε σαρδάνιον (v. Σαρδάνιος) Od.20.301; opp. γελᾶν, laugh aloud, μειδῆσαι γελάσαι τε h.Cer.l.c.; κάρχαρόν τι μειδήσας grinning so as to show his teeth, Babr.94.6:—pres. is supplied by μειδιάω, used by Hom. only in Ep. part. μειδιόων Il.7.212, 23.786; -ιόωσα 21.491: later 3sg. μειδιάει h.Hom.10.3, μειδιᾷ Theoc.30.5; part. μειδιάων h.Hom.7.14, μειδιῶσα Ar.Th.513; inf. μειδιᾶν Pl.Prm.130a: impf. ἐμειδία Luc.DMeretr.3.2; Ep. μειδιάασκε PLit.Lond.41, Q.S. 9.117: aor. I ἐμειδίᾱσα Plu.2.172b, Luc.DDeor.20.11; inf. μειδιᾶσαι Apollod.1.5.3; part. μειδιάσας Pl.Phd.86d; Aeol. fem. -ιάσαισα Sapph.1.14. (Cf. Skt. smáyati, Lett. smaidīt 'smile', etc.)
German (Pape)
[Seite 115] = μειδιάω, lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. σαρδάνιος; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. μειδιάω. Von γελάω wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, μειδάω das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
Greek (Liddell-Scott)
μειδάω: μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας οὕτως ὥστε νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, ὅπερ ὅμως ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς μετέπειτα, γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ εἶναι ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον ἁπλῶς τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», ὥστε ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = μείδημα· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― ὥστε ἡ Ἑλλην. ῥίζα ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. ὡσαύτως τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. poét. μείδησα;
sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment ou grincer des dents.
Étymologie: p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. skr. Smi > smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. lat. mirus, miror.
English (Autenrieth)
(root σμι), μειδιάω, part. μειδιόων, -όωσα, aor. μείδησα: smile.
Greek Monolingual
μειδάω (Α)
μειδιώ, χαμογελώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μειδιῶ. Το ρ. μαρτυρείται μόνο στο γ' εν. πρόσ., στο αρσ. της μτχ. και στο απρμφ. του αορ. μείδησε, μειδήσας και μειδῆσαι].
Greek Monotonic
μειδάω: χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ μείδησε, μτχ. μειδήσας -σασα, χαμογελώ, σε Όμηρ.· μορφάζω, βλ. σαρδάνιος· πρβλ. μειδιάω.
Russian (Dvoretsky)
μειδάω: (только aor. μειδῆσαι) эп. = μειδιάω.
Middle Liddell
only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, part. μειδήσας, -σασα]
to smile, Hom.: to grin, v. σαρδάνιος. Cf. μειδιάω.
Greek Monolingual
(ΑM μειδιῶ, μειδιάω)
1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ
2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά»)
νεοελλ.
χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα μειδίασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μειδιῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα smei- «χαμογελώ» [για το s- της ρίζας πρβλ. φιλομ(μ)μειδής < φιλοσμειδής] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. smayate, -ti «χαμογελώ», λεττον. smeju «χαμογελώ», αρχ. σλαβ. smějọse, smijatise «γελώ», τοχαρ. Β' smi-mare, λατ. mīrus «θαυμαστός» (πρβλ. αγγλ. smile). Ανερμήνευτη ωστόσο παραμένει η παρουσία οδοντικού συμφώνου smeid- στην Ελληνική, καθώς δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ΙΕ γλώσσα, εκτός ίσως από το λεττον. smaida «χαμογελώ». Το ρ. μειδιάω, -ιῶ απαντά στον Όμηρο μόνο στη μετοχή μειδ-ιόων, -ιόωσα, μορφή προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.
ΠΑΡ. μειδίαμα, μειδιαστικός
αρχ.
μειδίασις, μειδιασμός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμειδιώ, προσμειδιώ, υπομειδιώ
αρχ.
διαμειδιώ, εμμειδιώ, καταμειδιώ, συνεπιμειδιώ].