γελώ: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-άω) (AM γελῶ, -άω, Α και γελόω και γέλαιμι)<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] με [[γέλιο]] τη [[χαρά]] μου ή [[ικανοποίηση]], [[ειρωνεία]], σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την [[καρδιά]] μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» — γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[παρουσιάζω]] χαρωπή όψη, [[λάμπω]] («γελούνε τ' [[άνθη]], τα νερά», «γαῑά τε πᾱσ' ἐγέλασε»)<br /><b>3.</b> [[γελώ]] εις [[βάρος]] κάποιου, [[περιγελώ]] («κάθισ' η [[τσιμπλού]] στη [[στράτα]] και γελάει τη μαυρομάτα»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ευνοϊκός]], φέρομαι φιλικά («[[γλυκά]] κι η [[τύχη]] μού γελά», Δ. <b>Σολωμ.</b><br />«[[ὅταν]] ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ [[τύχη]] γελᾷ», Φιλήμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]], [[πλανώ]] («[[άλλος]] σού έταξε [[βοήθεια]] και σέ γέλασε [[φρικτά]]», Δ. <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> με απατηλά [[λόγια]] [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]].<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) [[γελασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο εξαπατημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το αρμ. <i>cafr</i> γεν. <i>cafu</i> «γέλια», διαφέρει όμως όσον αφορά στις μεταπτωτικές βαθμίδες. Το [[γελώ]] ανάγεται σε μια ινδοευρ. ρ. <i>gel</i>- «[[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]], [[γελώ]], [[χαμογελώ]]». Κατά τον Ησύχιο «<i>γελείν</i><br />λάμπειν, ανθείν». Στην Ελληνική [[καθώς]] και σ' άλλες ινδοευρ. γλώσσες [[εκτός]] από τον τ. [[γελώ]] ( | |mltxt=(-άω) (AM γελῶ, -άω, Α και γελόω και γέλαιμι)<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] με [[γέλιο]] τη [[χαρά]] μου ή [[ικανοποίηση]], [[ειρωνεία]], σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την [[καρδιά]] μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» — γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[παρουσιάζω]] χαρωπή όψη, [[λάμπω]] («γελούνε τ' [[άνθη]], τα νερά», «γαῑά τε πᾱσ' ἐγέλασε»)<br /><b>3.</b> [[γελώ]] εις [[βάρος]] κάποιου, [[περιγελώ]] («κάθισ' η [[τσιμπλού]] στη [[στράτα]] και γελάει τη μαυρομάτα»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ευνοϊκός]], φέρομαι φιλικά («[[γλυκά]] κι η [[τύχη]] μού γελά», Δ. <b>Σολωμ.</b><br />«[[ὅταν]] ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ [[τύχη]] γελᾷ», Φιλήμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]], [[πλανώ]] («[[άλλος]] σού έταξε [[βοήθεια]] και σέ γέλασε [[φρικτά]]», Δ. <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> με απατηλά [[λόγια]] [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]].<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) [[γελασμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο εξαπατημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το αρμ. <i>cafr</i> γεν. <i>cafu</i> «γέλια», διαφέρει όμως όσον αφορά στις μεταπτωτικές βαθμίδες. Το [[γελώ]] ανάγεται σε μια ινδοευρ. ρ. <i>gel</i>- «[[λάμπω]], [[είμαι]] [[λαμπρός]], [[γελώ]], [[χαμογελώ]]». Κατά τον Ησύχιο «<i>γελείν</i><br />λάμπειν, ανθείν». Στην Ελληνική [[καθώς]] και σ' άλλες ινδοευρ. γλώσσες [[εκτός]] από τον τ. [[γελώ]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>rid</i><i>ē</i><i>re</i>, γερμ. <i>lachen</i>, αγγλ. <i>laugh</i>) υπάρχει και ο [[υποκοριστικός]] τ. [[μειδιώ]], που αποδίδει την [[έννοια]] του «[[χαμογελώ]]» δηλ. «[[γελώ]] λίγο» ([[πρβλ]]. λατ. <i>surrid</i><i>ē</i><i>re</i>, γερμ. <i>lacheln</i>, αγγλ. <i>smile</i>). Όταν, αργότερα, το [[μειδιώ]] ταυτίστηκε σημασιολογικά με το [[γελώ]] ([[πρβλ]]. «μειδιᾴ<br /><i>γελᾴ</i>», <b>Ησύχ.</b>), [[τότε]] δημιουργήθηκαν [[σύνθετα]] για να αποδώσουν την υποκοριστική [[σημασία]] ([[πρβλ]]. [[υπομειδιώ]], [[υπογελώ]]·). Τέλος, στη σύγχρονη Ελληνική όλα τα ρήματα με υποκοριστική [[σημασία]] αντικαταστάθηκαν από το [[χαμογελώ]], που μπορεί να εκφράζει συναισθηματική [[κατάσταση]] ευθυμίας, χαράς, [[αλλά]] και ειρωνείας, περιφρόνησης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γελασηνός]], [[γελασίνος]], [[γέλασμα]], [[γελαστής]], [[γελαστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γελανής]], [[γελασείω]], [[γελάσιμος]], [[γελαστύς]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γέλιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γελασιάρης]], [[γελαστήριος]], [[γελαστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[γελοκλαίω]]<br />(Β' συνθετικό) [[περιγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναγελώ]], [[διαγελώ]], [[εγγελώ]], [[εκγελώ]], [[επιγελώ]], [[καταγελώ]], [[προγελώ]], [[προσγελώ]], [[συγγελώ]], [[υπογελώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρυφογελώ]], <i>ξαναγελώ</i>, [[ξεγελώ]], [[παιζογελώ]], <i>πικρογελώ</i>, <i>συχνογελώ</i>, [[χαμογελώ]], [[χασκογελώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
(-άω) (AM γελῶ, -άω, Α και γελόω και γέλαιμι)
1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» — γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.)
2. (για πράγματα) παρουσιάζω χαρωπή όψη, λάμπω («γελούνε τ' άνθη, τα νερά», «γαῑά τε πᾱσ' ἐγέλασε»)
3. γελώ εις βάρος κάποιου, περιγελώ («κάθισ' η τσιμπλού στη στράτα και γελάει τη μαυρομάτα»)
4. είμαι ευνοϊκός, φέρομαι φιλικά («γλυκά κι η τύχη μού γελά», Δ. Σολωμ.
«ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ», Φιλήμ.)
νεοελλ.
1. εξαπατώ, πλανώ («άλλος σού έταξε βοήθεια και σέ γέλασε φρικτά», Δ. Σολωμ.)
2. με απατηλά λόγια διαφθείρω γυναίκα.
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γελασμένος, -η, -ο
ο εξαπατημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το αρμ. cafr γεν. cafu «γέλια», διαφέρει όμως όσον αφορά στις μεταπτωτικές βαθμίδες. Το γελώ ανάγεται σε μια ινδοευρ. ρ. gel- «λάμπω, είμαι λαμπρός, γελώ, χαμογελώ». Κατά τον Ησύχιο «γελείν
λάμπειν, ανθείν». Στην Ελληνική καθώς και σ' άλλες ινδοευρ. γλώσσες εκτός από τον τ. γελώ (πρβλ. λατ. ridēre, γερμ. lachen, αγγλ. laugh) υπάρχει και ο υποκοριστικός τ. μειδιώ, που αποδίδει την έννοια του «χαμογελώ» δηλ. «γελώ λίγο» (πρβλ. λατ. surridēre, γερμ. lacheln, αγγλ. smile). Όταν, αργότερα, το μειδιώ ταυτίστηκε σημασιολογικά με το γελώ (πρβλ. «μειδιᾴ
γελᾴ», Ησύχ.), τότε δημιουργήθηκαν σύνθετα για να αποδώσουν την υποκοριστική σημασία (πρβλ. υπομειδιώ, υπογελώ·). Τέλος, στη σύγχρονη Ελληνική όλα τα ρήματα με υποκοριστική σημασία αντικαταστάθηκαν από το χαμογελώ, που μπορεί να εκφράζει συναισθηματική κατάσταση ευθυμίας, χαράς, αλλά και ειρωνείας, περιφρόνησης.
ΠΑΡ. γελασηνός, γελασίνος, γέλασμα, γελαστής, γελαστός
αρχ.
γελανής, γελασείω, γελάσιμος, γελαστύς
μσν.- νεοελλ.
γέλιο
νεοελλ.
γελασιάρης, γελαστήριος, γελαστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. γελοκλαίω
(Β' συνθετικό) περιγελώ
αρχ.
αναγελώ, διαγελώ, εγγελώ, εκγελώ, επιγελώ, καταγελώ, προγελώ, προσγελώ, συγγελώ, υπογελώ
νεοελλ.
κρυφογελώ, ξαναγελώ, ξεγελώ, παιζογελώ, πικρογελώ, συχνογελώ, χαμογελώ, χασκογελώ].